& αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα "Το Βήμα":
Τριάντα πέντε χρόνια μετά την τουρκική εισβολή η επίλυση του Κυπριακού παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Και είναι βέβαια ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι κκ. Καραμανλής και Χριστόφιας συμφώνησαν σε όλα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στη Λευκωσία, αλλά η συμφωνία αυτή δεν επιλύει το πρόβλημα καθώς το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην Αγκυρα. Η Τουρκία είναι εκείνη που με τη συνεχιζόμενη παρουσία των στρατευμάτων της και την παρεχόμενη κατ΄ έτος τεράστια οικονομική βοήθεια ελέγχει πλήρως την κατάσταση στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπό την έννοια αυτή μικρή σημασία έχει ποιος εκλέγεται «πρόεδρος» ή ποιος εκλέγεται «πρωθυπουργός» στα Κατεχόμενα, εφόσον δεν είναι αυτός που χαράσσει την πολιτική (ως προς το Κυπριακό τουλάχιστον), αλλά το γνωστό στρατιωτικοδιπλωματικό κατεστημένο της Αγκυρας. Οι φόβοι λοιπόν ότι ο... προσφάτως εκλεγείς υπερεθνικιστής κ. Ερογλου μπορεί τώρα να προκαλέσει εμπόδια στον διακοινοτικό διάλογο είναι υπερβολικοί.
Με τα δεδομένα αυτά το καίριο ερώτημα είναι αν η Αγκυρα επιθυμεί ή όχι τη λύση. Ο κ. Ερντογάν ξεκαθάρισε, αμέσως μετά την εκλογή του κ. Ερογλου, ότι δεν τίθεται θέμα υπονόμευσης του τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ταλάτ ή αλλαγής της βάσης των συνομιλιών, βάζοντας έτσι πάγο στις διακηρύξεις του νεοεκλεγέντος «πρωθυπουργού» για λύση δύο κρατών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο τούρκος πρωθυπουργός υιοθετεί τις ελληνοκυπριακές θέσεις για μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, αλλά τουλάχιστον αφήνει το πεδίο ανοιχτό στις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις, χωρίς όμως να αναιρεί τις γνωστές τουρκικές θέσεις περί δύο χωριστών «λαών» και δύο «ιδρυτικών κρατών» μέσω της λεγόμενης «παρθενογένεσης» ενός συνομοσπονδιακού μορφώματος.
Θέσεις οι οποίες αντιβαίνουν στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και οι οποίες, αν δεν αλλάξουν, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν για μία ακόμη φορά τον διάλογο σε αποτυχία. Αν η Τουρκία επιθυμεί ειλικρινά να προχωρήσει η ενταξιακή της πορεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συμβάλει στη λύση του Κυπριακού, καθώς μάλιστα τον ερχόμενο Δεκέμβριο θα αξιολογηθεί στις Βρυξέλλες η πορεία αυτή.
Μέσα στο θόλο αυτό τοπίο η μόνη θετική εξέλιξη υπήρξε η αποσαφήνιση από την πλευρά της Ουάσιγκτον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποφύγουν οποιαδήποτε παρέμβαση και θα υποστηρίξουν τη λύση που επιθυμούν οι δύο πλευρές. Για πρώτη φορά η υπουργός Εξωτερικών κυρία Κλίντον παραδέχθηκε, καταθέτοντας στην Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων του Κογκρέσου, ότι οι προηγούμενες προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού κατέληξαν σε μια αίσθηση των Ελληνοκυπρίων ότι επιχειρήθηκε να τους επιβληθούν κάποια πράγματα και ξεκαθάρισε: «Δεν προτιθέμεθα να επιβάλουμε οτιδήποτε, αλλά να υποστηρίξουμε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών γι΄ αυτό που πιστεύουμε ότι θα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα: μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία». Είναι λοιπόν φανερό ότι οι κκ. Χριστόφιας και Ταλάτ μπορούν να συνεχίσουν να συνομιλούν χωρίς το άγχος των έξωθεν επεμβάσεων.
Στην Αγκυρα εναπόκειται να αφήσει εντελώς ελεύθερο τον τουρκοκύπριο ηγέτη να διαπραγματευθεί. Ούτως ή άλλως η λύση αφορά μόνον τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους...
Με τα δεδομένα αυτά το καίριο ερώτημα είναι αν η Αγκυρα επιθυμεί ή όχι τη λύση. Ο κ. Ερντογάν ξεκαθάρισε, αμέσως μετά την εκλογή του κ. Ερογλου, ότι δεν τίθεται θέμα υπονόμευσης του τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ταλάτ ή αλλαγής της βάσης των συνομιλιών, βάζοντας έτσι πάγο στις διακηρύξεις του νεοεκλεγέντος «πρωθυπουργού» για λύση δύο κρατών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο τούρκος πρωθυπουργός υιοθετεί τις ελληνοκυπριακές θέσεις για μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, αλλά τουλάχιστον αφήνει το πεδίο ανοιχτό στις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις, χωρίς όμως να αναιρεί τις γνωστές τουρκικές θέσεις περί δύο χωριστών «λαών» και δύο «ιδρυτικών κρατών» μέσω της λεγόμενης «παρθενογένεσης» ενός συνομοσπονδιακού μορφώματος.
Θέσεις οι οποίες αντιβαίνουν στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και οι οποίες, αν δεν αλλάξουν, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν για μία ακόμη φορά τον διάλογο σε αποτυχία. Αν η Τουρκία επιθυμεί ειλικρινά να προχωρήσει η ενταξιακή της πορεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δεν έχει άλλη επιλογή παρά να συμβάλει στη λύση του Κυπριακού, καθώς μάλιστα τον ερχόμενο Δεκέμβριο θα αξιολογηθεί στις Βρυξέλλες η πορεία αυτή.
Μέσα στο θόλο αυτό τοπίο η μόνη θετική εξέλιξη υπήρξε η αποσαφήνιση από την πλευρά της Ουάσιγκτον ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποφύγουν οποιαδήποτε παρέμβαση και θα υποστηρίξουν τη λύση που επιθυμούν οι δύο πλευρές. Για πρώτη φορά η υπουργός Εξωτερικών κυρία Κλίντον παραδέχθηκε, καταθέτοντας στην Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων του Κογκρέσου, ότι οι προηγούμενες προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού κατέληξαν σε μια αίσθηση των Ελληνοκυπρίων ότι επιχειρήθηκε να τους επιβληθούν κάποια πράγματα και ξεκαθάρισε: «Δεν προτιθέμεθα να επιβάλουμε οτιδήποτε, αλλά να υποστηρίξουμε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών γι΄ αυτό που πιστεύουμε ότι θα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα: μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία». Είναι λοιπόν φανερό ότι οι κκ. Χριστόφιας και Ταλάτ μπορούν να συνεχίσουν να συνομιλούν χωρίς το άγχος των έξωθεν επεμβάσεων.
Στην Αγκυρα εναπόκειται να αφήσει εντελώς ελεύθερο τον τουρκοκύπριο ηγέτη να διαπραγματευθεί. Ούτως ή άλλως η λύση αφορά μόνον τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους...