- Συνολικά, το ποσοστό που κατέχει πλέον το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) φτάνει, κατά ενδεικτικό μέσο όρο, σε 18,7% μετά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ενώ προηγουμένως ήταν 56,25%.
Συνολικά, το ποσοστό που κατέχει πλέον το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) φτάνει, κατά ενδεικτικό μέσο όρο, σε 18,7% μετά τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ενώ προηγουμένως ήταν 56,25%, όπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα.
Στην Alpha Bank, το ποσοστό του Δημοσίου ήταν 66,24% πριν την τελευταία ΑΜΚ, ενώ σήμερα φτάνει το 11,01% και στην Eurobank πέφτει στο 2,38% από 35,41% που ήταν προηγουμένως. Στην Τράπεζα Πειραιώς το ΤΧΣ διατηρεί πλέον ποσοστό της τάξης του 26,2%, από 66,93% που είχε μέχρι πρότινος, ενώ στην Εθνική Τράπεζα το ποσοστό του φτάνει πλέον περίπου το 40% από 57,2% που ήταν πριν την τελευταία αύξηση.

Η μείωση του ποσοστού του Δημοσίου ήταν σε μεγάλο βαθμό σχεδιασμένη και αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση, με σκοπό ακριβώς να οδηγήσει στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και έτσι να δημιουργηθεί μια αίσθηση εμπιστοσύνης στα διεθνή κεφάλαια, ώστε να δείξουν ενδιαφέρον για συμμετοχή. Ο στόχος επιτεύχθηκε, αφού το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από ξένα κεφάλαια ήταν σημαντικό καλύπτοντας τις ανάγκες σε μεγάλο μέρος και περιορίζοντας έτσι τη συμμετοχή του Κράτους. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά, αφού δείχνει ότι οι διεθνείς αγορές βλέπουν με εμπιστοσύνη το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Είναι ενδεικτικό μάλιστα, ότι προκειμένου να δημιουργηθεί «χώρος» για τα ιδιωτικά κεφάλαια, το ΤΧΣ, θα πάρει κοινές μετοχές μόνο για το 25% των χρημάτων που βάζει στη νέα ανακεφαλαιοποίηση, καθώς για το υπόλοιπο 75% θα λάβει μετατρέψιμα ομόλογα, τα οποία οι τράπεζες θα αποπληρώνουν με υψηλό επιτόκιο.
Συνολικά, το αποτέλεσμα είναι αυτή τη φορά οι τράπεζες να έχουν ενισχύσει τη θέση τους, αφού έχουν καλύψει τα αναγκαία κεφάλαια ακόμα και για το δυσμενές σενάριο, το οποίο περιλαμβάνει ακραία ενδεχόμενα για την εξέλιξη της οικονομίας και των κόκκινων δανείων.
Ήδη η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών και ειδικά η πρόβλεψη για χαμηλότερη έως μηδενική ύφεση φέτος δείχνουν ότι η πραγματικότητα θα κινηθεί μακριά από τα ακραία σενάρια, κάτι που σημαίνει ότι οι συστημικές τράπεζες βρίσκονται σε ιδιαίτερα πλεονεκτική κεφαλαιακή θέση.
Η δεύτερη αιτία για τη μείωση του ποσοστού του ΤΧΣ ήταν οι χαμηλές τιμές στις οποίες έγινε η διάθεση των νέων μετοχών, οι οποίες τροφοδότησαν και την κριτική για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, καθώς οι παλαιές μετοχές, του ΤΧΣ αλλά και των παλαιών ιδιωτών μετόχων, υπέστησαν μεγάλη «αραίωση» και έπεσαν σε χαμηλό ποσοστό σε σχέση με το νέο μετοχικό κεφάλαιο.
Είναι ενδεικτικό ότι το ΤΧΣ είχε βάλει συνολικά στις τράπεζες 25,2 δισ. ευρώ στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση του 2013, ενώ στη δεύτερη, του 2014 είχαν τοποθετηθεί μόνο από ιδιώτες συνολικά 8,3 δισ. ευρώ.
Στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που μόλις ολοκληρώθηκε οι ιδιώτες τοποθέτησαν περί τα 5,7 δισ. ευρώ και απέκτησαν -κατά μέσο όρο, ενδεικτικά- περίπου το 70% του μετοχικού κεφαλαίου.
Η απάντηση που δίνει η κυβέρνηση στην κριτική αυτή αφορά τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις, οι οποίες, όπως λένε κυβερνητικά στελέχη, δεν έλαβαν υπόψιν ούτε τα κόκκινα δάνεια, με αποτέλεσμα να μην είναι αποτελεσματικές και να οδηγήσουν έτσι τελικά στην υποχώρηση των τιμών.
Η εξήγηση αυτή, βέβαια, δεν απαντά στο γεγονός ότι η θέση των τραπεζών, αλλά και η κατάσταση των κόκκινων δανείων επιδεινώθηκε λόγω των capital controls τους τελευταίους μήνες.
Ένα άλλο στοιχείο που επικαλούνται κυβερνητικοί παράγοντες είναι ότι με τον τρόπο που διεξήχθη η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, το ΤΧΣ θα βάλει λίγα κεφάλαια, όχι περισσότερα από 5-6 δισ. στην ανακεφαλαιοποίηση, από 25 δισ. ευρώ που είχαν αρχικά υπολογιστεί, με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνεται ανάλογα το δημόσιο χρέος.
Κριτική, όμως, γίνεται και ως προς το σημείο αυτό, η οποία προέρχεται και από το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, με το σκεπτικό ότι το ΤΧΣ θα μπορούσε να κρατήσει ποσοστο τέτοιο που δεν θα εμπόδιζε μεν την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, αλλά θα έδινε την δυνατότητα στο μέλλον να ανακτήσει περισσότερα χρήματα από την πώληση των πακέτων.
Ειδικά για την περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία για να καλύψει τις κεφαλαιακές ανάγκες της θα χρησιμοποιήσει και έσοδα από την πώληση της θυγατρικής της Finansbank που προϋπολογίζονται σε 3,1-3,3 δισ. ευρώ επισημαίνεται και κάτι άλλο.
Δεδομένου ότι η Finansbank αποτελεί ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για την Εθνική (καλύπτει σχεδόν τα μισά έσοδα του ομίλου, αλλά έχει και προφανή γεωπολιτική σημασία) οι σκεπτικιστές θέτουν το ερώτημα γιατί χρειαζόταν να την χάσει η Εθνική Τράπεζα για να καλύψει περί τα 3 δισ. ευρώ και δεν αναζητήθηκε μια λύση η οποία θα επέτρεπε να καλυφθεί το ισόποσο από τα διαθέσιμα του ΤΧΣ και να διατηρήσει η Εθνική την ιδιοκτησία της Finansbank.
