Σε κείμενο - παρέμβαση τοποθετήθηκαν 55 ακαδημαϊκοί ψυχολόγοι από την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, για το θέμα της αναδοχής και υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.
Στην παρέμβασή τους αναφέρουν:
Ως πανεπιστημιακοί της Ελλάδας και του εξωτερικού στον ευρύτερο χώρο της ψυχολογίας, επιθυμούμε να συνδράμουμε στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με την αναδοχή αλλά και την υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, με την παρακάτω τοποθέτηση, η οποία βασίζεται αυστηρά στην επιστημονική βιβλιογραφία και είναι σε συμφωνία με τις δημόσιες τοποθετήσεις της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής (βλ. https://goo.gl/2yqcF2).
Η ανασκόπηση της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας καταλήγει στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων δεν έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού, στην ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή. Δεν έχουν βρεθεί διαφορές αναφορικά με κρίσιμους παράγοντες, όπως η αυτοεκτίμηση, το άγχος, η κατάθλιψη και τα προβλήματα συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί ότι τα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων δεν αναπτύσσονται το ίδιο καλά σε σχέση με τα παιδιά ετεροφυλόφιλων γονέων, δεν βρίσκουν υποστήριξη στην επιστημονική ερευνητική βιβλιογραφία. Αντίθετα, τα επιστημονικά ευρήματα συμφωνούν στο ότι οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι είναι τόσο κατάλληλοι και ικανοί ως γονείς όσο είναι και οι ετεροφυλόφιλοι. Επιπρόσθετα, η εμπειρική έρευνα δεν υποστηρίζει την αντίληψη ότι η ανατροφή από ομοφυλόφιλο γονέα επηρεάζει την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου του παιδιού, ενώ δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα ότι η παρουσία τόσο του αντρικού όσο και του γυναικείου προτύπου στο σπίτι προάγει την προσαρμογή και ευεξία παιδιών και εφήβων.
Εκατοντάδες μελέτες που διεξήχθησαν τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν οδηγήσει σε συμφωνία σε ό,τι αφορά τους παράγοντες που σχετίζονται με την υγιή προσαρμογή των παιδιών και των εφήβων. Οι τρεις πιο σημαντικοί είναι: (1) η ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού, (2) η ποιότητα των σχέσεων των σημαντικών ενηλίκων στη ζωή του παιδιού ή του εφήβου (για παράδειγμα οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς) και (3) οι οικονομικοί και άλλοι πόροι που είναι στη διάθεση του παιδιού ή του εφήβου. Οι παράγοντες αυτοί φαίνεται να είναι οι ίδιοι ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό των γονέων. (Bιβλιογραφία που υποστηρίζει τα παραπάνω συμπεράσματα βρίσκεται εδώ: goo.gl/YeyPxm).