Toυς τελευταίους μήνες, ολοένα και περισσότερο διατυπώνεται, από διάφορες κατευθύνσεις, η άποψη ότι η στρατηγική που ακολούθησε η Ελλάδα έναντι του ανατολικού γείτονά της για δεκαετίες δεν μπορεί να παραμένει πια η ίδια.
Εχει ακυρωθεί, άλλωστε, στην πράξη.
Οι αποφάσεις του Ελσίνκι ανήκουν πλέον στην αξιολόγηση των ιστορικών, ενώ η διευρυνόμενη απόκλιση των δύο πλευρών του Αιγαίου σε σειρά δεικτών, από τον πληθυσμιακό, τον οικονομικό, τον τεχνολογικό και τον στρατιωτικό, υπογραμμίζουν το ευκρινές χάσμα που υπάρχει σε σχέση με όσα επικρατούσαν προ είκοσι ετών.
Το χάσμα μπορεί να μειωθεί ώς ένα βαθμό και μέχρι κάποιο σημείο. Η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει ένοπλες δυνάμεις του μεγέθους της Τουρκίας, ούτε και κάτι τέτοιο είναι θεμιτό. Μπορεί, όμως, μέσα από την έστω σταδιακή και αργοπορημένη χάραξη εθνικής πολιτικής τεχνολογίας να συνδυάσει την πολυπόθητη ανάγκη για αλλαγή και εκσυγχρονισμό του παρωχημένου αναπτυξιακού μοντέλου που επικρατεί στη χώρα, με την παράλληλη παραγωγή οπλικών συστημάτων με αυξημένες δυνατότητες αποτροπής.
Δεδομένου του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο θυμίζει περισσότερο το τέλος του 19ου αιώνα, με τη διαφορά ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Δύση είναι ξεκάθαρα σε στρατηγική αποδρομή από το «κέντρο του κόσμου», ένα κράτος που θέλει να παραμείνει ουσιαστικά (και όχι μόνον κατ’ όνομα) ανεξάρτητο, πρέπει να αποκτήσει ευρύ δίκτυο συμμαχιών και να μην επαναπαύεται στα «soft politics» που παράγουν κατά τόνους οι διάφορες γραφειοκρατίες, περιλαμβανομένης εκείνης των Βρυξελλών. Μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική θα ήταν πραγματικά ευχής έργον, ωστόσο προς το παρόν δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα.
Ολες αυτές είναι διεργασίες που θα παραγάγουν αποτελέσματα σε κάποιο βάθος χρόνου. Βραχυπρόθεσμα, εκείνο που έχει σημασία είναι η σοβαρότητα που εκπέμπει το πολιτικό σύστημα για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό αφορά, προφανώς, τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στην εξωτερική πολιτική, υπάρχει ο άγραφος κανόνας των πραγμάτων που λέγονται αλλά δεν γίνονται κι εκείνων που γίνονται αλλά δεν λέγονται, όπως ευφυώς είχε διατυπώσει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ως εκ τούτου, οι πολλές αντιπαραθέσεις δεν ωφελούν καμία κατεστημένη πολιτική δύναμη, πολύ περισσότερο, δεν ωφελούν τη χώρα.
του κ.Β.Νέδου
Εχει ακυρωθεί, άλλωστε, στην πράξη.
Οι αποφάσεις του Ελσίνκι ανήκουν πλέον στην αξιολόγηση των ιστορικών, ενώ η διευρυνόμενη απόκλιση των δύο πλευρών του Αιγαίου σε σειρά δεικτών, από τον πληθυσμιακό, τον οικονομικό, τον τεχνολογικό και τον στρατιωτικό, υπογραμμίζουν το ευκρινές χάσμα που υπάρχει σε σχέση με όσα επικρατούσαν προ είκοσι ετών.
Το χάσμα μπορεί να μειωθεί ώς ένα βαθμό και μέχρι κάποιο σημείο. Η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει ένοπλες δυνάμεις του μεγέθους της Τουρκίας, ούτε και κάτι τέτοιο είναι θεμιτό. Μπορεί, όμως, μέσα από την έστω σταδιακή και αργοπορημένη χάραξη εθνικής πολιτικής τεχνολογίας να συνδυάσει την πολυπόθητη ανάγκη για αλλαγή και εκσυγχρονισμό του παρωχημένου αναπτυξιακού μοντέλου που επικρατεί στη χώρα, με την παράλληλη παραγωγή οπλικών συστημάτων με αυξημένες δυνατότητες αποτροπής.
Δεδομένου του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο θυμίζει περισσότερο το τέλος του 19ου αιώνα, με τη διαφορά ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Δύση είναι ξεκάθαρα σε στρατηγική αποδρομή από το «κέντρο του κόσμου», ένα κράτος που θέλει να παραμείνει ουσιαστικά (και όχι μόνον κατ’ όνομα) ανεξάρτητο, πρέπει να αποκτήσει ευρύ δίκτυο συμμαχιών και να μην επαναπαύεται στα «soft politics» που παράγουν κατά τόνους οι διάφορες γραφειοκρατίες, περιλαμβανομένης εκείνης των Βρυξελλών. Μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική θα ήταν πραγματικά ευχής έργον, ωστόσο προς το παρόν δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα.
Ολες αυτές είναι διεργασίες που θα παραγάγουν αποτελέσματα σε κάποιο βάθος χρόνου. Βραχυπρόθεσμα, εκείνο που έχει σημασία είναι η σοβαρότητα που εκπέμπει το πολιτικό σύστημα για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό αφορά, προφανώς, τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στην εξωτερική πολιτική, υπάρχει ο άγραφος κανόνας των πραγμάτων που λέγονται αλλά δεν γίνονται κι εκείνων που γίνονται αλλά δεν λέγονται, όπως ευφυώς είχε διατυπώσει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ως εκ τούτου, οι πολλές αντιπαραθέσεις δεν ωφελούν καμία κατεστημένη πολιτική δύναμη, πολύ περισσότερο, δεν ωφελούν τη χώρα.
του κ.Β.Νέδου