Η επίσκεψη του νέου Αμερικανού προέδρου στην Τουρκία και τα όσα είπε εκεί ήταν μια ανώμαλη προσγείωση για την ελληνική πλευρά. Δεν πρόκειται, βεβαίως, για φιλοτουρκισμό ούτε πολύ περισσότερο για ανθελληνισμό.
Εχουμε εδώ και καιρό υπογραμμίσει ότι εάν ο Μπους είχε μία φορά ανάγκη την Αγκυρα για να προωθήσει την εξωτερική πολιτική του, ο Ομπάμα την έχει τρεις φορές ανάγκη για να προωθήσει τη δική του. Ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται επιδέξια την αναβάθμιση του ρόλου της χώρας του για να αποκομίσει κέρδη σ’ όλα τα μέτωπα. Τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό δεν εξαιρούνται...
Η έμφαση των Ηνωμένων Πολιτειών στον ρόλο της Τουρκίας δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε από την ελληνική διπλωματία ούτε από το ελληνικό λόμπι.
Η έμφαση των Ηνωμένων Πολιτειών στον ρόλο της Τουρκίας δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε από την ελληνική διπλωματία ούτε από το ελληνικό λόμπι.
Η ευθύνη της Αθήνας είναι αλλού. Στη δυσμενή αυτή εξέλιξη αντιδρά σπασμωδικά και με επικοινωνιακούς όρους. Εκταμίευσε σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για να εξασφαλίσει την επίσκεψη Μπακογιάννη στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στη συνέχεια τη σύντομη συνάντηση Καραμανλή - Ομπάμα. Η πρώτη... επαφή μπορεί να εξυπηρέτησε τις αρχηγικές φιλοδοξίες της υπουργού Εξωτερικών, αλλά δεν απέφερε τίποτα αξιόλογο για τα εθνικά συμφέροντα. Το ίδιο και η δεύτερη επαφή, που ζητήθηκε για να εξισορροπηθούν οι αρνητικές εντυπώσεις στο εσωτερικό.
Το μείζον πρόβλημα είναι ότι η εξωτερική πολιτική δεν υπαγορεύεται από ένα ρεαλιστικό στρατηγικό δόγμα. Υπαγορεύεται από βολικά ιδεολογήματα, με τα οποία οι εξουσιαστικές ελίτ καλύπτουν το φοβικό τους σύνδρομο και υπεκφεύγουν από το καθήκον να υπερασπίσουν τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα. Αντί να προσπαθεί να διαμορφώσει το κλίμα με δικές της πρωτοβουλίες, η ελληνική διπλωματία δίνει μάχες οπισθοφυλακών, αντιδρώντας σπασμωδικά σε κινήσεις τρίτων.
Η Ελλάδα δεν έχει για τις ΗΠΑ την ίδια αξία με την Τουρκία, αλλά έχει χαρτιά στα χέρια της. Οι κυβερνήσεις τα αφήνουν ανεκμετάλλευτα για να μη δυσαρεστήσουν την Ουάσιγκτον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολύτιμη για τους Αμερικανούς βάση της Σούδας.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Μία άλλη πολιτική, υποβοηθούμενη από το ελληνικό λόμπι, θα υποχρέωνε την προεδρία Ομπάμα να λάβει σοβαρότερα υπόψη τις ελληνικές θέσεις. Η εποχή της pax americana, άλλωστε, παρέρχεται. Η Αθήνα έχει περιθώρια να αναπτύξει ειδικές σχέσεις με χώρες όπως η Γαλλία και η Ρωσία, προκειμένου να εξισορροπήσει τις αρνητικές επιπτώσεις από τη σύγκλιση των αμερικανικών συμφερόντων με τα τουρκικά. Ο Καραμανλής κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά έμεινε στη μέση του δρόμου με τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται.
Το μείζον πρόβλημα είναι ότι η εξωτερική πολιτική δεν υπαγορεύεται από ένα ρεαλιστικό στρατηγικό δόγμα. Υπαγορεύεται από βολικά ιδεολογήματα, με τα οποία οι εξουσιαστικές ελίτ καλύπτουν το φοβικό τους σύνδρομο και υπεκφεύγουν από το καθήκον να υπερασπίσουν τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα. Αντί να προσπαθεί να διαμορφώσει το κλίμα με δικές της πρωτοβουλίες, η ελληνική διπλωματία δίνει μάχες οπισθοφυλακών, αντιδρώντας σπασμωδικά σε κινήσεις τρίτων.
Η Ελλάδα δεν έχει για τις ΗΠΑ την ίδια αξία με την Τουρκία, αλλά έχει χαρτιά στα χέρια της. Οι κυβερνήσεις τα αφήνουν ανεκμετάλλευτα για να μη δυσαρεστήσουν την Ουάσιγκτον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολύτιμη για τους Αμερικανούς βάση της Σούδας.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Μία άλλη πολιτική, υποβοηθούμενη από το ελληνικό λόμπι, θα υποχρέωνε την προεδρία Ομπάμα να λάβει σοβαρότερα υπόψη τις ελληνικές θέσεις. Η εποχή της pax americana, άλλωστε, παρέρχεται. Η Αθήνα έχει περιθώρια να αναπτύξει ειδικές σχέσεις με χώρες όπως η Γαλλία και η Ρωσία, προκειμένου να εξισορροπήσει τις αρνητικές επιπτώσεις από τη σύγκλιση των αμερικανικών συμφερόντων με τα τουρκικά. Ο Καραμανλής κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά έμεινε στη μέση του δρόμου με τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται.