Του κ.Κώστα Χρυσόγονου,
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το Σύνταγμα (άρθρο 86 παρ. 2) προβλέπει ότι αν στο πλαίσιο ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με υπουργούς για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους «αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση».
Η διάταξη αυτή του θεμελιώδη νόμου της χώρας έχει υπέρτερη ισχύ από κάθε άλλη διάταξη νόμου, Κανονισμού της Βουλής, εγκυκλίου κ.λπ.
Η διάταξη αυτή του θεμελιώδη νόμου της χώρας έχει υπέρτερη ισχύ από κάθε άλλη διάταξη νόμου, Κανονισμού της Βουλής, εγκυκλίου κ.λπ.
Εφόσον, λοιπόν, οι 2 εισαγγελείς εφετών που διερεύνησαν την υπόθεση Βατοπεδίου καταλήγουν σε ενδείξεις για ποινική ευθύνη υπουργών οφείλουν να διαβιβάσουν οι ίδιοι τη σχετική αναφορά τους στη Βουλή χωρίς καθυστέρηση μαζί με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.
Το ίδιο οφείλει να κάνει και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών εφόσον οι δύο χειριστές της υπόθεσης εισαγγελείς διαβίβασαν σε αυτόν την αναφορά τους, αντί να τη στείλουν απευθείας στη Βουλή.
Οποιαδήποτε παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο όλο θέμα και πολύ περισσότερο η εκ μέρους του απαγόρευση στους αρμόδιους εισαγγελείς που ενήργησαν την έρευνα να εκπληρώσουν το συνταγματικό καθήκον τους, δηλαδή να αποστείλουν το φάκελο αμελλητί στη Βουλή, αποτελεί νόσφιση αρμοδιότητας και απροσχημάτιστη παραβίαση του Συντάγματος.
Η αντισυνταγματική αυτή παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αποσκοπεί προφανώς στη....συγκάλυψη όχι μόνο των ποινικών ευθυνών συγκεκριμένων προσώπων, αλλά και της γενικότερης πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, η οποία τον επέλεξε στη θέση που κατέχει, για το σκάνδαλο Βατοπεδίου.
Ο ίδιος, άλλωστε, είχε φροντίσει εξαρχής να προκαταλάβει την εισαγγελική έρευνα της υπόθεσης, αθωώνοντας προκαταβολικά τους εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς, με τη μνημειώδη δήλωσή του ότι «παραπλανήθηκαν», ως να ήσαν μωρές παρθένες. Το ότι αυτός εξευτελίζει έτσι το λειτούργημά του, ενεργώντας όχι ως ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός της χώρας, αλλά ως αυτόκλητος συνήγορος της κυβέρνησης, είναι δυστυχώς το λιγότερο.
Το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει από όλα αυτά είναι το πραγματικό έλλειμμα εσωτερικής δικαστικής (και εισαγγελικής) ανεξαρτησίας στην Ελλάδα.
Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι αρμόδιοι εισαγγελείς εφετών υπακούουν στα κελεύσματα του αναρμόδιου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν τολμούν να αποστείλουν οι ίδιοι, ως όφειλαν, τον φάκελο στη Βουλή.
Όσο για την ποινική ευθύνη των υπουργών, αυτή καταλήγει να είναι κατ’ επίφαση ευθύνη και κατά βάθος διασφαλισμένη ατιμωρησία, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της παράξενης ελληνικής δημοκρατίας των γόνων.
Το ίδιο οφείλει να κάνει και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών εφόσον οι δύο χειριστές της υπόθεσης εισαγγελείς διαβίβασαν σε αυτόν την αναφορά τους, αντί να τη στείλουν απευθείας στη Βουλή.
Οποιαδήποτε παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο όλο θέμα και πολύ περισσότερο η εκ μέρους του απαγόρευση στους αρμόδιους εισαγγελείς που ενήργησαν την έρευνα να εκπληρώσουν το συνταγματικό καθήκον τους, δηλαδή να αποστείλουν το φάκελο αμελλητί στη Βουλή, αποτελεί νόσφιση αρμοδιότητας και απροσχημάτιστη παραβίαση του Συντάγματος.
Η αντισυνταγματική αυτή παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αποσκοπεί προφανώς στη....συγκάλυψη όχι μόνο των ποινικών ευθυνών συγκεκριμένων προσώπων, αλλά και της γενικότερης πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, η οποία τον επέλεξε στη θέση που κατέχει, για το σκάνδαλο Βατοπεδίου.
Ο ίδιος, άλλωστε, είχε φροντίσει εξαρχής να προκαταλάβει την εισαγγελική έρευνα της υπόθεσης, αθωώνοντας προκαταβολικά τους εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς, με τη μνημειώδη δήλωσή του ότι «παραπλανήθηκαν», ως να ήσαν μωρές παρθένες. Το ότι αυτός εξευτελίζει έτσι το λειτούργημά του, ενεργώντας όχι ως ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός της χώρας, αλλά ως αυτόκλητος συνήγορος της κυβέρνησης, είναι δυστυχώς το λιγότερο.
Το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει από όλα αυτά είναι το πραγματικό έλλειμμα εσωτερικής δικαστικής (και εισαγγελικής) ανεξαρτησίας στην Ελλάδα.
Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι αρμόδιοι εισαγγελείς εφετών υπακούουν στα κελεύσματα του αναρμόδιου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν τολμούν να αποστείλουν οι ίδιοι, ως όφειλαν, τον φάκελο στη Βουλή.
Όσο για την ποινική ευθύνη των υπουργών, αυτή καταλήγει να είναι κατ’ επίφαση ευθύνη και κατά βάθος διασφαλισμένη ατιμωρησία, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της παράξενης ελληνικής δημοκρατίας των γόνων.