- Τι κοινό έχουν η Ελλάδα και η Αργεντινή πέρα από την εδραιωμένη, πλέον, παράδοση κακής μακροοικονομίας;
- Για περισσότερο καιρό από οποιονδήποτε άλλο, υπήρξαν και οι δύο αιχμάλωτες της λεγόμενης παγίδας των μεσαίων εισοδημάτων, σχολιάζει στομ παρακάτω άρθρο του στην γνωστή πολιτική ιστοσελίδα Project Syndicate o Αντρές Βελάσκο, πρώην υπουργός Οικονομικών της Χιλής και υποψήφιος κάποτε για πρόεδρος της χώρας:
Με πολλές χώρες της Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης, και της.. Λατινικής Αμερικής να φοβούνται ότι, έχοντας φτάσει τη διεθνή μεσαία τάξη, ενδέχεται να κολλήσουν εκεί, η Ελλάδα και η Αργεντινή ρίχνουν φως στο πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό, αναφέρει ο καθηγητής στη Σχολή Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Μία πρόσφατη μελέτη από οικονομολόγους του Bard College και την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης κατηγοριοποιεί την παγκόσμια οικονομία βάσει τεσσάρων ομάδων – με τις δύο πρώτες κατηγορίες να απαρτίζονται από χώρες ανώτερων μεσαίων εισοδημάτων (upper middle income) και υψηλών εισοδημάτων (high income) – και καταγράφει τις κινήσεις των χωρών καθώς εισέρχονται και εξέρχονται από τις ομάδες αυτές. Ποιες χώρες υπήρξαν κολλημένες για περισσότερο καιρό από οποιονδήποτε άλλο στην κατηγορία των ανώτερων μεσαίων εισοδημάτων προτού μετακινηθούν στα υψηλά εισοδήματα; Σωστά μαντέψατε: Η Ελλάδα και η Αργεντινή.
Διορθώνοντας τα στοιχεία βάσει των διακυμάνσεων του κόστους διαβίωσης από χώρα σε χώρα, η μελέτη καταλήγει πως 10.750 δολάρια αγοραστικής δύναμης κατά το έτος 1990 είναι το όριο για το κατά κεφαλήν εισόδημα, πέραν του οποίου η χώρα θεωρείται υψηλών εισοδημάτων, ενώ τα 7.250 δολάρια την καθιστούν χώρα ανώτερων μεσαίων εισοδημάτων. (Τα όρια αυτά μπορεί να ακούγονται χαμηλά, αλλά κι η Παγκόσμια Τράπεζα χρησιμοποιεί παρόμοιες οριοθετήσεις).
Μ΄ αυτά τα κριτήρια, η Αργεντινή κατέστη χώρα ανώτερων μεσαίων εισοδημάτων το μακρινό 1970, και στη συνέχεια πέρασε 40 χρόνια κολλημένη στην κατηγορία αυτή, προτού φράσει τα υψηλά εισοδήματα το 2010. Η Ελλάδα εντάχθηκε στη διεθνή ανώτερη μεσαία τάξη το 1972, και στη συνέχεια χρειάστηκε 28 χρόνια έως ότου φτάσει την ομάδα των κορυφαίων εισοδημάτων, το 2000.
Καμία άλλη χώρα που κατέστη χώρα ανώτερων μεσαίων εισοδημάτων μετά το 1950 και στη συνέχεια έκανε τη μετάβαση, δε χρειάστηκε τόσο πολύ καιρό. Μάλιστα, η μέση διάρκεια της μετάβασης αυτής ήταν 14 χρόνια, με οικονομίες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ, να χρειάζονται μόλις επτά έτη.
Τα δεδομένα της μελέτης σταματούν το 2010, ωστόσο τα πράγματα μπορεί κάλλιστα να είναι χειρότερα σήμερα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, η ατέρμονη κρίση της Ελλάδας έχει μειώσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 10% από το 2010, και κατά 18% από το 2007. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ενδέχεται να έχει εκπέσει από την κατηγορία των υψηλών εισοδημάτων τα τελευταία χρόνια.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Αργεντινής έχει αυξηθεί, έστω και με αργούς ρυθμούς, αυτό το διάστημα, αλλά η χώρα ποτέ δεν απείχε και πολύ από μια πλήρους έκτασης μακροοικονομική κρίση που θα μπορούσε να μειώσει απότομα τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Μοιάζει λοιπόν λογικό να συμπεράνουμε ότι και οι δύο χώρες εξακολουθούν να βρίσκονται στην παγίδα των μεσαίων εισοδημάτων.
Τι είδους παγίδα είναι αυτή; Στην Ελλάδα και την Αργεντινή, είναι τόσο πολιτική όσο και οικονομική.
Ξεκινήστε με την πολιτική. Στο βιβλίο τους Why Nations Fail (μτφ.: Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη), οι Daron Acemoglu και James A. Robinson υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες με πολιτικά συστήματα τέτοια που συγκεντρώνουν την εξουσία στα χέρια των λίγων σπάνια υπερέχουν σε καινοτομία και ανάπτυξη, διότι οι καινοτόμοι δεν έχουν καμία εγγύηση πως θα δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους. Και, στο βαθμό που οι «έξω» δεν μπορούν να παράγουν πλούτο, διαθέτουν λίγους πόρους με τους οποίους δύνανται να αμφισβητήσουν την εξουσία των «μέσα»· συνεπώς, τα πολιτικά συστήματα αποκλεισμού είναι ως επί το πλείστον αυτοσυντηρούμενες.
Αυτή είναι μια χρήσιμη αιτιολόγηση για την ύπαρξη της παγίδας της φτώχειας – η οποία αποτελεί και το ερώτημα που επιδιώκει να απαντήσει το βιβλίο – ωστόσο δεν διευκρινίζει γιατί υπάρχει η παγίδα των μεσαίων εισοδημάτων. Η Ελλάδα και η Αργεντινή, στο κάτω-κάτω, είναι δημοκρατίες, έστω κι ατελείς, όπως και οι περισσότερες από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Ανατολικής Ασίας που ανησυχούν μην κολλήσουν στο μεσαίο επίπεδο εισοδημάτων. Η αιτιολόγηση των Acemoglu και Robinson περί μίας μικρής ελίτ που κινεί τα νήματα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα διαφορετικό αφήγημα, βάσει του οποίου μία σειρά πολιτικά ισχυρών ομάδων ασκεί βέτο επί των αποφάσεων που επηρεάζουν τα οικονομικά τους συμφέροντα.
Σκεφτείτε τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους που ασκούν βέτο σε κινήσεις για τη βελτίωση της διαδικασίας είσπραξης φόρων ή για την ενίσχυση της πολιτικής ανταγωνισμού. Αυτό μας βοηθά να εξηγήσουμε γιατί οι ελληνικές και αργεντίνικες κυβερνήσεις καταγράφουν αιωνίως ελλείμματα (μέχρι που εξαντλούνται οι επιλογές δανεισμού και η αναπροσαρμογή είναι πλέον αναπόφευκτη), ή γιατί οι τιμές – όπως και τα κέρδη – είναι υψηλές σε τομείς (για παράδειγμα, τις μεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες) που παρέχουν στους επίδοξους επιχειρηματίες κρίσιμους (αλλά συχνά πολυδάπανους) πόρους.
Ή σκεφτείτε τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα που ασκούν βέτο σε αλλαγές των προνομίων που απολαμβάνουν τα μέλη τους. Αυτό εξηγεί ως ένα σημείο (προσθέστε και λίγη ιδεολογία στο μείγμα) γιατί η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει φτάσει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας προτού συμφωνήσει να περιορίσει τις συντάξεις του δημόσιου τομέα, όπως ζητούν οι εταίροι της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μας βοηθά επίσης να εξηγήσουμε γιατί τόσο η Ελλάδα όσο και η Αργεντινή έχουν υψηλές δημόσιες δαπάνες (αντιστοιχούν σε 46% και 39% του ΑΕΠ, αντίστοιχα), αλλά ισχνές δημόσιες επενδύσεις και απαρχαιωμένες υποδομές.
Αυτή δεν είναι περίπτωση υπερβάλλουσας δημοκρατίας, όπως μερικές φορές ισχυρίζονται κάποιοι συντηρητικοί σχολιαστές, αλλά υστερούσας. Οι υπανάπτυκτοι δημοκρατικοί θεσμοί επιτρέπουν τη λήψη αποφάσεων που είναι ορθολογικές σε ατομικό επίπεδο, αλλά κοντόφθαλμες και επιζήμιες σε συλλογικό.
Και η κακή πολιτική κάνει την κακή οικονομία. Προκειμένου να μεταβούν από το καθεστώς των μεσαίων εισοδημάτων σε αυτό των υψηλών εισοδημάτων, οι χώρες πρέπει να ανακατανείμουν τους πόρους σε τομείς υψηλής παραγωγικότητας και έντασης γνώσεων και δεξιοτήτων. Αυτή είναι μια μετάβαση την οποία η Ελλάδα και η Αργεντινή, με τη χρηματοπιστωτική τους αστάθεια, τις ελλιπείς τους υποδομές, και τα αδύναμα εκπαιδευτικά τους συστήματα, δεν έχουν κάνει ποτέ.
Η Ελλάδα εξάγει προϊόντα διύλισης πετρελαίου, ελαιόλαδο, ακατέργαστο βαμβάκι, και αποξηραμένα φρούτα. Η Αργεντινή εξάγει καλαμπόκι, σόγια, φρούτα και κρασί – καθώς και αυτοκίνητα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων στο υπόλοιπο περιφερειακό εμπορικό μπλοκ Mercosur, όπου απολαμβάνει άφθονη δασμολογική προστασία από τον ανταγωνισμό από τρίτες χώρες.
Σύμφωνα με τον Άτλαντα της Οικονομικής Πολυπλοκότητας (Atlas of Economic Complexity), που αναπτύχθηκε από τον Ricardo Hausmann και τους συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, το χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων και του γνωστικού περιεχομένου των εξαγωγών στην Ελλάδα το 2008 ήταν το μεγαλύτερη σ΄ ένα δείγμα 128 χωρών. Μέχρι το 2013, η Ελλάδα κατατασσόταν 48η στο δείκτη πολυπλοκότητας εξαγωγών του Άτλαντα – μακράν χαμηλότερα από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα της Ευρώπης – ενώ η Αργεντινή κατατασσόταν 67η.
Οι υποτονικές εξαγωγές συνεπάγονται βραδεία ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά του θέτει περιορισμούς στην κοινωνική κινητικότητα και τη διεύρυνση της επιχειρηματικής μεσαίας τάξης. Αυτό βοηθά στη διατήρηση της πολιτικής εξουσίας των εδραιωμένων φορέων που ασκούν βέτο, κλείνοντας την παγίδα. Ίσως ένας ογκώδης τόμος υπό τον τίτλο Why Middle–Income Nations Fail (μτφ.: Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη Μεσαίων Εισοδημάτων) να πει ολόκληρη την ιστορία. Οι κοινωνίες τότε θα καταλάβουν γιατί το καθεστώς των υψηλών εισοδημάτων τούς διαφεύγει – και τι θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά.