Τους τρεις μήνες από τότε που ο νέος κορωνοϊός άρχισε τη θανατηφόρα εξάπλωσή του, η Κίνα, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες διανύουν έναν μαραθώνιο για την ανάπτυξη του εμβολίου. Συνεργασία υπάρχει σε πολλά επίπεδα - και μεταξύ των εταιρειών που είναι συνήθως σκληροί ανταγωνιστές.
Παραταύτα, μία σκιά εθνικιστικής προσέγγισης υπάρχει σε αυτήν την προσπάθεια. Η εθνικιστική προσέγγιση θα μπορούσε να δώσει στον «νικητή» την ευκαιρία να ευνοήσει τον δικό του πληθυσμό και ενδεχομένως να κερδίσει το προβάδισμα στην αντιμετώπιση των οικονομικών και γεωστρατηγικών συνεπειών της κρίσης, επισημαίνουν σε δημοσίευμά τους οι «New York Times».
Αυτό που ξεκίνησε ως αγώνας δρόμου για το ποιος θα κερδίσει το επιστημονικό βραβείο, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και τελικά τα έσοδα από ένα επιτυχημένο εμβόλιο έγινε ξαφνικά ένα ευρύτερο ζήτημα επείγουσας εθνικής ασφάλειας. Και πίσω από τον αγώνα αυτό κρύβεται μία σκληρή πραγματικότητα: όποιο νέο εμβόλιο αποδειχθεί αποτελεσματικό κατά του Covid-19 - οι κλινικές δοκιμές βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και την Ευρώπη ήδη - είναι βέβαιο ότι δεν θα επαρκεί, καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι οι δικοί τους πολίτες θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή.
Στην Κίνα, 1.000 επιστήμονες εργάζονται στην ανάπτυξη του εμβολίου. Οι ερευνητές, οι οποίοι συνεργάζονται με την Ακαδημία Στρατιωτικών Ιατρικών Επιστημών, έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιτυχία και προσλαμβάνουν εθελοντές για κλινικές δοκιμές.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει πραγματοποιήσει συναντήσεις με στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών για να βεβαιωθεί ότι το εμβόλιο θα αναπτυχθεί σε αμερικανικό έδαφος – και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ελέγχουν τις προμήθεις. Γερμανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι εκτίμησαν ότι ο Τραμπ προσπάθησε να προσελκύσει μια γερμανική εταιρεία, την CureVac, για να διεξαγάγει την έρευνα και την παραγωγή, εάν το κάνει, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εταιρεία αρνήθηκε ότι δέχτηκε προσφορά εξαγοράς, αλλά ο κύριος επενδυτής κατέστησε σαφές ότι υπήρξε κάποια προσέγγιση.
Η αναφορά και μόνο της αμερικανικής προσέγγισης ήταν αρκετή για να παρακινήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δεσμευτεί για ακόμη 85 εκατομμύρια δολάρια προς την εταιρεία, η οποία έχει ήδη υποστήριξη από μια ευρωπαϊκή κοινοπραξία εμβολίων.
Την ίδια ημέρα, μια κινεζική εταιρεία προσέφερε 133,3 εκατομμύρια δολάρια για εξαφορά μετοχικού μεριδίου άλλης γερμανικής εταιρείας ανάπτυξης εμβολίων, της BioNTech.
«Υπήρξε μια κλήση παγκόσμιας αφύπνισης ώστε η βιοτεχνολογία να καταστεί στρατηγική βιομηχανία για τις κοινωνίες μας», επισημαίνει ο Φρίντριχ φον Μπόχλεν, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας χαρτοφυλακίου που κατέχει το 82% της CureVac.
Όπως τα κράτη επιμένουν στην οικοδόμηση των δικών τους αεροσκαφών, των drones και των κυβερνοόπλων, δεν θέλουν να εξαρτώνται από μία ξένη δύναμη για να έχουν πρόσβαση σε φάρμακα απαραίτητα σε μια κρίση.
