- Πώς θα «παγώνει» ένα μέρος των στεγαστικών δανείων και πώς θα γίνεται το «κούρεμα» στο μέλλον.
- Ποια ερωτήματα μένουν ανοιχτά
Στην τελική ευθεία μπαίνει το θέμα των «κόκκινων» δανείων, μετά τις ανακοινώσεις του υπουργείου Ανάπτυξης, οι οποίες ανοίγουν το δρόμο για διαγραφές ή μεταθέσεις... οφειλών στο μέλλον με στόχο να καταστούν βιώσιμα τα δάνεια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αλλά και να αποσυμπιεστούν οι τράπεζες από την πίεση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών.
Για τα στεγαστικά δάνεια, το μοντέλο προβλέπει ότι η τράπεζα, εφόσον το σύνολο του δανείου ξεπερνά την αξία του ακινήτου, θα αναπροσαρμόζεται με βάση τη σημερινή αξία του τελευταίου, ενώ η διαφορά θα «παγώνει» και θα μετατίθεται στο μέλλον, σε 10-15 χρόνια. Έτσι, ο δανειολήπτης θα αποπληρώνει το μειωμένο δάνειο, με χαμηλότερη τοκοχρεωλυτική δόση. Στο μέλλον θα εξετάζονται τα δεδομένα και το υπόλοιπο -το «παγωμένο» μέρος της οφειλής- είτε θα διαγράφεται είτε θα αποπληρώνεται ένα μέρος του εφόσον μέχρι τότε η αξία του σπιτιού έχει ανέβει.
Το ποσοστό κατά το οποίο θα μειώνεται η βασική οφειλή θα καθορίζεται από την τράπεζα, ανάλογα με τα δεδομένα της αγοράς χωρίς να υπάρχει δέσμευση ως προς αυτό.
Το ποσοστό 30% που αναφέρθηκε κατά τις δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης είναι ενδεικτικό και αφορά σε μια γενική εκτίμηση του ποσοστού υποχώρησης των τιμών των ακινήτων τα τελευταία χρόνια. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να αποφασίζεται μικρότερη ή μεγαλύτερη απομείωση.
Ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα γίνεται με τα δάνεια που δεν ξεπερνούν την αξία του ακινήτου και επομένως δεν υπάγονται στη ρύθμιση αυτή, τι θα γίνει με ακίνητα που είναι προσημειωμένα σε περισσότερες από μία τράπεζες, αλλά και γενικότερα ποια θα είναι τα ακριβή κριτήρια για το αν θα γίνεται ρύθμιση ή αν θα επιδιώκεται η αναγκαστική είσπραξη των οφειλών σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής.
Αντίστοιχες, πάντως, είναι και οι ρυθμίσεις που προβλέπονται για τα επιχειρηματικά δάνεια, με βάση το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη βουλή το οποίο δίνει τη δυνατότητα διαγραφής των δανείων μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, με τζίρο έως 2,5 εκατ. ευρώ, οι οποίες κρίνονται βιώσιμες, έτσι ώστε το υπόλοιπο προς αποπληρωμή να μην ξεπερνά το 75% της καθαρής περιουσιακής της θέσης.
Στην τελική ευθεία μπαίνει το θέμα των κόκκινων δανείων, μετά από τις ανακοινώσεις του υπουργείου Ανάπτυξης, οι οποίες ανοίγουν το δρόμο για διαγραφές ή μεταθέσεις οφειλών στο μέλλον με στόχο να καταστούν βιώσιμα τα δάνεια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων αλλά και να αποσυμπιεστούν οι τράπεζες από την πίεση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών.
Για τα στεγαστικά δάνεια, το μοντέλο προβλέπει ότι η τράπεζα εφόσον το σύνολο του δανείου ξεπερνά την αξία του ακινήτου, θα αναπροσαρμόζεται με βάση τη σημερινή αξία του τελευταίου, ενώ η διαφορά θα «παγώνει» και θα μετατίθεται στο μέλλον, σε 10-15 χρόνια. Έτσι, ο δανειολήπτης θα αποπληρώνει το μειωμένο δάνειο, με χαμηλότερη τοκοχρεωλυτική δόση. Στο μέλλον θα εξετάζονται τα δεδομένα και το υπόλοιπο -το «παγωμένο» μέρος της οφειλής- είτε θα διαγράφεται είτε θα αποπληρώνεται ένα μέρος του εφόσον μέχρι τότε η αξία του σπιτιού έχει ανέβει.
Το ποσοστό κατά το οποίο θα μειώνεται η βασική οφειλή θα καθορίζεται από την τράπεζα, ανάλογα με τα δεδομένα της αγοράς χωρίς να υπάρχει δέσμευση ως προς αυτό.
Το ποσοστό 30% που αναφέρθηκε κατά τις δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης είναι ενδεικτικό και αφορά μια γενική εκτίμηση του ποσοστού υποχώρησης των τιμών των ακινήτων τα τελευταία χρόνια. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να αποφασίζεται μικρότερη ή μεγαλύτερη απομείωση.
Ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα γίνεται με τα δάνεια που δεν ξεπερνούν την αξία του ακινήτου και επομένως δεν υπάγονται στη ρύθμιση αυτή, τι θα γίνει με ακίνητα που είναι προσημειωμένα σε περισσότερες από μία τράπεζες, αλλά και γενικότερα ποια θα είναι τα ακριβή κριτήρια για το αν θα γίνεται ρύθμιση ή αν θα επιδιώκεται η αναγκαστική είσπραξη των οφειλών σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής.
Αντίστοιχες, πάντως, είναι και οι ρυθμίσεις που προβλέπονται για τα επιχειρηματικά δάνεια, με βάση το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη βουλή το οποίο δίνει τη δυνατότητα διαγραφής των δανείων μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, με τζίρο έως 2,5 εκατ. ευρώ, οι οποίες κρίνονται βιώσιμες, έτσι ώστε το υπόλοιπο προς αποπληρωμή να μην ξεπερνά το 75% της καθαρής περιουσιακής της θέσης.
Αποσυμπίεση στις τράπεζες
Για μεν τους δανειολήπτες στεγαστικών που θα εμπίπτουν στη νέα ρύθμιση, θα μειώνονται το συνολικό δανειακό βάρος και οι μηνιαίες πληρωμές, οπότε θα γίνεται μια «επανεκκίνηση» της δανειακής σύμβασης ώστε να αρχίσει να εξυπηρετείται πλέον κανονικά, αφού προϋπόθεση για να ισχύσει το πάγωμα και η πιθανή διαγραφή στο μέλλον θα είναι η συνέπεια στην εξόφληση του μειωμένου δανείου.