Πού πάει η χώρα;
Απλώς σέρνεται κι ας ελπίσουμε ότι θα σέρνεται μπροστά.
Τι έλειψε όμως τόσο καιρό για να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά, όπως συνέβη με τις τέσσερις άλλες χώρες της Ε.Ε., που έκαναν το άλμα αυτό;
Αν δεν χαθούμε στις λεπτομέρειες, η ευρεία εικόνα είναι καθαρή.
Το εγχώριο πολιτικό προσωπικό ήταν και παραμένει πιο...άρρωστο και ανεπαρκές από εκείνο των τεσσάρων χωρών. Απέναντι σε μια πολυεπίπεδη κρίση, δεν διαμόρφωσε την κατάλληλη στρατηγική για να υπερβεί τις δυσκολίες. Η χώρα έπεσε στο τέλμα. Εκεί βρίσκεται ακόμα.
Κάθε κρίση, σε οποιοδήποτε πεδίο, στην οικονομία, στην πολιτική, στις διεθνείς σχέσεις κ.λπ. έχει ανάγκη από μια πολυεπίπεδη στρατηγική. Είναι αυτή που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν grand strategy. Αυτό μας θύμιζε ο διάσημος διεθνολόγος A. J. Bacevitch σε ένα διεισδυτικό άρθρο του (25/2) στον «Spectator». Αν και το άρθρο του αφορούσε στις διεθνείς σχέσεις, η προσέγγισή του έχει εύρος πολύ πέρα από τον τομέα του. Έτσι, όταν το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας κλήθηκε να διαχειριστεί το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, καλείτο να εφαρμόσει κάποιας μορφής grand strategy. Έστω και μισερή. Όμως, δεν μπορούσε να την αποκτήσει. Είχε μάθει στα πασαλείμματα. Στο να εξαπατά την κοινωνία και τον εαυτό του.
Ποια στοιχεία καλείτο να διαθέτει αυτή η στρατηγική; Ένα επίπεδό της θα έπρεπε να αφορά στη σχέση με τους δανειστές. Ζωτικό ήταν να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Οι εταίροι δεν θα έπρεπε να κοιτούν ανήσυχοι διαρκώς πίσω από την πλάτη τους, φοβούμενοι ότι θα τους εξαπατούμε. Ένα επόμενο επίπεδο αφορούσε στη σχέση των κυβερνήσεων της κρίσης και της εγχώριας κοινής γνώμης. Για να κερδηθεί η κοινή γνώμη ή έστω να διασφαλισθεί η ανοχή της, επιβαλλόταν να γίνει αυτοκριτική για τις ευθύνες του πολιτικού προσωπικού όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν. Να αποφευχθούν μικροκομματισμοί για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της χώρας. Να λεχθούν σκληρές αλήθειες. Τέλος, ένα ακόμη επίπεδο αφορούσε στην ανάγκη στοιχειώδους συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων. Χωρίς αυτή, η πόλωση θα αποσταθεροποιούσε κάθε προσπάθεια σωτηρίας. Όλα θα κατέληγαν μια τρύπα στο νερό.
Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Οι κυβερνήσεις συμφωνούσαν με τους δανειστές και δεν υλοποιούσαν τις μεταρρυθμίσεις. Οι αντιπολιτεύσεις ήταν ανεύθυνες, λαϊκιστικές, συγκρουσιακές. Αποτελούσαν εστία αστάθειας οδηγώντας τη χώρα σε δύο άκαιρες εκλογικές αναμετρήσεις. Κανείς δεν τόλμησε να πει το αυτονόητο, ότι δηλαδή η ευθύνη για την κρίση δεν ανήκε στα όποια λάθη των δανειστών, αλλά σε διαχρονικές παθογένειες του παραδοσιακού κομματικού συστήματος και του αποτυχημένου κράτους (failed state), που το πρώτο δημιούργησε. Κανείς δεν ομολόγησε ότι μόνοι μας θα έπρεπε να επιθυμούμε μεταρρυθμίσεις και εξυγίανση της οικονομίας με το όποιο προσωρινό πολιτικό κόστος. Με δεδομένη τη στάση αυτή, όλων των κομμάτων, η κοινωνία ήταν φυσικό να αντιδρά στις αλλαγές. Τέλος, η απουσία συναίνεσης, η επιλογή της σύγκρουσης, του «πολέμου» (κυριολεκτικά) στο πολιτικό πεδίο, δηλητηρίασε κάθε προσπάθεια σωτηρίας. Όλα αυτά που δεν έκανε η Ελλάδα, τα έκαναν λίγο - πολύ οι τέσσερις άλλες χώρες. Και βγήκαν από την κρίση.
Προφανώς οι τέσσερις χώρες δεν διαμόρφωσαν επί χάρτου μια λεπτομερή και συγκροτημένη grand strategy. Όμως έφθασαν εκεί εμπειρικά μέσα από τον κοινού νου, τα υγιή ένστικτα του πολιτικού προσωπικού τους και μια στοιχειώδη κουλτούρα συναίνεσης χτισμένη μέσα στον χρόνο. Αντιθέτως η χώρα μας, μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον μόνο statesman που διέθετε η μεταπολίτευση, ξεκίνησε από το 1980 έναν πολιτικό πόλεμο χωρίς έλεος, ελέω του πολιτικού προσωπικού της. Τι δείχνουν όλα αυτά; Ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο από την απουσία μιας στρατηγικής σωτηρίας. Διότι εκείνοι που καλούνται να την ανακαλύψουν είναι βαθύτατα άρρωστοι πολιτικά. Κόμματα και αρχηγοί κομμάτων ανακυκλώνουν την παθογένειά τους. Αυτοί κυβερνούν. Αυτοί αντιπολιτεύονται. Άρα, δεν πρόκειται να διαμορφώσουν μια στρατηγική σωτηρίας της χώρας. Είναι πέρα από τις δυνάμεις τους. Είναι κεντρικός πυλώνας των αδυναμιών τους.
Toυ κ.Γ.Λούλη