Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η Ελλάδα χάρις το περίφημο θωρακισμένο καταδρομικό Αβέρωφ, όχι μόνο είχε κυριαρχήσει πλήρως σε όλο το ανατολικό Αιγαίο απελευθερώνοντας τα νησιά του από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά είχε κλείσει τον τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλλια από όπου αυτός όσες φορές προσπάθησε να εκπλεύσει γνώρισε τη συντριβή.
Η επανάληψη των ελληνοτουρκικών σχέσεων επισφραγίστηκε με την υπογραφή της συνθήκης των Αθηνών μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδος. Η συνθήκη που υπογράφηκε στις 14/27 Νοεμβρίου 1913, έπαυσε επίσημα τις εχθροπραξίες μεταξύ τους, παραχωρώντας τη Μακεδονία την Ήπειρο, την Κρήτη και κάποια νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα. Η συνθήκη όμως άφηνε μετέωρο το καθεστώς των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το οποίο προέβλεπε ότι θα ρυθμιζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Με συλλογική διπλωματική διακοίνωση της 31ης Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1914, οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν στην ελληνική κυβέρνηση και στην Υψηλή Πύλη την απόφασή τους για τα νησιά του Αιγαίου: Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο, εκχωρούνταν στην Ελλάδα υπό τον όρο ότι θα παρέμειναν ανοχύρωτα, δεν θα χρησιμοποιούνταν για ναυτικό ή στρατιωτικό σκοπό, θα καταπολεμούνταν το λαθρεμπόριο μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας και θα δίνονταν εγγυήσεις προστασίας των μουσουλμανικών μειοψηφιών. Η διακοίνωση προέβλεπε ότι τα νησιά θα εντάσσονταν οριστικά στην Ελλάδα όταν ο ελληνικός στρατός εκκένωνε τη Βόρειο Ήπειρο η οποία θα αποτελούσε τμήμα του νέου αλβανικού κράτους.
Η προτεινόμενη λύση όμως ουσιαστικά άφηνε άλυτο το ζήτημα καθώς δεν προέβλεπε καμιά άσκηση πίεσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συμμορφωθεί με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Όμως ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, έσπευσε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της διακοίνωσης, εκκενώνοντας τη Β. Ήπειρο. Η συντριβή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και η οριστική απώλεια των βαλκανικών εδαφών της, είχε εξάψει τον εθνικισμό τόσο στην ηγεσία της όσο και στην κοινή γνώμη. Έτσι, στις 3/16 Φεβρουαρίου 1914 ο μέγας βεζίρης, Σαΐντ Χαλίμ πασάς, απέρριψε τη διπλωματική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, θεωρώντας τα νησιά αναπόσπαστο μέρος των ασιατικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας.
Η Υψηλή Πύλη δεν αποδεχόταν την εκχώρηση στην Ελλάδα όσων νησιών βρίσκονταν κοντά στα Δαρδανέλλια, αλλά και γενικότερα την εκχώρηση των μεγάλων νησιών στο βορειοανατολικό Αιγαίο, όπως η Χίος και η Μυτιλήνη. Ήδη ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα σε συζήτηση με τον Άγγλο ομόλογό του τον Ιανουάριο του 1914, υπογράμμισε την νομιμότητα των τουρκικών διεκδικήσεων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, δηλώνοντας ότι αν η Ελλάδα δεν παραχωρούσε οικειοθελώς τη Χίο και τη Μυτιλήνη, η Τουρκία θα τα αποσπούσε διά της βίας. Αλλά και ο Διεθνής παράγοντας όχι μόνο δεν στήριζε αποφασιστικά την Ελλάδα στην διαφαινόμενη διένεξη, αλλά τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία προέτρεπαν τον Βενιζέλο να προβεί σε παραχωρήσεις αποκλείοντας κάθε πιθανότητα για αμυντική συμμαχία και ναυτική βοήθεια.
Ο ναυτικός ανταγωνισμός εξοπλισμών στο Αιγαίο και το ελληνικό αδιέξοδο (Ιανουάριος - Ιούνιος 1914)
Το σχέδιο του Ι. Μεταξά για προληπτικό στρατηγικό χτύπημα στο ανατολικό Αιγαίο χωρίς κήρυξη
Για να αλλάξει τις ισορροπίες στο Αιγαίο και να αμφισβητήσει έμπρακτα την Ελληνική κυριαρχία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη στην παραγγελία ενός μεγάλου θωρηκτού τύπου υπερντρετνοτ στην Αγγλία το οποίο καθελκύστηκε στις 21 Αυγούστου 1913, αλλά και ενός ακόμη (Rio de Janeiro) στις 10 Δεκεμβρίου 1913 (μετονομάστηκε σε σουλτάνος Οσμάν Ι), αποκτώντας πλέον σοβαρή ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο. Παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του Γενικού Επιτελείου για την ανεπιθύμητη εξέλιξη, η κυβέρνηση υποτίμησε τον κίνδυνο και δεν αντέδρασε άμεσα προλαβαίνοντας τουλάχιστον να αγοράσει το Rio de Janeiro.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν περιοριζόταν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου αλλά αφορούσε και την Μακεδονία καθώς η ναυτική υπεροχή της Τουρκίας θα εμπόδιζε την μεταφορά ελληνικού στρατού από τον Νότο προς τον Βορρά για να αντιμετωπίσει την ελλοχεύουσα Βουλγαρία, οδηγώντας οποιαδήποτε ελληνική αμυντική προσπάθεια σε βέβαιη αποτυχία. Ομοίως όλα τα μεγάλα λιμάνια της Χώρας όπως ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη, θα έμεναν στο έλεος του Τουρκικού ναυτικού. Η υπαρκτή πιθανότητα μιας ανίερης συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας και η άρνηση της Σερβίας να τηρήσει τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από το Σύμφωνο Αμυντικής Συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών, δημιουργούσαν ένα εφιαλτικό σκηνικό και απειλούσαν την Ελλάδα με ολικό στρατιωτικό όλεθρο.
Οι σχέσεις των δύο χωρών παρέμεναν ιδιαίτερα τεταμένες καθώς τον Φεβρουάριο του 1914 εξαπολύθηκαν οι πρώτες σκληρές διώξεις εις βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που οργανώθηκαν συστηματικά από την κυβέρνηση των Νεότουρκων και υποβοηθήθηκαν από την έλευση χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων από την Μακεδονία. Την εκτέλεση των διώξεων ανέλαβε η μυστική υπηρεσία «Ειδική Οργάνωση» [Τεσκιλατι Μασχούσα] δρώντας με ένοπλες ομάδες/συμμορίες που τελούσαν υπό την καθοδήγηση αξιωματικών του Οθωμανικού Στρατού και στελεχώνονταν και από μουσουλμάνους πρόσφυγες από τον Καύκασο και τα Βαλκάνια.
Οι διωγμοί που είχαν την μορφή εθνοκάθαρσης, συνεχίσθηκαν με διαλείμματα μέχρι τον Ιούλιο του 1915 και οδήγησαν στη φυγή περίπου 150.000 Ελλήνων από τις εστίες τους, ενώ στις εγκαταλειφθείσες περιουσίες τους εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια.
Καθώς ο Αύγουστος που είχε οριστεί ως ημερομηνία παράδοσης των δύο πλοίων στην Τουρκία πλησίαζε, η Ελλάδα προσπάθησε την τελευταία στιγμή να ισορροπήσει την κατάσταση στο Αιγαίο αγοράζοντας δύο θωρηκτά από την Αμερική τα οποία μετονομάστηκαν Κιλκίς και Λήμνος. Όμως τα δύο αυτά θωρηκτά ήταν παλαιάς τεχνολογίας, είχαν μικρή δύναμη πυρός, ενώ δεν μπορούσαν να αναπτύξουν υψηλές ταχύτητες πλεύσης και οι Έλληνες ιθύνοντες τα χαρακτήριζαν ως ″πλωτές χελώνες”. Τα δύο πλοία ήταν εντελώς ακατάλληλα για να διατηρήσουν το ισοζύγιο ισχύος στο Αιγαίο, ενώ κόστισαν ακριβότερα από όσο κόστισε το Rio de Janeiro στους Τούρκους.
Έτσι, στο δεύτερο τρίμηνο του 1914, η Ελλάδα είχε βρεθεί σε πραγματική απορία πως να αντιδράσει απέναντι στην Τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο. Διατυπώθηκαν σκέψεις απελπισίας όπως αυτή του ναυάρχου Κουντουριώτη, να ενεδρεύσει στη Mάλτα με ένα υποβρύχιο την πλεύση των δύο θωρηκτών προς την Κωνσταντινούπολη και να τα βυθίσει αιφνιδιαστικά παίρνοντας την ευθύνη προσωπικά. Το ζήτημα όμως περιπλεκόταν καθώς υπήρχε η φήμη ότι ανάμεσα στα πληρώματα των δύο σκαφών θα υπήρχαν Άγγλοι αξιωματικοί και ναύτες.
.
Ο Βενιζέλος ήθελε οπωσδήποτε να αποφύγει έναν νέο πόλεμο για τον λόγο αυτό απέστειλε απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη με τη μυστική αποστολή να προτείνει στην Τουρκία συγκυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς ως υπαρχηγός του Γενικού επιτελείου στις πολλές συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό, του τόνιζε ότι αν η Τουρκία αποκτούσε την ναυτική υπεροπλία δεν θα περιοριζόταν στα νησιά, αλλά ίσως επεδίωκε μια νέα αναμέτρηση στη Μακεδονία, καθώς λόγω των μη επαρκών συγκοινωνιών, η Ελλάδα δεν θα προλάβαινε να μεταφέρει εγκαίρως στρατεύματα στον Βορρά. Αναμφίβολα ο Βενιζέλος είχε βρεθεί σε δυσχερή θέση, καθώς ο Βασιλιάς, το Γενικό επιτελείο, η αντιπολίτευση, η κοινή γνώμη, αλλά και οι πρόσφυγες που είχαν εκδιωχθεί από την Μικρά Ασία απαιτούσαν δυναμική απάντηση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο ίδιος προωθούσε μια πολιτική κατευνασμού και συμβιβασμού.
Το σχέδιο του Ιωάννη Μεταξά για προληπτικό στρατηγικό χτύπημα εναντίον της Τουρκίας
Σε εκείνη την δύσκολη συγκυρία ο Μεταξάς μελέτησε και συνέταξε από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο του 1914 το περίφημο άκρως απόρρητο σχέδιο εκπόρθησης των Δαρδανελλίων χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το σχέδιο προέβλεπε ένα ταχύ Ελληνικό προληπτικό συντριπτικό χτύπημα εναντίον του εχθρού με αιφνιδιαστική μεταφορά τριών μεραρχιών από την ηπειρωτική Ελλάδα στα στενά των Δαρδανελλίων.
Πιο συγκεκριμένα, τα Α΄, Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού θα προετοίμαζαν μια μεραρχία πλήρους σύνθεσης, κατάλληλα εφοδιασμένη και εξοπλισμένη χωρίς να προβούν σε τοπική επιστράτευση ώστε να μην προκαλέσουν υποψίες στον εχθρό. Το σύνολο του εκστρατευτικού Σώματος θα ήταν 27.000 οπλίτες που θα επιβιβάζονταν σε επιταγμένα ατμόπλοια στον Πειραιά και στην Θεσσαλονίκη. Τα ατμόπλοια θα μετέφεραν το εκστρατευτικό Σώμα στην Λήμνο, όπου θα ενοποιούνταν οι δύο στολίσκοι και ακολούθως θα αποβίβαζαν τις ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιαστικά στα Δαρδανέλλια στον μυχό του κόλπου του Ξηρού, όπου θα είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή έναντι των μικρών δυνάμεων του εχθρού που δεν θα είχε προλάβει να επιστρατευτεί.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή απόβαση ήταν ότι ο ελληνικός στόλος θα είχε επιτεθεί και θα είχε βυθίσει το σύνολο του τουρκικού στόλου που βρισκόταν ανεπτυγμένος στην περιοχή, κάτι που θα ήταν πολύ πιθανό αφού ο ελληνικός στόλος θα χτυπούσε πρώτος συντριπτικά, χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου.
Η απόβαση θα ξεκινούσε το μεσονύκτιο θα διαρκούσε 24 ώρες και η επιχείρηση θα έπρεπε να ολοκληρωθεί σε 5 μέρες. Οι Έλληνες θα υπερείχαν έναντι των Τούρκων 4:1, τα τουρκικά στρατεύματα που δεν ξεπερνούσαν τους 7.000 ενόπλους ήταν διεσπαρμένα στη χερσόνησο και η στρατιωτική συντριβή τους ήταν σχεδόν βέβαιη. Αφού το εκστρατευτικό σώμα θα καταλάμβανε τα οχυρά των Στενών από τους Τούρκους, ο ελληνικός στόλος θα έπλεε ανενόχλητος προς τον Βόσπορο και θα απειλούσε με τα πυροβόλα του την Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα το εκστρατευτικό σώμα θα προωθούσε τις δυνάμεις του προς την Κωνσταντινούπολη για να καθηλώσει τα τουρκικά στρατεύματα που θα αποστέλλονταν από Βορρά για να ανακαταλάβουν τα πυροβολεία των Στενών. Καθώς η Τουρκία θα είχε δεχθεί ένα συντριπτικό ναυτικό αλλά κυρίως ηθικό χτύπημα, η Ελλάδα θα πρότεινε εκεχειρία και διαπραγματεύσεις ζητώντας κυρίως να εξασφαλίσει τα κεκτημένα.
Το σχέδιο ουσιαστικά παραβίαζε κάθε διεθνή νομιμότητα αφού δεν προέβλεπε κήρυξη πολέμου ούτε διακοπή διπλωματικών σχέσεων, αλλά καθιστούσε πολύ πιθανή μια ελληνική νίκη καθώς και την εξασφάλιση των ελληνικών κεκτημένων. Η διεθνής καταφορά εναντίον της Ελλάδας θα σιγούσε, αφού η Ελλάδα βρισκόταν ουσιαστικά σε αυτοάμυνα αντιμετωπίζοντας την συνεχή πολεμική απειλή των Τούρκων σε λόγια και σε έργα.
.
Υπέρ του προληπτικού συντριπτικού χτυπήματος στα Δαρδανέλια είχαν εκφραστεί ο Βασιλιάς (αν και δεν είχε δώσει την έγκρισή του για το σχέδιο), ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Β. Δούσμανης, ο υπουργός Ναυτικών Κ. Δεμερτζής, αλλά ο Βενιζέλος δίσταζε καθώς θεωρούσε ότι είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Καθώς όμως η κατάσταση με την Τουρκία συνεχώς επιδεινωνόταν και το δημόσιο φρόνημα εκφραζόταν απροκάλυπτα υπέρ μιας νέας ένοπλης αντιπαράθεσης με την γείτονα, ο Βενιζέλος προέτρεπε τον Μεταξά να ολοκληρώσει τη μελέτη του.
Επίλογος - Η απρόσμενη λύση του προβλήματος
Στις 28 Ιουνίου 1914 ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάρδος, διάδοχος του θρόνου των Αψβούργων, δολοφονήθηκε από τον Σέρβο εθνικιστή Γαβρίλο Πρίντσιπ στο Σεράγεβο της Βοσνίας.
Η δολοφονία αυτή οδήγησε σε πολεμική ανάφλεξη όλη την Ευρώπη και συνεπακόλουθα η Αγγλία δέσμευσε τα δύο ελλιμενισμένα τουρκικά θωρηκτά, σώζοντας απρόσμενα την Ελλάδα την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή.
Ο Βενιζέλος βρισκόταν ήδη στις Βρυξέλες για να συναντηθεί με τον Μεγάλο Βεζίρη Χαλίμ Πασά με πρόθεση για παραχωρήσεις στο καθεστώς των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και μια συμφωνία αμοιβαίας ανταλλαγής πληθυσμών. Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατέστησε τις παραχωρήσεις αυτές περιττές.
Η εκστρατεία των Δαρδανελλίων όμως, έμελλε να βρεθεί ξανά στο προσκήνιο μόλις ένα έτος μετά...
Η επανάληψη των ελληνοτουρκικών σχέσεων επισφραγίστηκε με την υπογραφή της συνθήκης των Αθηνών μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδος. Η συνθήκη που υπογράφηκε στις 14/27 Νοεμβρίου 1913, έπαυσε επίσημα τις εχθροπραξίες μεταξύ τους, παραχωρώντας τη Μακεδονία την Ήπειρο, την Κρήτη και κάποια νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα. Η συνθήκη όμως άφηνε μετέωρο το καθεστώς των νησιών του ανατολικού Αιγαίου το οποίο προέβλεπε ότι θα ρυθμιζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Με συλλογική διπλωματική διακοίνωση της 31ης Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1914, οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν στην ελληνική κυβέρνηση και στην Υψηλή Πύλη την απόφασή τους για τα νησιά του Αιγαίου: Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο, εκχωρούνταν στην Ελλάδα υπό τον όρο ότι θα παρέμειναν ανοχύρωτα, δεν θα χρησιμοποιούνταν για ναυτικό ή στρατιωτικό σκοπό, θα καταπολεμούνταν το λαθρεμπόριο μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας και θα δίνονταν εγγυήσεις προστασίας των μουσουλμανικών μειοψηφιών. Η διακοίνωση προέβλεπε ότι τα νησιά θα εντάσσονταν οριστικά στην Ελλάδα όταν ο ελληνικός στρατός εκκένωνε τη Βόρειο Ήπειρο η οποία θα αποτελούσε τμήμα του νέου αλβανικού κράτους.
Η προτεινόμενη λύση όμως ουσιαστικά άφηνε άλυτο το ζήτημα καθώς δεν προέβλεπε καμιά άσκηση πίεσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συμμορφωθεί με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Όμως ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, έσπευσε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της διακοίνωσης, εκκενώνοντας τη Β. Ήπειρο. Η συντριβή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και η οριστική απώλεια των βαλκανικών εδαφών της, είχε εξάψει τον εθνικισμό τόσο στην ηγεσία της όσο και στην κοινή γνώμη. Έτσι, στις 3/16 Φεβρουαρίου 1914 ο μέγας βεζίρης, Σαΐντ Χαλίμ πασάς, απέρριψε τη διπλωματική διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων, θεωρώντας τα νησιά αναπόσπαστο μέρος των ασιατικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας.
Η Υψηλή Πύλη δεν αποδεχόταν την εκχώρηση στην Ελλάδα όσων νησιών βρίσκονταν κοντά στα Δαρδανέλλια, αλλά και γενικότερα την εκχώρηση των μεγάλων νησιών στο βορειοανατολικό Αιγαίο, όπως η Χίος και η Μυτιλήνη. Ήδη ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα σε συζήτηση με τον Άγγλο ομόλογό του τον Ιανουάριο του 1914, υπογράμμισε την νομιμότητα των τουρκικών διεκδικήσεων στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, δηλώνοντας ότι αν η Ελλάδα δεν παραχωρούσε οικειοθελώς τη Χίο και τη Μυτιλήνη, η Τουρκία θα τα αποσπούσε διά της βίας. Αλλά και ο Διεθνής παράγοντας όχι μόνο δεν στήριζε αποφασιστικά την Ελλάδα στην διαφαινόμενη διένεξη, αλλά τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία προέτρεπαν τον Βενιζέλο να προβεί σε παραχωρήσεις αποκλείοντας κάθε πιθανότητα για αμυντική συμμαχία και ναυτική βοήθεια.
Ο ναυτικός ανταγωνισμός εξοπλισμών στο Αιγαίο και το ελληνικό αδιέξοδο (Ιανουάριος - Ιούνιος 1914)
Το σχέδιο του Ι. Μεταξά για προληπτικό στρατηγικό χτύπημα στο ανατολικό Αιγαίο χωρίς κήρυξη
Για να αλλάξει τις ισορροπίες στο Αιγαίο και να αμφισβητήσει έμπρακτα την Ελληνική κυριαρχία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη στην παραγγελία ενός μεγάλου θωρηκτού τύπου υπερντρετνοτ στην Αγγλία το οποίο καθελκύστηκε στις 21 Αυγούστου 1913, αλλά και ενός ακόμη (Rio de Janeiro) στις 10 Δεκεμβρίου 1913 (μετονομάστηκε σε σουλτάνος Οσμάν Ι), αποκτώντας πλέον σοβαρή ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο. Παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του Γενικού Επιτελείου για την ανεπιθύμητη εξέλιξη, η κυβέρνηση υποτίμησε τον κίνδυνο και δεν αντέδρασε άμεσα προλαβαίνοντας τουλάχιστον να αγοράσει το Rio de Janeiro.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα δεν περιοριζόταν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου αλλά αφορούσε και την Μακεδονία καθώς η ναυτική υπεροχή της Τουρκίας θα εμπόδιζε την μεταφορά ελληνικού στρατού από τον Νότο προς τον Βορρά για να αντιμετωπίσει την ελλοχεύουσα Βουλγαρία, οδηγώντας οποιαδήποτε ελληνική αμυντική προσπάθεια σε βέβαιη αποτυχία. Ομοίως όλα τα μεγάλα λιμάνια της Χώρας όπως ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη, θα έμεναν στο έλεος του Τουρκικού ναυτικού. Η υπαρκτή πιθανότητα μιας ανίερης συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας και η άρνηση της Σερβίας να τηρήσει τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από το Σύμφωνο Αμυντικής Συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών, δημιουργούσαν ένα εφιαλτικό σκηνικό και απειλούσαν την Ελλάδα με ολικό στρατιωτικό όλεθρο.
Οι σχέσεις των δύο χωρών παρέμεναν ιδιαίτερα τεταμένες καθώς τον Φεβρουάριο του 1914 εξαπολύθηκαν οι πρώτες σκληρές διώξεις εις βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που οργανώθηκαν συστηματικά από την κυβέρνηση των Νεότουρκων και υποβοηθήθηκαν από την έλευση χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων από την Μακεδονία. Την εκτέλεση των διώξεων ανέλαβε η μυστική υπηρεσία «Ειδική Οργάνωση» [Τεσκιλατι Μασχούσα] δρώντας με ένοπλες ομάδες/συμμορίες που τελούσαν υπό την καθοδήγηση αξιωματικών του Οθωμανικού Στρατού και στελεχώνονταν και από μουσουλμάνους πρόσφυγες από τον Καύκασο και τα Βαλκάνια.
Οι διωγμοί που είχαν την μορφή εθνοκάθαρσης, συνεχίσθηκαν με διαλείμματα μέχρι τον Ιούλιο του 1915 και οδήγησαν στη φυγή περίπου 150.000 Ελλήνων από τις εστίες τους, ενώ στις εγκαταλειφθείσες περιουσίες τους εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια.
Καθώς ο Αύγουστος που είχε οριστεί ως ημερομηνία παράδοσης των δύο πλοίων στην Τουρκία πλησίαζε, η Ελλάδα προσπάθησε την τελευταία στιγμή να ισορροπήσει την κατάσταση στο Αιγαίο αγοράζοντας δύο θωρηκτά από την Αμερική τα οποία μετονομάστηκαν Κιλκίς και Λήμνος. Όμως τα δύο αυτά θωρηκτά ήταν παλαιάς τεχνολογίας, είχαν μικρή δύναμη πυρός, ενώ δεν μπορούσαν να αναπτύξουν υψηλές ταχύτητες πλεύσης και οι Έλληνες ιθύνοντες τα χαρακτήριζαν ως ″πλωτές χελώνες”. Τα δύο πλοία ήταν εντελώς ακατάλληλα για να διατηρήσουν το ισοζύγιο ισχύος στο Αιγαίο, ενώ κόστισαν ακριβότερα από όσο κόστισε το Rio de Janeiro στους Τούρκους.
Έτσι, στο δεύτερο τρίμηνο του 1914, η Ελλάδα είχε βρεθεί σε πραγματική απορία πως να αντιδράσει απέναντι στην Τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο. Διατυπώθηκαν σκέψεις απελπισίας όπως αυτή του ναυάρχου Κουντουριώτη, να ενεδρεύσει στη Mάλτα με ένα υποβρύχιο την πλεύση των δύο θωρηκτών προς την Κωνσταντινούπολη και να τα βυθίσει αιφνιδιαστικά παίρνοντας την ευθύνη προσωπικά. Το ζήτημα όμως περιπλεκόταν καθώς υπήρχε η φήμη ότι ανάμεσα στα πληρώματα των δύο σκαφών θα υπήρχαν Άγγλοι αξιωματικοί και ναύτες.
.
Ο Βενιζέλος ήθελε οπωσδήποτε να αποφύγει έναν νέο πόλεμο για τον λόγο αυτό απέστειλε απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη με τη μυστική αποστολή να προτείνει στην Τουρκία συγκυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς ως υπαρχηγός του Γενικού επιτελείου στις πολλές συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό, του τόνιζε ότι αν η Τουρκία αποκτούσε την ναυτική υπεροπλία δεν θα περιοριζόταν στα νησιά, αλλά ίσως επεδίωκε μια νέα αναμέτρηση στη Μακεδονία, καθώς λόγω των μη επαρκών συγκοινωνιών, η Ελλάδα δεν θα προλάβαινε να μεταφέρει εγκαίρως στρατεύματα στον Βορρά. Αναμφίβολα ο Βενιζέλος είχε βρεθεί σε δυσχερή θέση, καθώς ο Βασιλιάς, το Γενικό επιτελείο, η αντιπολίτευση, η κοινή γνώμη, αλλά και οι πρόσφυγες που είχαν εκδιωχθεί από την Μικρά Ασία απαιτούσαν δυναμική απάντηση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο ίδιος προωθούσε μια πολιτική κατευνασμού και συμβιβασμού.
Το σχέδιο του Ιωάννη Μεταξά για προληπτικό στρατηγικό χτύπημα εναντίον της Τουρκίας
Σε εκείνη την δύσκολη συγκυρία ο Μεταξάς μελέτησε και συνέταξε από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο του 1914 το περίφημο άκρως απόρρητο σχέδιο εκπόρθησης των Δαρδανελλίων χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το σχέδιο προέβλεπε ένα ταχύ Ελληνικό προληπτικό συντριπτικό χτύπημα εναντίον του εχθρού με αιφνιδιαστική μεταφορά τριών μεραρχιών από την ηπειρωτική Ελλάδα στα στενά των Δαρδανελλίων.
Πιο συγκεκριμένα, τα Α΄, Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού θα προετοίμαζαν μια μεραρχία πλήρους σύνθεσης, κατάλληλα εφοδιασμένη και εξοπλισμένη χωρίς να προβούν σε τοπική επιστράτευση ώστε να μην προκαλέσουν υποψίες στον εχθρό. Το σύνολο του εκστρατευτικού Σώματος θα ήταν 27.000 οπλίτες που θα επιβιβάζονταν σε επιταγμένα ατμόπλοια στον Πειραιά και στην Θεσσαλονίκη. Τα ατμόπλοια θα μετέφεραν το εκστρατευτικό Σώμα στην Λήμνο, όπου θα ενοποιούνταν οι δύο στολίσκοι και ακολούθως θα αποβίβαζαν τις ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιαστικά στα Δαρδανέλλια στον μυχό του κόλπου του Ξηρού, όπου θα είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή έναντι των μικρών δυνάμεων του εχθρού που δεν θα είχε προλάβει να επιστρατευτεί.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή απόβαση ήταν ότι ο ελληνικός στόλος θα είχε επιτεθεί και θα είχε βυθίσει το σύνολο του τουρκικού στόλου που βρισκόταν ανεπτυγμένος στην περιοχή, κάτι που θα ήταν πολύ πιθανό αφού ο ελληνικός στόλος θα χτυπούσε πρώτος συντριπτικά, χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου.
Η απόβαση θα ξεκινούσε το μεσονύκτιο θα διαρκούσε 24 ώρες και η επιχείρηση θα έπρεπε να ολοκληρωθεί σε 5 μέρες. Οι Έλληνες θα υπερείχαν έναντι των Τούρκων 4:1, τα τουρκικά στρατεύματα που δεν ξεπερνούσαν τους 7.000 ενόπλους ήταν διεσπαρμένα στη χερσόνησο και η στρατιωτική συντριβή τους ήταν σχεδόν βέβαιη. Αφού το εκστρατευτικό σώμα θα καταλάμβανε τα οχυρά των Στενών από τους Τούρκους, ο ελληνικός στόλος θα έπλεε ανενόχλητος προς τον Βόσπορο και θα απειλούσε με τα πυροβόλα του την Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα το εκστρατευτικό σώμα θα προωθούσε τις δυνάμεις του προς την Κωνσταντινούπολη για να καθηλώσει τα τουρκικά στρατεύματα που θα αποστέλλονταν από Βορρά για να ανακαταλάβουν τα πυροβολεία των Στενών. Καθώς η Τουρκία θα είχε δεχθεί ένα συντριπτικό ναυτικό αλλά κυρίως ηθικό χτύπημα, η Ελλάδα θα πρότεινε εκεχειρία και διαπραγματεύσεις ζητώντας κυρίως να εξασφαλίσει τα κεκτημένα.
Το σχέδιο ουσιαστικά παραβίαζε κάθε διεθνή νομιμότητα αφού δεν προέβλεπε κήρυξη πολέμου ούτε διακοπή διπλωματικών σχέσεων, αλλά καθιστούσε πολύ πιθανή μια ελληνική νίκη καθώς και την εξασφάλιση των ελληνικών κεκτημένων. Η διεθνής καταφορά εναντίον της Ελλάδας θα σιγούσε, αφού η Ελλάδα βρισκόταν ουσιαστικά σε αυτοάμυνα αντιμετωπίζοντας την συνεχή πολεμική απειλή των Τούρκων σε λόγια και σε έργα.
.
Υπέρ του προληπτικού συντριπτικού χτυπήματος στα Δαρδανέλια είχαν εκφραστεί ο Βασιλιάς (αν και δεν είχε δώσει την έγκρισή του για το σχέδιο), ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Β. Δούσμανης, ο υπουργός Ναυτικών Κ. Δεμερτζής, αλλά ο Βενιζέλος δίσταζε καθώς θεωρούσε ότι είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Καθώς όμως η κατάσταση με την Τουρκία συνεχώς επιδεινωνόταν και το δημόσιο φρόνημα εκφραζόταν απροκάλυπτα υπέρ μιας νέας ένοπλης αντιπαράθεσης με την γείτονα, ο Βενιζέλος προέτρεπε τον Μεταξά να ολοκληρώσει τη μελέτη του.
Επίλογος - Η απρόσμενη λύση του προβλήματος
Στις 28 Ιουνίου 1914 ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάρδος, διάδοχος του θρόνου των Αψβούργων, δολοφονήθηκε από τον Σέρβο εθνικιστή Γαβρίλο Πρίντσιπ στο Σεράγεβο της Βοσνίας.
Η δολοφονία αυτή οδήγησε σε πολεμική ανάφλεξη όλη την Ευρώπη και συνεπακόλουθα η Αγγλία δέσμευσε τα δύο ελλιμενισμένα τουρκικά θωρηκτά, σώζοντας απρόσμενα την Ελλάδα την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή.
Ο Βενιζέλος βρισκόταν ήδη στις Βρυξέλες για να συναντηθεί με τον Μεγάλο Βεζίρη Χαλίμ Πασά με πρόθεση για παραχωρήσεις στο καθεστώς των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και μια συμφωνία αμοιβαίας ανταλλαγής πληθυσμών. Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατέστησε τις παραχωρήσεις αυτές περιττές.
Η εκστρατεία των Δαρδανελλίων όμως, έμελλε να βρεθεί ξανά στο προσκήνιο μόλις ένα έτος μετά...
του κ. Ιωάννη Β. Δασκαρόλη
Ιστορικού – Υποψήφιου Διδάκτωρος Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου
πηγή Huffingtonpost