του Π.Μανδραβέλη.
.
Aκούστηκαν πολλά για την «Ολυμπιακή» τα τελευταία χρόνια. Συνοψίζονται στο ότι είναι «εθνικός πλούτος, ο οποίος ξεπουλιέται για ένα κομμάτι ψωμί, ώστε να εκμεταλλευτούν τους αιθέρες μας κάποιοι ανάλγητοι καπιταλιστές». Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: έπειτα από πολλούς δισταγμούς βγήκαμε στο παζάρι για να την ξεπουλήσουμε, για να διαπιστώσουμε ότι δεν τη θέλει κανείς. Είναι άραγε τέτοια η κρίση του καπιταλισμού ώστε παρουσιάζει έλλειψη «στυγνών εκμεταλλευτών» ή μήπως το εμπόρευμα είναι μεν εθνικό, αλλά δεν αποτελεί πλούτο;
Αυτή η χώρα είναι δέσμια των προκαταλήψεων και των φαντασιώσεών της. Τη δεκαετία του 1980 ανησυχούσαμε σοβαρά μην τυχόν και έρθουν ξένοι επενδυτές κι αμαυρώσουν την πορεία προς τον σοσιαλισμό που είχαμε χαράξει. Τρέμαμε την ξένη εκμετάλλευση και διαδηλώναμε εναντίον της. Οταν με τα πολλά διαπιστώσαμε ότι μένουμε πίσω και χρειαζόμαστε ξένες επενδύσεις για να ξεκολλήσει η οικονομία, βγήκαμε στην αγορά με την ταμπέλα «εκμεταλλευτείτε μας» για να διαπιστώσουμε ότι δεν ήθελε να μας πιει το αίμα κανείς. Η ελληνική οικονομία ήταν σαν μια πολύφερνη νύφη, που την προστατεύαμε μην τη μαγαρίσει κανένας επενδυτής, και μετά την βγάλαμε στο σεργιάνι και διαπιστώσαμε ότι δεν την κοίταζε κανείς.
Η οικονομία συνεχίζει να πατώνει, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν μάθαμε από τον «τζάμπα τρόμο». Το ίδιο έργο ζήσαμε και με την «Ολυμπιακή». Φτιάξαμε μύθους για έναν εθνικό πλούτο, με «slots» και «brand name», με «δείκτες ασφαλείας πτήσεων» και «φιλέτα διαδρομές» και όταν βγήκαμε στην αγορά για να τον αποτιμήσουμε δεν έτρεξε κανείς να τον αρπάξει. Για την ακρίβεια δεν ... ενδιαφέρθηκε κανείς να τον κοιτάξει· να δώσει μια προσφορά, βρε αδελφέ! έτσι για να δικαιολογηθεί ο υπερδεκαετής τρόμος μας, ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε το κελεπούρι.
Στους καφενέδες της επικράτειας κυκλοφορούν πολλοί εθνικοί μύθοι και αμύθητα εθνικά πλούτη. Για την ακρίβεια, κάθε ραχούλα και κάθε μπαΐρι (μτφ. το ακαλλιέργητο χωράφι, η άγονη έκταση) είναι ανείπωτου φυσικού κάλλους κι αναντικατάστατος εθνικός πλούτος. Οποιοδήποτε σχέδιο εκμετάλλευσής τους είναι απόπειρα εγκλήματος. Δεν μιλάμε μόνο για ρυπογόνες δραστηριότητες, αλλά και για αιολικά πάρκα (αυτά καταστρέφουν το μοναδικό ελληνικό τοπίο). Η χώρα ζει με μύθους όχι μόνο εθνικού μεγαλείου -το οποίο επιβουλεύονται αιώνες τώρα Δυτικοί κι Εβραίοι- αλλά και μύθους εθνικού πλούτου για τον οποίο καραδοκούν όλοι: «ξέρεις, ρε, τι μπορεί να το κάνει αυτό το χωράφι κάποιος που έχει λεφτά και μυαλό;» Μόνο που εκείνοι που έχουν λεφτά δεν το θέλουν κι εμείς που έχουμε μυαλό δεν μπορούμε να το κάνουμε παραγωγικό.
Ετσι, λοιπόν, δίνοντας μάχες πολλές, μας μένουν τα μπαΐρια για να τα καμαρώνουμε ως εθνικό πλούτο. Οπως θα μας μείνει με ζημιές ο εθνικός αερομεταφορέας κι επειδή καιροί ου μενετοί θα αναγκαστούμε κάποια στιγμή να την κλείσουμε. Με τους αγρότες στους δρόμους, την ανεργία να φουντώνει και την υγεία να υποχρηματοδοτείται θα αναγκαστούμε να κάνουμε κάποιες επιλογές: Θα δίνουμε λεφτά για τα σχολεία ή θα πετάμε άδεια αεροπλάνα για τα «χρυσά slot» της Βηρυτού; Η εταιρεία πιθανότατα θα κλείσει αλλά αγώνας θα έχει δικαιωθεί: Και κλειστή η «Ολυμπιακή» θα είναι κρατική.
Αυτή η χώρα είναι δέσμια των προκαταλήψεων και των φαντασιώσεών της. Τη δεκαετία του 1980 ανησυχούσαμε σοβαρά μην τυχόν και έρθουν ξένοι επενδυτές κι αμαυρώσουν την πορεία προς τον σοσιαλισμό που είχαμε χαράξει. Τρέμαμε την ξένη εκμετάλλευση και διαδηλώναμε εναντίον της. Οταν με τα πολλά διαπιστώσαμε ότι μένουμε πίσω και χρειαζόμαστε ξένες επενδύσεις για να ξεκολλήσει η οικονομία, βγήκαμε στην αγορά με την ταμπέλα «εκμεταλλευτείτε μας» για να διαπιστώσουμε ότι δεν ήθελε να μας πιει το αίμα κανείς. Η ελληνική οικονομία ήταν σαν μια πολύφερνη νύφη, που την προστατεύαμε μην τη μαγαρίσει κανένας επενδυτής, και μετά την βγάλαμε στο σεργιάνι και διαπιστώσαμε ότι δεν την κοίταζε κανείς.
Η οικονομία συνεχίζει να πατώνει, αλλά το χειρότερο είναι ότι δεν μάθαμε από τον «τζάμπα τρόμο». Το ίδιο έργο ζήσαμε και με την «Ολυμπιακή». Φτιάξαμε μύθους για έναν εθνικό πλούτο, με «slots» και «brand name», με «δείκτες ασφαλείας πτήσεων» και «φιλέτα διαδρομές» και όταν βγήκαμε στην αγορά για να τον αποτιμήσουμε δεν έτρεξε κανείς να τον αρπάξει. Για την ακρίβεια δεν ... ενδιαφέρθηκε κανείς να τον κοιτάξει· να δώσει μια προσφορά, βρε αδελφέ! έτσι για να δικαιολογηθεί ο υπερδεκαετής τρόμος μας, ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε το κελεπούρι.
Στους καφενέδες της επικράτειας κυκλοφορούν πολλοί εθνικοί μύθοι και αμύθητα εθνικά πλούτη. Για την ακρίβεια, κάθε ραχούλα και κάθε μπαΐρι (μτφ. το ακαλλιέργητο χωράφι, η άγονη έκταση) είναι ανείπωτου φυσικού κάλλους κι αναντικατάστατος εθνικός πλούτος. Οποιοδήποτε σχέδιο εκμετάλλευσής τους είναι απόπειρα εγκλήματος. Δεν μιλάμε μόνο για ρυπογόνες δραστηριότητες, αλλά και για αιολικά πάρκα (αυτά καταστρέφουν το μοναδικό ελληνικό τοπίο). Η χώρα ζει με μύθους όχι μόνο εθνικού μεγαλείου -το οποίο επιβουλεύονται αιώνες τώρα Δυτικοί κι Εβραίοι- αλλά και μύθους εθνικού πλούτου για τον οποίο καραδοκούν όλοι: «ξέρεις, ρε, τι μπορεί να το κάνει αυτό το χωράφι κάποιος που έχει λεφτά και μυαλό;» Μόνο που εκείνοι που έχουν λεφτά δεν το θέλουν κι εμείς που έχουμε μυαλό δεν μπορούμε να το κάνουμε παραγωγικό.
Ετσι, λοιπόν, δίνοντας μάχες πολλές, μας μένουν τα μπαΐρια για να τα καμαρώνουμε ως εθνικό πλούτο. Οπως θα μας μείνει με ζημιές ο εθνικός αερομεταφορέας κι επειδή καιροί ου μενετοί θα αναγκαστούμε κάποια στιγμή να την κλείσουμε. Με τους αγρότες στους δρόμους, την ανεργία να φουντώνει και την υγεία να υποχρηματοδοτείται θα αναγκαστούμε να κάνουμε κάποιες επιλογές: Θα δίνουμε λεφτά για τα σχολεία ή θα πετάμε άδεια αεροπλάνα για τα «χρυσά slot» της Βηρυτού; Η εταιρεία πιθανότατα θα κλείσει αλλά αγώνας θα έχει δικαιωθεί: Και κλειστή η «Ολυμπιακή» θα είναι κρατική.