- Συμβάσεις εργασίας χωρίς δικαιώματα, δίχως άδειες, δώρα Χριστουγέννων ή Πάσχα και λοιπά επιδόματα, όπως τα βαρέα και ανθυγιεινά, και με μισθούς ακόμα και 361 ευρώ τον μήνα, που κανένας ιδιώτης εργοδότης δεν θα τολμούσε να απαιτήσει ακόμα και στο χειρότερο σημείο της κρίσης, προωθούνται με τη βούλα της κυβέρνησης.
Με πρόσχημα την πάταξη της..ανεργίας, οι εργασιακές σχέσεις δοκιμάζονται καθώς στον πρόσφατο νόμο για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου που επεξεργάστηκε, μεταξύ άλλων, το υπουργείο Εργασίας και προσωπικά ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος, αλλά και συναρμόδια υπουργεία, και ο οποίος ψηφίστηκε στις 21 Φεβρουαρίου, ορίζεται με αναδρομική ισχύ ότι στον τομέα του καθαρισμού κτιρίων του Δημοσίου αρχικά, και στη συνέχεια και σε αυτούς της σίτισης και της φύλαξης κρατικών κτιρίων, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2017 ανατρέπονται οι εργασιακές συνθήκες έτσι όπως τις γνωρίζαμε μέχρι στιγμής. Τα ίδια προκύπτουν και από απόφαση του υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξανθού την προηγούμενη Τρίτη 22/3/2016, με την οποία ξεκαθαρίζεται ένα νέο, διαφορετικό και καθόλου ελκυστικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, που όμως αυτή τη στιγμή προέρχεται από μια αριστερή κυβέρνηση.
Ειδικότερα, αίσθηση έχουν προκαλέσει στην εργατοϋπαλληλική κοινότητα της χώρας οι «ατομικές συμβάσεις μίσθωσης έργου» που καλούνται εδώ και λίγες ημέρες να υπογράψουν μεμονωμένοι εργαζόμενοι. Σύμφωνα με σχετική σύμβαση που παρουσιάζει σήμερα το «ΘΕΜΑ» και αφορά στο υπουργείο Υγείας, και πιο συγκεκριμένα στο ΨΝΑ Δρομοκαΐτειο, εδώ και λίγο καιρό συνάπτονται ατομικές συμβάσεις μίσθωσης έργου του ν. 4325/2015. Αφορούν, βάσει του εγγράφου, υπηρεσίες καθαριότητας του νοσοκομείου και των εξωνοσοκομειακών δομών του με αμοιβή που οι παλιοί συνδικαλιστές της Αριστεράς θα την έλεγαν «αμοιβή ντροπής». Ειδικότερα, ορίζεται ότι η εν λόγω σύμβαση έχει δίμηνη διάρκεια (από 1/11/2015 έως 31/12/2015), με πενθήμερη 5ωρη απασχόληση και αμοιβή που ανέρχεται στα 722,44 ευρώ το δίμηνο, ήτοι 361,22 ευρώ τον μήνα. Η πληρωμή αυτών των ανθρώπων θα καταβάλλεται σε δύο δόσεις. Ανάλογες συμβάσεις υπάρχουν και με 8ωρη απασχόληση, αν και, όπως μαθαίνουμε, στόχος της κυβέρνησης είναι μόλις το 20% των συμβάσεων αυτών να έχουν τέτοια μορφή.
Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτών των συμβάσεων όμως, οι οποίες καταστρατηγούν τις συλλογικές συμβάσεις, άρα και τις διαπραγματεύσεις ως μεγαλύτερη υπαλληλική οντότητα, είναι οι επιμέρους όροι. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται ξεκάθαρα ότι ο εργαζόμενος με αυτή τη μορφή εργασιακής σχέσης δεν έχει δικαίωμα άλλης εργασίας παρά την εξωφρενικά χαμηλή αμοιβή του, δεν μπορεί να συνάπτει άλλου τέτοιου είδους συμβάσεις, ενώ ορίζεται ξεκάθαρα ότι «δεν δικαιούται δώρο Χριστουγέννων ή Πάσχα και επίδομα αδείας ή οποιοδήποτε άλλο επίδομα που τυχόν χορηγείται στους/στις εργαζόμενους/νες, δεδομένου ότι η παρούσα είναι σύμβαση έργου και όχι εργασίας».
Μάλιστα ακόμα κι αν υπάρξει για κάποιον λόγο ασθένεια ή κώλυμα, ο εργαζόμενος δεν έχει δικαίωμα ορισμού αντικαταστάτη του, ωστόσο όποιος τελικά τον αντικαταστήσει θα εκτελεί το έργο «για λογαριασμό και ευθύνη του συμβαλλομένου». Ακόμα δε και σε ένα θέμα που ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ είχε θίξει μετ' επιτάσεως, αυτό των καταγγελιών συμβάσεων, βλέπουμε ότι στο Δρομοκαΐτειο ξεκαθαρίζεται ρητά και κατηγορηματικά ότι «καταγγελία της σύμβασης από την Αναθέτουσα Αρχή χωρίς άλλη ειδοποίηση γίνεται σε περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν τηρεί έστω και έναν από τους όρους της σύμβασης, ενώ και το νοσοκομείο διατηρεί το δικαίωμα ορισμού ειδικής επιτροπής παρακολούθησης του προσφερόμενου έργου και πιστοποίησης της καλής του εκτέλεσης».
Σύμφωνα με καταγγελίες που έχουμε στη διάθεσή μας, τέτοιου είδους συμβάσεις, με τις οποίες ουσιαστικά οι εργαζόμενοι υποαπασχολούνται χωρίς να έχουν δικαιώματα, έρχονται να «χτυπήσουν» την αγορά των ιδιωτικών εταιρειών σίτισης, φύλαξης και καθαριότητας, που παρά τις δυσχέρειες και τις συχνές παρανομίες των εργοδοτών απασχολούν εργαζομένους με 14 μισθούς, πλήρη ασφάλιση και δικαιώματα, καθώς και με επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αλλά και καλοκαιρινές άδειες. Αντί επίσης η κυβέρνηση να οριοθετήσει αυτή την ανεξέλεγκτη όντως αγορά και να θέσει όρους, επιχειρεί να τη διαλύσει, προτείνοντας ανάλογες ή ακόμα χειρότερες εργασιακές συνθήκες και αμοιβές, με απώλειες δικαιωμάτων και επιδομάτων.