- Στο αφήγημα για την επιστροφή μας στις αγορές και σε κάποιου είδους κανονικότητα, πέραν της μεγάλης συζήτησης περί μεταρρυθμίσεων, κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζε -έως τώρα- η υπόθεση της «διευθέτησης» του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Με άλλα λόγια, της διασφάλισης της βιωσιμότητας αυτού του χρέους, ούτως ώστε να μπορέσει να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές επωμιζόμενη μικρότερο «κίνδυνο χώρας» (country risk) και άρα να απολαύσει -ενδεχομένως- χαμηλότερο επιτοκιακό κόστος.
Πρόκειται για μια συζήτηση εν… πολλοίς συμπεφωνημένη μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της, η οποία προβλέπεται να αρχίσει μετά τη λήξη του τρέχοντος μνημονίου και πάντως εφόσον τούτη είναι απαραίτητη, όπως τόσο μονότονα επαναλαμβάνουν οι φίλτατοι Σόιμπλε και Ρέγκλινγκ.
Ακόμη και το «πολύ» ΔΝΤ, το οποίο έθετε ως προϋπόθεση συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα την προηγούμενη εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της χώρας, έβαλε -ευγενικά και ατύπως- στην άκρη τις όποιες ενστάσεις του και μετέθεσε την όλη συζήτηση -πάντα ευγενικά και πάντα ατύπως- για μετά τις γερμανικές εκλογές.
Τούτες, ως γνωστόν διεξήχθησαν χθες, με μάλλον πτωχά αποτελέσματα για το έως τώρα κραταιό πολιτικό κατεστημένο της φίλης και δανείστριας χώρας.
Η κα Μέρκελ μπορεί δικαίως να θεωρεί ότι διαθέτει τη λαϊκή εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης, όμως είναι αντιμέτωπη με μία δύσκολη εξίσωση για την ευόδωση του εγχειρήματος.
Ο έως τώρα κυβερνητικός «παρτνέρ» της, Μ. Σουλτς, των Σοσιαλδημοκρατών, είπε ότι έλαβε και αυτός το «μήνυμα» των εκλογών, το οποίο ερμήνευσε ως λαϊκή εντολή να μη συμμετάσχει στην όποια κυβέρνηση επιχειρήσει να σχηματίσει η κα Μέρκελ, η οποία ηγείται των Χριστιανοδημοκρατών.
Υπό το πρίσμα αυτό αλλά και του ραπίσματος που συνεπάγεται το χθεσινό αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών για τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας της χώρας αυτής, η υπόθεση σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία εκτιμάται ότι μπορεί να διαρκέσει έως και τα Χριστούγεννα.
Στην ακραία περίπτωση, δε, που τούτη δεν τελεσφορήσει, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο και νέας προσφυγής στις κάλπες, αν και οι πιθανότητες για αυτό εκτιμώνται ως χαμηλές.
Όπως και να έχει, η συζήτηση για το ελληνικό χρέος που ελπιζόταν να αρχίσει, έστω υποτονικά και ατύπως, «μετά τις γερμανικές εκλογές», μετατίθεται τουλάχιστον για το επόμενο έτος.
Δεν ήταν τυχαία, εξάλλου, και η σχεδόν ταυτόσημη «διαπίστωση» των φίλτατων Σόιμπλε και Ρέγκλινγκ ότι… «έχουμε χρόνο για αυτά».
Μία διαπίστωση η οποία θεωρούνταν ως άμεσα συναρτημένη τόσο με τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, όσο και με την ανταπόκριση της ελληνικής πλευράς σε ό,τι αφορά στις μεταρρυθμιστικές της δεσμεύσεις.
Πλέον, οι λόγοι για το «έχουμε χρόνο για αυτά», είναι κατά τι σαφέστεροι.
Το ατυχές στην όλη υπόθεση είναι ότι όντως ο χρόνος είναι χρήμα.
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, δεδομένης της εκπνοής του τρέχοντος προγράμματος το επόμενο καλοκαίρι, καθώς η χρονική μετάθεση της συζήτησης για το χρέος, ή τουλάχιστον της προεργασίας επί του τρόπου διευθέτησής του, συνεπάγεται ένα πιο δύσβατο μονοπάτι για τη χώρα μας στις διεθνείς αγορές.
Σε όποιον, δε, αναρωτιέται «τι θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα» έναντι όλων αυτών, η υπενθύμιση δεν μπορεί να είναι άλλη παρά το έτερο σκέλος της συζήτησης σχετικά με την επιστροφή μας σε κάποιου είδους κανονικότητα: τις μεταρρυθμίσεις.
Διαφορετικά, θα πρέπει να θυμηθούμε άπαντες τους στίχους του Μποστ, διά στόματος Μπιθικώτση για τη νήσο των Αζόρων και την ατυχή κατάληξη του νεαρού ζεύγους που είχε ναυαγήσει εκεί: «αργότερα, αργότερα, πλησίασαν δυο κότερα»…
Toυ κ.Ν.Γ.Δρόσου