- Με την εκλογολογία να εντείνεται και την ώρα της κάλπης, για πολλούς, να σιμώνει, σε τι μπορούν να ελπίζουν οι πολίτες αυτής της χώρας;
- Ποιες είναι οι δυνάμεις που θα σταθούν ικανές να οδηγήσουν τον τόπο σε μια καλύτερη ημέρα;
Σε τι έχουν να προσδοκούν οι πολίτες αυτής της χώρας; Από πού θα προέλθει η ανάκαμψη και η ανάπτυξη της οικονομίας, που θα σταθεί ικανή να... τους βγάλει από το σημερινό τους τέλμα και να βελτιώσει την καθημερινότητά τους;
Σε τι μπορεί να ελπίζει ο καθένας από εμάς;
Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση Σαμαρά έχει σταθεί αδύναμη στη διάρκεια της έως τώρα θητείας της να απαλλαγεί από τις πελατειακές της δεσμεύσεις, αλλάζοντας εκ βάθρων τη φορολογική της πολιτική και ταυτόχρονα προωθώντας δυναμικά τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος.
Εμμένει στην αδιέξοδη πολιτική της υπερφορολόγησης, με ελάχιστες ενδείξεις αποκλιμάκωσής της, και αρνείται πεισματικά, ως απότοκο πελατειακών δεσμεύσεων του παρελθόντος, να συρρικνώσει τις δαπάνες του δημόσιου τομέα.
Ως αποτέλεσμα, στερεί την οικονομία της χώρας από πολύτιμη ρευστότητα και την πλειονότητα των πολιτών από ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Αντίστοιχα, ως απότοκο των ιδίων δεσμεύσεων, στερείται της τόλμης που απαιτείται για την προώθηση βαθιών δομικών μεταρρυθμίσεων, όπως η απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων.
Στην αντιπέρα όχθη, το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται, κατά πρώτον, ασυνάρτητο, και πάντως μη πειστικό, ότι συνιστά ουσιαστική εναλλακτική λύση, αφού αδυνατεί να αιτιολογήσει αφενός τις πηγές χρηματοδότησής του και αφετέρου τη βιωσιμότητά του στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Αντίθετα, είναι ένα αφήγημα που απειλεί να οδηγήσει τη χώρα στην επανάληψη των ατοπημάτων τα οποία ευθύνονται για τα σημερινά δεινά της.
Κρατισμός και εγκλωβισμός της οικονομίας σε αδιέξοδα οικονομικά μοντέλα κυριαρχούν, ενώ υπάρχει και η αβεβαιότητα σχετικά με το νομισματικό μέλλον της χώρας.
Υπό το πρίσμα αυτό, εάν οι δύο κυριότερες πολιτικές δυνάμεις του τόπου στέκουν αδύναμες να συγκροτήσουν ένα πειστικό και ουσιαστικό αφήγημα, το οποίο μπορεί να βγάλει τη χώρα από τα σημερινά δεινά της, σε τι μπορούν να ελπίζουν οι πολίτες;
Ακόμη και εκείνοι οι οποίοι, απαυδισμένοι σήμερα από τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά, προστρέχουν σε ένδειξη αντίδρασης στις αγκάλες της αντιπέρα όχθης, σε τι μπορούν να προσδοκούν;
Σε λιγότερους φόρους ή σε νέες θέσεις εργασίας, όταν κόντρα σε οποιαδήποτε οικονομική λογική η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζεται στη θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού 751 ευρώ, διά νόμου, και στη διατήρηση μεγάλου τμήματος του υφιστάμενου φορολογικού πλαισίου;
Αν όμως έχουν όντως έτσι τα πράγματα κι αν το αφήγημα των δύο κυριοτέρων πολιτικών κομμάτων της χώρας αντικατοπτρίζει κυρίαρχες τάσεις της ελληνικής κοινωνίας σήμερα, τότε, προφανώς, στραβά αρμενίζουμε.
Τόσο ως τόπος και ως κοινωνία, όσο και σε επίπεδο πολιτικής έκφρασης. Η θάλασσα, όσο κι αν το θέλουν πολλοί από εμάς, δεν είναι στραβή. Η οικονομική πραγματικότητα εντός της οποίας κινείται η χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο, όσο και εντός της ευρωζώνης, επιτάσσει την απελευθέρωση της οικονομίας και τη μείωση της παρέμβασης του κράτους στη λειτουργία της.
Αντίστοιχα, λαμβάνει ως δεδομένη τη δημοσιονομική ευταξία και θέτει ως προαπαιτούμενο την εξασφάλιση συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού, εξάλειψης της γραφειοκρατίας, ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης αλλά και ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου, το οποίο θα ενισχύει τις επενδύσεις, αντί να τις αποτρέπει.
Όλα αυτά παραμένουν σήμερα μέγα ζητούμενο και η απουσία τους -ελλείψει των δυνάμεων που θα σταθούν ικανές να προωθήσουν την υλοποίησή τους- στερεί τη χώρα μας αλλά και τους πολίτες της από ένα καλύτερο αύριο, αφήνοντάς τους με τον εφιάλτη του σήμερα.
Τόσο απλά.
Του κ.Ν.Γ.Δρόσου