Σύμφωνα με το Σύνταγμα και τα όσα υποστηρίζουν οι βουλευτές και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ καθημερινώς, οι εκλογές θα γίνουν τον Οκτώβριο του 2019.
Πολύ ωραία, ας δεχθούμε ότι έτσι θα γίνει.
Με αυτήν την παραδοχή δεδομένη, οφείλει κάποιος να ρίξει μία ματιά στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που καλλιεργείται στην χώρα.
Η κυβέρνηση και ο επικεφαλής της, εγγράφως και προφορικώς, δυναμιτίζουν καθημερινώς την όποια συζήτηση, κατασκευάζουν εχθρούς στο πολιτικό, επιχειρηματικό και δημοσιογραφικό πεδίο, βλέπουν όλες τις φιλόδοξες δεσμεύσεις τους να διαψεύδονται άμα τη ανακοινώσει τους και υπόσχονται εν κενώ την επιστροφή στην κανονικότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, επιστροφή στην κανονικότητα δεν υπάρχει.
Ακόμη και αν ο κ. Τσίπρας σκοπεύει να παρατείνει την παραμονή του στο Μέγαρο Μαξίμου έως το τέλος, πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τίποτε από όσα εξαγγέλλει. Και όσο θα προσπαθεί να οδηγήσει το παιχνίδι στην παράταση, τόσο θα εντείνεται και ο παροξυσμός στην ρητορική και στην πρακτική της κυβέρνησης.
Επιστροφή στις αγορές και «καθαρή έξοδος» σε περιβάλλον σχεδόν εμφυλιοπολεμικό δεν συμβαδίζουν. Το πολιτικό ρίσκο είναι άλλωστε πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους με βάση την οποία κοστολογούν οι αγορές.
Συνεπώς, όσο περνούν οι εβδομάδες και ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναμπαίνει στα χαρακώματα, το περιβόητο στρατήγημά του για την περίοδο ανάπτυξης, ευημερίας και εθνικής ψυχικής ανάτασης αυτοδιαψεύδεται και ακυρώνεται.
Θα ήταν αφελές να πιστεύει κάποιος ότι αυτή η κυβέρνηση θα οδηγηθεί στις κάλπες υπό ομαλές συνθήκες. Το πιθανότερο είναι ότι η μοναδική τακτική επιλογή που της έχει απομείνει είναι αυτή που ξεδιπλώνεται πλέον καθημερινώς και στην οποία έχουν οδηγηθεί στο παρελθόν και άλλες κυβερνήσεις στην ίδια κατάσταση: τοξικότητα, ρουσφετολογία, έξαψη κοινωνικών και πολιτικών παθών.
Υπό αυτές τις συνθήκες το μέλημα και ο στόχος πλέον δεν μπορεί να είναι ούτε η πρόοδος της χώρας, ούτε η επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι η διαμόρφωση μίας συνθήκης γενικευμένης κοινωνικής έντασης, προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά ακόμη και έπειτα από μία εκλογική ήττα. Αν η επιδίωξη αυτή συνεχιστεί για ενάμιση ακόμη χρόνο, μπορούμε όλοι να φανταστούμε τι πληγές θα έχουν ανοίξει και πόσο δύσκολο θα είναι να επουλωθούν.
Το αν θα πληρώσει κανείς και ποιος θα αναλάβει τις ευθύνες για όλα αυτά είναι μία συζήτηση που κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει. Μακάρι να μην χρειαστεί, αλλά αυτό θα κριθεί κατά βάση από την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών...
Πολύ ωραία, ας δεχθούμε ότι έτσι θα γίνει.
Με αυτήν την παραδοχή δεδομένη, οφείλει κάποιος να ρίξει μία ματιά στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που καλλιεργείται στην χώρα.
Η κυβέρνηση και ο επικεφαλής της, εγγράφως και προφορικώς, δυναμιτίζουν καθημερινώς την όποια συζήτηση, κατασκευάζουν εχθρούς στο πολιτικό, επιχειρηματικό και δημοσιογραφικό πεδίο, βλέπουν όλες τις φιλόδοξες δεσμεύσεις τους να διαψεύδονται άμα τη ανακοινώσει τους και υπόσχονται εν κενώ την επιστροφή στην κανονικότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, επιστροφή στην κανονικότητα δεν υπάρχει.
Ακόμη και αν ο κ. Τσίπρας σκοπεύει να παρατείνει την παραμονή του στο Μέγαρο Μαξίμου έως το τέλος, πιθανότατα δεν θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τίποτε από όσα εξαγγέλλει. Και όσο θα προσπαθεί να οδηγήσει το παιχνίδι στην παράταση, τόσο θα εντείνεται και ο παροξυσμός στην ρητορική και στην πρακτική της κυβέρνησης.
Επιστροφή στις αγορές και «καθαρή έξοδος» σε περιβάλλον σχεδόν εμφυλιοπολεμικό δεν συμβαδίζουν. Το πολιτικό ρίσκο είναι άλλωστε πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους με βάση την οποία κοστολογούν οι αγορές.
Συνεπώς, όσο περνούν οι εβδομάδες και ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναμπαίνει στα χαρακώματα, το περιβόητο στρατήγημά του για την περίοδο ανάπτυξης, ευημερίας και εθνικής ψυχικής ανάτασης αυτοδιαψεύδεται και ακυρώνεται.
Θα ήταν αφελές να πιστεύει κάποιος ότι αυτή η κυβέρνηση θα οδηγηθεί στις κάλπες υπό ομαλές συνθήκες. Το πιθανότερο είναι ότι η μοναδική τακτική επιλογή που της έχει απομείνει είναι αυτή που ξεδιπλώνεται πλέον καθημερινώς και στην οποία έχουν οδηγηθεί στο παρελθόν και άλλες κυβερνήσεις στην ίδια κατάσταση: τοξικότητα, ρουσφετολογία, έξαψη κοινωνικών και πολιτικών παθών.
Υπό αυτές τις συνθήκες το μέλημα και ο στόχος πλέον δεν μπορεί να είναι ούτε η πρόοδος της χώρας, ούτε η επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι η διαμόρφωση μίας συνθήκης γενικευμένης κοινωνικής έντασης, προκειμένου να επιβιώσει πολιτικά ακόμη και έπειτα από μία εκλογική ήττα. Αν η επιδίωξη αυτή συνεχιστεί για ενάμιση ακόμη χρόνο, μπορούμε όλοι να φανταστούμε τι πληγές θα έχουν ανοίξει και πόσο δύσκολο θα είναι να επουλωθούν.
Το αν θα πληρώσει κανείς και ποιος θα αναλάβει τις ευθύνες για όλα αυτά είναι μία συζήτηση που κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει. Μακάρι να μην χρειαστεί, αλλά αυτό θα κριθεί κατά βάση από την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών...