Η ηλεκτρονική έκδοση του «Guardian» αποκάλυψε πως οι συζητήσεις για τη μετα-Brexit συμφωνία Λονδίνου-Βρυξελλών θα ξεκινήσουν στις 3 Μαρτίου, με στόχο να έχουν ολοκληρωθεί ως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Ωστόσο, εσωτερικό έγγραφο της Ε.Ε., που επικαλείται η αγγλική εφημερίδα, προειδοποιεί ότι χωρίς συμφωνία στο τέλος του έτους οι σχέσεις των δύο ακτών της Μάγχης κινδυνεύουν να οδηγηθούν στον γκρεμό και μάλιστα χωρίς δυνατότητα επιστροφής στο προ Brexit καθεστώς.
Αυτή τη στιγμή στη βρετανική ΑΟΖ και στα βρετανικά χωρικά ύδατα μπορούν να ψαρεύουν αλιείς όχι μόνο από τη Γαλλία και την Ιρλανδία, αλλά και από Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία, ακόμη και από την Ισπανία – κοντολογίς όλοι οι εταίροι που βρέχονται από τον Ατλαντικό και τη Βόρεια Θάλασσα. Οι Βρετανοί, όμως, διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους ότι «θα αποκαταστήσουν τον έλεγχο στη ζώνη αλιείας που τους ανήκει», υπονοώντας ότι δεν θα επιτρέπουν σε άλλες χώρες να εκμεταλλεύονται τα αλιεύματα σε μια ΑΟΖ ακτίνας 200 ναυτικών μιλίων, που περιλαμβάνει τις περιοχές με τις μεγαλύτερες ποσότητες ψαριών στη Βόρεια Θάλασσα. Το ζήτημα ωστόσο είναι νομικά περίπλοκο, καθώς η οριοθέτηση της βρετανικής ΑΟΖ έγινε μετά την ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ, το 1973.
Μέχρι το τέλος του 2020 θα ισχύουν οι μεταβατικές διατάξεις του Brexit και σε αυτό το πλαίσιο η Ε.Ε. επιδιώκει να κλείσει το κεφάλαιο της αλιείας ως την 1η Ιουλίου. Αυτό όμως θεωρείται δύσκολο, καθώς οι θέσεις των δύο πλευρών απέχουν πολύ μεταξύ τους. Σύμφωνα με την Deutsche Welle, στόχος των Βρυξελλών είναι να παραμείνει ει δυνατόν το σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο, κάτι στο οποίο οι Βρετανοί στυλώνουν τα πόδια.
Εχοντας πάρει τοις μετρητοίς τις διακηρύξεις του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον και των άλλων Brexiters, θέλουν να απαλλαγούν από τους ποικίλους περιορισμούς της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής. Αυτοί αφορούν την προστασία της αναπαραγωγικής ικανότητας των ιχθυοπληθυσμών, τις επιτρεπόμενες ποσότητες αλιείας κάθε κράτους-μέλους βάσει κριτηρίων, τις νόρμες για τον εξοπλισμό των σκαφών (π.χ. πάχος νήματος στα δίχτυα) κ.ο.κ.
Παρότι τα έσοδα από την αλιεία δεν υπερβαίνουν το 0,12% του βρετανικού ΑΕΠ, η υπόθεση έχει υψηλό εθνικό συμβολισμό για τη χώρα και τα βρετανικά ΜΜΕ προαναγγέλλουν νέο «πόλεμο του μπακαλιάρου» στη Βόρεια Θάλασσα. Ο όρος παραπέμπει στην… απειλή πολέμου του Λονδίνου κατά της Ισλανδίας τη δεκαετία του ’50 επειδή επέκτεινε μονομερώς τις θαλάσσιες ζώνες της και στα σοβαρά επεισόδια που σημειώνονται έως και τις μέρες μας ανάμεσα σε αγγλικές και γαλλικές μηχανότρατες, με εμβολισμούς, σκισίματα διχτυών, πέτρες, κροτίδες και πλούσιο υβρεολόγιο. Πρόσφατα μάλιστα η γαλλική κυβέρνηση απείλησε ότι θα στείλει… το Πολεμικό Ναυτικό και ο Εμανουέλ Μακρόν ορκίστηκε να υπερασπιστεί τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα που απορρέουν από την αλιεία.
Οι ελπίδες για ειρηνική έκβαση του «πολέμου του μπακαλιάρου» έγκεινται στο γεγονός ότι το 70% των βρετανικών αλιευμάτων εξάγονται στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Ο επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Αλιέων Ανοιχτής Θάλασσας, Ούβε Ρίχτερ, πρότεινε μάλιστα να εκβιαστεί η Βρετανία με αποκλεισμό από την ευρωπαϊκή αγορά αν δεν επιτρέψει στις γερμανικές και άλλες μηχανότρατες να ψαρεύουν στην ΑΟΖ της. Οι Γερμανοί ψαράδες έχουν κάθε λόγο να αγωνιούν, καθώς οι περίπου 40.000 τόνοι ρέγγας που επεξεργάζονται κάθε χρόνο σε μονάδες της Βόρειας Θάλασσας αλιεύονται σχεδόν αποκλειστικά σε βρετανικά νερά.