Τι αναφέρει το ΥΠΟΙΚ για την αξία των φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές στον υπό χάραξη Πολυετή Προϋπολογισμό 2019-2022.
Η κυβέρνηση προβλέπει ότι το 2022 η αξία των φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές, δηλαδή των φόρων που επωμίζονται οι επιχειρήσεις, θα είναι κατά 3 δισ. ευρώ υψηλότερη από ότι ήταν το 2017. Και τούτο παρά την υπόθεση ότι θα έχει καταφέρει να εφαρμόσει όχι μόνο τα μέτρα του 2019-2020 (δηλαδή και την μείωση του αφορολόγητου), αλλά και τα αντίμετρα των φορο-μειώσεων και των αυξήσεων των επενδύσεων.
Εκτιμάται ότι η αξία των φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές θα φτάσει στα 29,13 δισ. ευρώ το 2022, από 26,3 δισ. ευρώ πέρυσι και 27, 2 δισ. ευρώ φέτος. Δεν διευκρινίζεται προφανώς αν αυτή η αύξηση στα έσοδα προέρχεται από νέους φόρους ή απλά από προβλέψεις περί αυξημένης φοροδοτικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση όμως οι αριθμοί δείχνουν ότι τα χρήματα τα οποία θα πρέπει να πληρώσει ο επιχειρηματικός κόσμος στο κράτος θα αυξηθούν.
Η εγκύκλιος
Οι προβλέψεις περιλαμβάνονται στο βασικό σενάριο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 - 2022 η εγκύκλιος για το οποίο εστάλη χθες σε όλους τους φορείς του στενού και του "ευρύτερου" δημόσιου από τον αρμόδιο Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη με στόχο να υπάρξουν άμεσες απαντήσεις μέσα στο Μάρτιο και να προχωρήσει η διαδικασία σύνταξής του. Προβλέπει χαμηλές πτήσεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 2,3% το 2018, κατά 2,5% το 2019 και 1,8% το 2022. Σύμφωνα με τους αναλυτικούς πίνακες που είναι προσαρτημένοι στην εγκύκλιο, το Υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι η ανάπτυξη και γενικότερα οι υπόλοιποι δείκτες το 2022 θα επιστρέψουν σε επίπεδα κοντά σε αυτά του 2011, δηλαδή όταν η Ελλάδα βρισκόταν στα μέσα της κρίσης.
Όσο για την επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση δεν είναι ακόμα ορατή. Και τούτο όταν το σχέδιο ανάπτυξης (που θα έπρεπε να έχει ανακοινωθεί εδώ και... χρόνια) θα στόχευε την επιστροφή της οικονομίας στα προ κρίσης επίπεδα λίγο μετά το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε.
Υπεραισιόδοξοι για τις εξαγωγές παρά τις παγωμένες επενδύσεις
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η χαμηλότερη των αρχικών προβλέψεων αυτή ανάπτυξη βασίζεται σε μία υπεραισιόδοξη πρόβλεψη για αύξηση των εξαγωγών από τα 59 δισ. ευρώ το 2017 στα 77,3 δισ. ευρώ το 2022, δηλαδή σε επίπεδα τα οποία είναι πολύ υψηλότερα από οποιαδήποτε επίδοση της Ελλάδας στο παρελθόν.
Και τούτο όταν στο επενδυτικό πεδίο οι επιδόσεις δεν αναμένονται ανάλογες. Από κρατικής πλευράς οι επενδύσεις αναμένονται σχεδόν παγωμένες (από τα 6,038 δισ. ευρώ το 2017 θα αυξηθούν στα 6,9 δισ. ευρώ το 2019 και θα παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα έως και το 2022).
Αλλά και οι συνολικές επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν από τα 22,4 δισ. ευρώ το 2017, στα 38,3 δισ. ευρώ το 2022. Δηλαδή αναμένεται να επιστρέψουν κοντά στα επίπεδα του 2011 και πολύ μακριά από τα 60 δισ. ευρώ που είχαν αξία την προ κρίσης περίοδο.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στα κέρδη των επιχειρήσεων και των άλλων ιδιωτικών φορέων. Το λεγόμενο "ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα" από τα 91,6 δισ. ευρώ το 2017, αναμένεται να αυξηθεί στα 94,4 δισ. ευρώ φέτος, στα 108,8 δισ. ευρώ το 2021 και στα 113,4 δισ. ευρώ το 2022, δηλαδή σε επίπεδα ανάλογα με αυτά του 2011.
Πολύ βραδύτερη ωστόσο θα είναι η βελτίωση των αμοιβών των εργαζομένων: θα επιστρέψουν σε επίπεδα 2012, δηλαδή στα 71,5 δισ. ευρώ το 2022, πολύ μακριά από τα προ κρίσης επίπεδα.
Η εγκύκλιος αναφέρει επίσης ότι οι επενδύσεις σε ρυθμό μεταβολής μετά από μία διψήφια αύξησή τους φέτος (κατά 13,1%) θα έχουν επίσης επιβραδυνόμενο ρυθμό αύξησης (προς το 7% το 2022 από 9,6% το 2017). Και τούτο ενδεχομένως να συνδέεται με την πρόβλεψη στα όρια δαπάνης ανά κατηγορία της διατήρησης του ΠΔΕ "παγωμένου" τα έτη 2019-2022 στα 7,3 δισ. ευρώ (για φέτος υπολογίζεται στα 6,75 δισ. ευρώ).
Καταγράφεται επίσης μείωση της ανεργίας από το 21,4% το 2017 στο 19,9% φέτος και στο 14,1% του εργατικού δυναμικού το 2022. Επιβράδυνση καταγράφει στην πορεία αύξησης της απασχόλησης (κατά 2,1% το 2017, κατά 1,7% φέτος και μόλις κατά 0,9% το 2022), αλλά και στην αύξηση του αριθμού των μισθωτών.
capital