- Η "προληπτική" ένταξη και των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών στον ELA αποτελεί ...καμπάνα (κι όχι καμπανάκι) κινδύνου
- Tέρμα τα δάνεια προς την οικονομία
- H ζημιά απ΄τις ανεύθυνες πολιτικές δηλώσεις και εξαγγελίες των τελευταίων ημερών -κυρίως από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης- είναι ήδη ανυπολόγιστη
Η διαδικασία ένταξης του συνόλου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών στον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) σηματοδοτεί με... βούλα ότι η ρευστότητα της οικονομίας αρχίζει να απειλείται.
Όσο και να επιχειρείται να “χρυσωθεί το χάπι” σαν προληπτική κίνηση, οι τραπεζίτες βλέπουν ότι δεν αργεί η στιγμή που θα προσφύγουν στον έκτακτο μηχανισμό βοήθειας από την ΕΚΤ για να μπορέσουν να υποστηρίξουν την ευρυθμία των καθημερινών λειτουργιών κι εργασιών τους.
Πέραν του ότι αυτό συνιστά ένα πισωγύρισμα καθώς τους τελευταίους μήνες προβλήθηκε σαν μεγάλη επιτυχία της οικονομίας ότι οι τράπεζές μας απεξαρτήθηκαν από τον μηχανισμό που ξεκίνησε να καλύπτει τις κρίσεις το 2012, η σαφής επιδείνωση της κατάστασης οφείλεται στα εξής:
-Υφίστανται εκροές καταθέσεων που επιδεινώνουν τη σχέση των τραπεζικών καταθέσεων σε σχέση με τις χορηγήσεις ανά τράπεζα, παρά το γεγονός ότι έχει επιχειρηθεί συστηματικά να βελτιωθεί αυτό κατά την τελευταία τριετία.
Αν οι τράπεζες αρχίζουν να χάνουν καταθέσεις είναι σαφές ότι μειώνεται η ευχέρεια ρευστότητας καθώς τα δάνεια καλύπτουν σε ποσοστό νούμερα που ξεπερνούν στις τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες το 100% των καταθέσεων.
- Μέρος των δανειοληπτών έχει αρχίσει να απέχει από την όποια συστηματική κάλυψη των υποχρεώσεών του εκτιμώντας ότι η εκλογική αναμέτρηση μπορεί να αλλάξει προς το χαλαρότερο τις συνθήκες, με βάση τα όσα είχε εξαγγείλει η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
- Η επιδείνωση των τιμών των τραπεζικών ομολόγων και η αύξηση του κόστους δανεισμού έχουν καταστήσει απαγορευτικές τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης που ενίσχυαν τους κρουνούς ρευστότητας τους προηγούμενους μήνες.
Στην κατεύθυνση αυτή η ανησυχία για την επιδείνωση των μεγεθών της οικονομίας λόγω της εκλογικής αναμέτρησης λειτουργεί αρνητικά.
Μπορεί να λέμε ότι ο ELA με κόστος δανεισμού 1,5% εξασφαλίζει φθηνότερο χρήμα σε σχέση με τις νέες καταθέσεις όπου το κόστος ανέρχεται σε 1,7% είτε τις αγορές όπου τα κουπόνια υπό ιδανικές συνθήκες έφτασαν και το 3,75%.
Ασφαλώς, όμως, αυτή είναι μια απλοϊκή αντιμετώπιση καθώς η κάθε τράπεζα έχει πολλές πηγές χρηματοδότησης και το ζητούμενο είναι το άθροισμα και ο μέσος όρος να μειώνουν το κόστος.
Η προσφυγή στον ELA είναι σαφής ένδειξη αδυναμίας για μια ευρωπαϊκή τράπεζα να λειτουργήσει υπό κανονικές συνθήκες.
Οι συνθήκες αυτές αφήνουν μείζονα ζητήματα για την μετεκλογική περίοδο καθώς εκεί θα ανακύψουν τα νέα θέματα που έχουν να κάνουν με το ποια θα είναι η αντιμετώπιση της ΕΚΤ, εφόσον η ελληνική οικονομία δεν είναι σε πρόγραμμα και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση.
Πέραν από το όποιο θέμα επιβίωσης των τραπεζών που θεωρητικά μπορεί να αντιμετωπιστεί για ένα περιορισμένο διάστημα με την όποια καλή πρόθεση μπορεί να υπάρξει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι παραπάνω από σαφές ότι οι ελληνικές τράπεζες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συμβάλλουν στην αναχρηματοδότηση της οικονομίας και να ρίξουν νέο χρήμα στην αγορά με τις παρούσες συνθήκες.