- Μέχρι πριν από μερικά χρόνια η αποκαλούμενη «τρύπα του όζοντος» ήταν μία από τις μεγαλύτερες απειλές που αντιμετώπιζε η ανθρωπότητα.
Σε λίγες εβδομάδες η επιστημονική κοινότητα αναμένεται να ανακοινώσει ότι θα έχει «επουλωθεί» πλήρως μέχρι το 2050, κάτι που όπως... φαίνεται οφείλεται στην αγαστή συνεργασία της παγκόσμιας κοινότητας, που μείωσε στο ελάχιστο τις εκπομπές φθοροχλωρανθράκων (CFC).
Στις 16 Σεπτεμβρίου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας θα δημοσιοποιήσει την έκθεσή του για τη συγκέντρωση όζοντος στην ατμόσφαιρα, η οποία καταρτίστηκε με τη συνεργασία 300 επιστημόνων από όλο τον κόσμο και διήρκεσε 4 χρόνια. «Το πρόβλημα που είχαν δημιουργήσει οι άνθρωποι με τη χρήση CFC έχει λυθεί, ο κίνδυνος αυτός έχει αποτραπεί οριστικά», τονίζει ένας εκ των συντακτών της έκθεσης, ο γεωφυσικός Μάρτιν Νταμέρις.
Οπως υπογραμμίζουν οι επιστήμονες, πρόκειται για μια «ιστορία επιτυχίας που έγινε εφικτή χάρη στην παγκόσμια συνεργασία», κάτι που δεν ισχύει για την κλιματική αλλαγή, την άλλη σημαντική περιβαλλοντική «πληγή», για την οποία εδώ και χρόνια δεν μπορεί να βρεθεί κοινή συνισταμένη συντονισμένης δράσης. Οι κίνδυνοι που ελλόχευαν από την «τρύπα του όζοντος» ήταν πολύ ρεαλιστικοί. Η πρώτη αναφορά στο πρόβλημα έγινε το 1974 από τους χημικούς Σέργουντ Ρόουλαντ και Μάριο Μολίνα, η εργασία των οποίων χαρακτηρίστηκε «ριζοσπαστική» από την επιτροπή απονομής τους βραβείου Νόμπελ.
Υπεριώδης ακτινοβολία
Οι δύο επιστήμονες είχαν καταφέρει να εξηγήσουν με απλά λόγια τη ζημιά που προκαλούν οι φθοροχλωράνθρακες στη ζώνη όζοντος που βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και προστατεύει τον πλανήτη από την υπεριώδη ακτινοβολία. Το CFC χρησιμοποιούνταν ευρέως στα ψυγεία, τα σπρέι και τα αφρώδη υλικά και τα μόριά του προκαλούσαν τη διάσπαση του όζοντος. Το 1985 έγινε σαφής ο επείγων χαρακτήρας του προβλήματος, όταν δημοσιοποιήθηκαν φωτογραφίες από την Ανταρκτική, όπου φαινόταν ξεκάθαρα, με τα ειδικά φίλτρα, ότι υπάρχει ένα πραγματικό κενό στο στρώμα του όζοντος.
Κάθε χρόνο η τρύπα αυτή μεγάλωνε και τους φθινοπωρινούς μήνες, καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξαφανιζόταν κυριολεκτικά. Ο φόβος για εκατομμύρια θανάτους από καρκίνο του δέρματος, προβλήματα όρασης και τεράστιες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία εξαιτίας της καταστροφής που θα συντελούνταν στις καλλιέργειες κινητοποίησαν την παγκόσμια κοινότητα.
Μόλις δύο χρόνια μετά την πρώτη ανακάλυψη της «τρύπας», 46 χώρες συμφώνησαν ότι θα απαγορεύσουν σταδιακά τη χρήση φθοροχλωρανθράκων και άλλων αερίων που διασπούν το στρώμα του όζοντος. Το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, όπως είναι γνωστή η συμφωνία, πέτυχε ακριβώς αυτό που ήταν απαραίτητο για να σταματήσει η καταστροφική ανθρώπινη δραστηριότητα με ολέθριες συνέπειες για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα. Σύντομα υπέγραψαν και οι υπόλοιπες χώρες, με αποτέλεσμα σήμερα να μην εκπέμπονται σχεδόν καθόλου CFC στην ατμόσφαιρα. Αυτό έδωσε στη φύση τη δυνατότητα να αρχίσει να επουλώνει το «τραύμα» της και σταδιακά να διασπώνται τα εναπομείναντα βλαβερά αέρια.
Για ποιον λόγο δεν καταφέρνουμε κάτι αντίστοιχο με τις εκπομπές του θερμοκηπίου, που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή; Η επιστημονική κοινότητα πιστεύει ότι η «τρύπα του όζοντος» ήταν κάτι πολύ πιο χειροπιαστό για τους πολίτες αλλά και τις κυβερνήσεις, ενώ παράλληλα το διοξείδιο του άνθρακα είναι πολύ πιο απαραίτητο στην καθημερινή δραστηριότητα από ό,τι τα CFC. Επιπλέον, το κόστος αντικατάστασης των φθοροχλωρανθράκων με άλλα, λιγότερο βλαβερά αέρια ήταν πολύ μικρότερο. Οι επιστήμονες, πάντως, δεν εγκαταλείπουν. Το επόμενο πεδίο έρευνας με το οποίο ασχολούνται ήδη είναι οι επιπτώσεις που έχει η κλιματική αλλαγή στη στοιβάδα του όζοντος στην ατμόσφαιρα.
ΜΑΡΙΑ ΑΔΑΜΙΔΟΥ