Έπειτα από δύο δεκαετίες ανάθεσης της παραγωγής φαρμάκων στην Κίνα και την Ινδία, «θέλεις πλέον όλη τη διαδικασία παραγωγής κοντά σου», προσθέτει με νόημα ο φον Μπόχλεν.
Ορισμένοι ειδικοί αντιμετωπίζουν αυτόν τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό ως υγιή, εφόσον όποιες νέες επιτυχίες μοιράζονται με τον υπόλοιπο κόσμο – κάτι το οποίο διαβεβαιώνουν διαρκώς κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Δεν εξηγούν ωστόσο ούτε τον τρόπο ούτε τον χρόνο. Αρκετοί επίσης αναλυτές υπενθυμίζουν τι συνέβη κατά την πανημία του H1N1 το 2009, όταν μια εταιρεία στην Αυστραλία, η οποία ήταν από τις πρώτες που ανέπτυξε ένα εμβόλιο μίας δόσης, απαιτήθηκε να ικανοποιήσει τη ζήτηση στην Αυστραλία, προτού αρχίσει τις εξαγωγές στις ΗΠΑ και αλλού, γεγονός που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και σενάρια συνωμοσίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους αυτούς, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μη κερδοσκοπικές ομάδες έχουν ήδη λάβει μέτρα για να εμποδίσουν είτε τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε την Κίνα από το να αποκτήσουν το μονοπώλιο ενός εμβολίου κατά του κορωνοϊού.
Μετά την επιδημία του Ebola, στη Δυτική Αφρική από το 2014 έως το 2016, η Νορβηγία, η Βρετανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates άρχισαν να συνεισφέρουν με εκατομμύρια δολάρια μια πολυεθνική οργάνωση, την Coalition for Epidemic Preparedness Initiative, για τη χρηματοδότηση της έρευνας εμβολίων.
Όλες οι συμφωνίες χρηματοδότησης περιλάμβαναν διατάξεις για την ίση πρόσβαση ώστε να διασφαλιστεί ότι «τα κατάλληλα εμβόλια είναι διαθέσιμα πρώτα στους πληθυσμούς όταν και όπου χρειάζεται για να αναχαιτίσουν ή να περιορίσουν μια επιδημία, ανεξάρτητα από την ικανότητα πληρωμής», ανέφερε η οργάνωση σε δήλωσή της.
Τους τελευταίους δύο μήνες, η οργάνωση χρηματοδότησε την έρευνα οκτώ από τους πιο υποσχόμενους υποψήφιους να περιορίσουν τον κορωνοϊό - περιλαμβανομένης της εταιρείας CureVac, της Γερμανίας. Παραμένει ωστόσο ασαφές τι ακριβώς επεδίωκε ο Αμερικανός πρόεδρος από την CureVac και γιατί η εταιρεία απομάκρυνε τον Αμερικανό διευθύνοντα σύμβουλο Ντάνιελ Μενιτσέλα μερικές ημέρες μετά τη συνάντηση με την ομάδα εργασίας του Λευκού Οίκου.
Ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε να σχολιάσει. Η εταιρεία από την πλευρά της εξέδωσε μία προσεκτική ανακοίνωση. «Ίσως κάποιος είπε κάτι. Αλλά δεν υπάρχει γραπτή προσφορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες», υποστηρίζει ο φον Μπόχλεν.
Δεν χρειαζόταν, επισημαίνουν οι «New York Times». Ο απλός υπαινιγμός του ήταν αρκετός για να αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι περισσότερη χρηματοδότηση. «Το γεγονός ότι άλλες χώρες προσπάθησαν να αγοράσουν αυτή την εταιρεία δείχνει ότι πρωτοστατεί στην έρευνα», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Είναι μια ευρωπαϊκή εταιρεία. Θέλαμε να την κρατήσουμε στην Ευρώπη, ήθελε να μείνει στην Ευρώπη. Ήταν πολύ σημαντικό να υπάρξει η απαραίτητη χρηματοδότηση και αυτό συνέβη», τόνισε.
Παραταύτα, μία σκιά εθνικιστικής προσέγγισης υπάρχει σε αυτήν την προσπάθεια. Η εθνικιστική προσέγγιση θα μπορούσε να δώσει στον «νικητή» την ευκαιρία να ευνοήσει τον δικό του πληθυσμό και ενδεχομένως να κερδίσει το προβάδισμα στην αντιμετώπιση των οικονομικών και γεωστρατηγικών συνεπειών της κρίσης, επισημαίνουν σε δημοσίευμά τους οι «New York Times».
Αυτό που ξεκίνησε ως αγώνας δρόμου για το ποιος θα κερδίσει το επιστημονικό βραβείο, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και τελικά τα έσοδα από ένα επιτυχημένο εμβόλιο έγινε ξαφνικά ένα ευρύτερο ζήτημα επείγουσας εθνικής ασφάλειας. Και πίσω από τον αγώνα αυτό κρύβεται μία σκληρή πραγματικότητα: όποιο νέο εμβόλιο αποδειχθεί αποτελεσματικό κατά του Covid-19 - οι κλινικές δοκιμές βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και την Ευρώπη ήδη - είναι βέβαιο ότι δεν θα επαρκεί, καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι οι δικοί τους πολίτες θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή.
Στην Κίνα, 1.000 επιστήμονες εργάζονται στην ανάπτυξη του εμβολίου. Οι ερευνητές, οι οποίοι συνεργάζονται με την Ακαδημία Στρατιωτικών Ιατρικών Επιστημών, έχουν αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιτυχία και προσλαμβάνουν εθελοντές για κλινικές δοκιμές.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει πραγματοποιήσει συναντήσεις με στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών για να βεβαιωθεί ότι το εμβόλιο θα αναπτυχθεί σε αμερικανικό έδαφος – και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ελέγχουν τις προμήθεις. Γερμανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι εκτίμησαν ότι ο Τραμπ προσπάθησε να προσελκύσει μια γερμανική εταιρεία, την CureVac, για να διεξαγάγει την έρευνα και την παραγωγή, εάν το κάνει, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εταιρεία αρνήθηκε ότι δέχτηκε προσφορά εξαγοράς, αλλά ο κύριος επενδυτής κατέστησε σαφές ότι υπήρξε κάποια προσέγγιση.
Η αναφορά και μόνο της αμερικανικής προσέγγισης ήταν αρκετή για να παρακινήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δεσμευτεί για ακόμη 85 εκατομμύρια δολάρια προς την εταιρεία, η οποία έχει ήδη υποστήριξη από μια ευρωπαϊκή κοινοπραξία εμβολίων.
Την ίδια ημέρα, μια κινεζική εταιρεία προσέφερε 133,3 εκατομμύρια δολάρια για εξαφορά μετοχικού μεριδίου άλλης γερμανικής εταιρείας ανάπτυξης εμβολίων, της BioNTech.
«Υπήρξε μια κλήση παγκόσμιας αφύπνισης ώστε η βιοτεχνολογία να καταστεί στρατηγική βιομηχανία για τις κοινωνίες μας», επισημαίνει ο Φρίντριχ φον Μπόχλεν, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας χαρτοφυλακίου που κατέχει το 82% της CureVac.
Όπως τα κράτη επιμένουν στην οικοδόμηση των δικών τους αεροσκαφών, των drones και των κυβερνοόπλων, δεν θέλουν να εξαρτώνται από μία ξένη δύναμη για να έχουν πρόσβαση σε φάρμακα απαραίτητα σε μια κρίση.
Έπειτα από δύο δεκαετίες ανάθεσης της παραγωγής φαρμάκων στην Κίνα και την Ινδία, «θέλεις πλέον όλη τη διαδικασία παραγωγής κοντά σου», προσθέτει με νόημα ο φον Μπόχλεν.
Ορισμένοι ειδικοί αντιμετωπίζουν αυτόν τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό ως υγιή, εφόσον όποιες νέες επιτυχίες μοιράζονται με τον υπόλοιπο κόσμο – κάτι το οποίο διαβεβαιώνουν διαρκώς κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Δεν εξηγούν ωστόσο ούτε τον τρόπο ούτε τον χρόνο. Αρκετοί επίσης αναλυτές υπενθυμίζουν τι συνέβη κατά την πανημία του H1N1 το 2009, όταν μια εταιρεία στην Αυστραλία, η οποία ήταν από τις πρώτες που ανέπτυξε ένα εμβόλιο μίας δόσης, απαιτήθηκε να ικανοποιήσει τη ζήτηση στην Αυστραλία, προτού αρχίσει τις εξαγωγές στις ΗΠΑ και αλλού, γεγονός που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και σενάρια συνωμοσίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους αυτούς, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μη κερδοσκοπικές ομάδες έχουν ήδη λάβει μέτρα για να εμποδίσουν είτε τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε την Κίνα από το να αποκτήσουν το μονοπώλιο ενός εμβολίου κατά του κορωνοϊού.
Μετά την επιδημία του Ebola, στη Δυτική Αφρική από το 2014 έως το 2016, η Νορβηγία, η Βρετανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates άρχισαν να συνεισφέρουν με εκατομμύρια δολάρια μια πολυεθνική οργάνωση, την Coalition for Epidemic Preparedness Initiative, για τη χρηματοδότηση της έρευνας εμβολίων.
Όλες οι συμφωνίες χρηματοδότησης περιλάμβαναν διατάξεις για την ίση πρόσβαση ώστε να διασφαλιστεί ότι «τα κατάλληλα εμβόλια είναι διαθέσιμα πρώτα στους πληθυσμούς όταν και όπου χρειάζεται για να αναχαιτίσουν ή να περιορίσουν μια επιδημία, ανεξάρτητα από την ικανότητα πληρωμής», ανέφερε η οργάνωση σε δήλωσή της.
Τους τελευταίους δύο μήνες, η οργάνωση χρηματοδότησε την έρευνα οκτώ από τους πιο υποσχόμενους υποψήφιους να περιορίσουν τον κορωνοϊό - περιλαμβανομένης της εταιρείας CureVac, της Γερμανίας. Παραμένει ωστόσο ασαφές τι ακριβώς επεδίωκε ο Αμερικανός πρόεδρος από την CureVac και γιατί η εταιρεία απομάκρυνε τον Αμερικανό διευθύνοντα σύμβουλο Ντάνιελ Μενιτσέλα μερικές ημέρες μετά τη συνάντηση με την ομάδα εργασίας του Λευκού Οίκου.
Ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε να σχολιάσει. Η εταιρεία από την πλευρά της εξέδωσε μία προσεκτική ανακοίνωση. «Ίσως κάποιος είπε κάτι. Αλλά δεν υπάρχει γραπτή προσφορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες», υποστηρίζει ο φον Μπόχλεν.
Δεν χρειαζόταν, επισημαίνουν οι «New York Times». Ο απλός υπαινιγμός του ήταν αρκετός για να αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι περισσότερη χρηματοδότηση. «Το γεγονός ότι άλλες χώρες προσπάθησαν να αγοράσουν αυτή την εταιρεία δείχνει ότι πρωτοστατεί στην έρευνα», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Είναι μια ευρωπαϊκή εταιρεία. Θέλαμε να την κρατήσουμε στην Ευρώπη, ήθελε να μείνει στην Ευρώπη. Ήταν πολύ σημαντικό να υπάρξει η απαραίτητη χρηματοδότηση και αυτό συνέβη», τόνισε.