- Μια εβδομάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και την άγρια αντεπίθεση του Ερντογάν εναντίον των αντιπάλων του, σύννεφα μαζεύονται αυτή τη φορά πάνω από την οικονομία της χώρας.
Εικόνες με τανκς στους..δρόμους, πολεμικά αεροσκάφη να πετάνε πάνω από την Κωνσταντινούπολη και την Αγκυρα, δεκάδες χιλιάδες ύποπτοι να συλλαμβάνονται και να σέρνονται με χειροπέδες στα δικαστήρια, ενώ ένας μαινόμενος όχλος να υποστηρίζεται από τον στρατιωτικό νόμο του Ερντογάν: εθνικοί ή διεθνείς, οι επενδυτές φοβούνται το χειρότερο, ότι δηλαδή η πολιτική κατάσταση θα γίνεται όλο και πιο χαοτική, γράφει η Liberation.
Οι επενδυτές έφυγαν από το χρηματιστήριο
Χωρίς να περιμένουν μια πιθανή εξομάλυνση της κατάστασης, πολλοί επενδυτές προτίμησαν να σηκώσουν τα κεφάλαιά τους, ειδικά από το χρηματιστήριο, το οποίο βυθίστηκε -15% μέσα σε λιγότερο από δέκα ημέρες. Η χώρα που παρουσίασε ανάπτυξη 4% το 2015, σήμερα κινδυνεύει με χάος.
Το σενάριο μιας βίαιης κρίσης
«Οι άμεσες απώλειες στο τουριστικό προϊόν θα επιβραδύνουν σίγουρα την ανάπτυξη το 2016 και το 2017» προβλέπει το Διεθνές Ινστιτούτο Οικονομικών (IFF), ένα λόμπι με έδρα την Ουάσινγκτον, το οποίο εκπροσωπεί 500 τραπεζικά ιδρύματα.
Πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος, οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι η πολιτική κατάσταση της Τουρκίας και η τρομοκρατική απειλή θα μπορούσε να στοιχίσει 8 δις δολάρια στον τουριστικό τομέα, ο οποίος προσφέρει εργασία στο 8% του ενεργού πληθυσμού. Τον περασμένο Μάιο, ο αριθμός των τουριστών είχε πέσει κατά 1/3.
Το σενάριο μιας βίαιης οικονομικής κρίσης γράφεται κάθε ημέρα με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια. Ηδη, φοβούμενοι ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί, οι ντόπιοι και ξένοι επενδυτές απέσυραν τα κεφάλαιά τους από την χώρα. «Το έκαναν μία μόλις ημέρα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα», δηλώνει ανώνυμα ένας τραπεζίτης στην Liberation. Μια απόσυρση κεφαλαίων που σημαίνει πώληση τουρκικών λιρών έναντι δολαρίων ή ευρώ, με επιπλέον την αναπόφευκτη κατάρρευση της αντιστοιχίας συναλλάγματος. Αμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η αύξηση στις τιμές των εισαγωγών. Και ας σημειωθεί ότι η Τουρκία δεν κάθεται πάνω σε κανένα τεράστιο μαξιλάρι δολαρίων, μετά βίας διαθέτει 30 δις δολάρια και λιγότερα ευρώ. Και όταν αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων εισαγωγής, άμεσα θα αυξηθούν και οι τιμές. Με συνέπεια τον πληθωρισμό και την μείωση της αγοραστικής δύναμης των Τούρκων.
Αβέβαιο μέλλον
Η οικονομική κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί ακόμη πιο πολύπλοκη αν ληφθεί υπόψιν ότι στους επόμενους 12 μήνες η Τουρκία πρέπει να ανανεώσει το μισό της χρέος που διακρατείται από τους εξωτερικούς δανειστές της. Και δεν είναι μικρό το ποσό: ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s (S & P) το εκτιμά σε 170 δις δολάρια (168 δις ευρώ), ποσό που αντιστοιχεί στο 1/4 του πλούτου που δημιουργείται ετησίως στην Τουρκία.
Κι εδώ το σενάριο είναι σαν να έχει ήδη γραφεί: σε μια χώρα με πολιτική αστάθεια και οικονομικά καθ'οδόν προς οικονομική επιβράδυνση, το μέλλον δείχνει αβέβαιο. Αν υποτεθεί ότι οι ξένοι ή ντόπιοι επενδυτές δεχτούν να δανείσουν δολάρια ή ευρώ στο τουρκικό κράτος αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, θα το κάνουν απαιτώντας μεγάλη αύξηση στα επιτόκια που θα λάβουν. Αυτή είναι η τιμή του κινδύνου. Και όσο πιο μακρόχρονα είναι τα κρατικά ομόλογα που αγοράζουν (1, 2, 3, 10 χρόνια), τόσο πιο αβέβαιο είναι το μέλλον και τόσο οι δανειστές γίνονται πιο αδηφάγοι.
Αν το τουρκικό κράτος αντιμετωπίσει δυσκολίες για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό του κράτος και αναγκαστεί να δανειστεί, τότε οι κοινωνικές δαπάνες κινδυνεύουν να περικοπούν. Εχοντας συνείδηση όλων αυτών των δυσκολιών, η κυβέρνηση Ερντογάν προσπαθεί να καθησυχάσει. Την τελευταία εβδομάδα, τα φιλοκυβερνητικά μίντια έβγαλαν επιχειρηματίες που εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους στον πρόεδρο Ερντογάν ή και επενδυτές που διαβεβαίωναν ότι θα κρατήσουν και θα πολλαπλασιάσουν τα κεφάλαιά τους στη χώρα. Δήλωναν, μάλιστα, ότι δεν τους ενδιέφερε το γεγονός ότι η Standard and Poor’s έβγαλε κόκκινη κάρτα στην Τουρκία για το χρέος.
Περιέργως, αυτά τα φιλοκυβερνητικά μίντια δεν έδωσαν το λόγο στους μικρούς επιχειρηματίες που υποφέρουν ήδη από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Η υποτίμηση ξεπέρασε το 10% σε έναν μήνα και έχει άμεσες συνέπειες στις επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα.