Όσο περνούν οι μήνες η προστασία των εμβολίων από τον κορωνοϊό, όπως υπολογίζεται στο Ισραήλ, δείχνει ότι φθίνει.
Εάν δεν ληφθούν νέα μέτρα, ο αριθμός των σοβαρά νοσούντων από COVID μπορεί να εκτιναχθεί, προειδοποίησε με έρευνά του το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Hadassah.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδει η Jerusalem Post, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά του κορωνοϊού είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον Μάρτιο – στο 80% έναντι των συμπτωμάτων και στο 90% έναντι της θνητότητας, σε σύγκριση με πάνω από 97% τους δύο προηγούμενους μήνες.
Η έκθεση δεν παρείχε εκτενείς λεπτομέρειες (ούτε αξιολογήθηκε από ομοτίμους όπως συμβαίνει με ιατρικά άρθρα που δημοσιεύονται σε ακαδημαϊκά περιοδικά).
Ωστόσο, το Υπουργείο Υγείας και αρκετοί εμπειρογνώμονες τονίζουν ότι κατά τη διάρκεια του τέταρτου κύματος που ξεκίνησε γύρω στα μέσα Ιουνίου η προστασία που παρέχει το εμβόλιο μειώθηκε.
Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε το υπουργείο Υγείας του Ισραήλ την περασμένη εβδομάδα, το εμβόλιο της Pfizer παραμένει 91% αποτελεσματικό κατά της ανάπτυξης σοβαρών συμπτωμάτων της νόσου.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά του στην αποτροπή μόλυνσης μειώθηκε από 90% -95% σε 39%.
Πάντως η αποτελεσματικότητα του σκευάσματος της αμερικανογερμανικής κοινοπραξίας ως προς την αποτροπή σοβαρών μορφών της Covid-19 εκτιμάται πως φθάνει το 91,4% και η αποτελεσματικότητά του ως προς την αποτροπή των εισαγωγών σε νοσοκομεία υπολογίζεται ότι φθάνει το 88%, κατά τους υπολογισμούς που δημοσιοποίησε το υπουργείο.
Η νοσηρότητα αυξάνεται και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, έγραψε ο ειδικός.
«Παρόμοια αύξηση αναμένεται σε περιστατικά σοβαρής νοσηρότητας και αναπνευστικής ανεπάρκειας».
Και παρότι μέχρι στιγμής ο αριθμός των διασωληνωμένων ασθενών δεν έχει αυξηθεί τόσο, κάτι ανάλογο είχε συμβεί και πέρυσι τον Ιούλιο και ακολούθησε έξαρση.
Επιπλέον, οι επιστήμονες εξέφρασαν σκεπτικισμό στη σύγκριση μεταξύ του Ισραήλ και της Μεγάλης Βρετανίας, όπου η εξαιρετικά μεταδοτική παραλλαγή του Δέλτα εξαπλώθηκε νωρίτερα, προκαλώντας αύξηση των περιπτώσεων - αλλά όχι παρόμοια στις νοσηλείες και τους θανάτους - και όπου το ξέσπασμα έχει υποχωρήσει.
Η πτώση των κρουσμάτων, ανέφεραν ότι «μπορεί να οφείλεται σε τοπικούς παράγοντες».