
"Κατάλληλος < κατά + 'áλλήλων < /áλλος]
-η, -ο επίθ.. (Κ -ος, -ον) πρόσφορος,
χρήσιμος: φρ.ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.
Συν. αρμόδιος, πρέπων, πρεπούμενος".
Πληροφορίες για τη συντακτική μας ομάδα αλλά και για τους όρους χρήσης του ιστολογίου μπορείτε να δείτε
→εδώ