Του Π.Ανδαβέλη
H αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ξέρει τι πήγε στραβά στις χρηματαγορές. Ισως επειδή κανείς δεν καταλάβαινε τι πήγαινε καλά τα προηγούμενα χρόνια. Το σύστημα είχε εκτροχιαστεί στη σφαίρα του φανταστικού: δισεκατομμύρια ανταλλάσσονταν στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης, χωρίς όμως να υπάρχουν πίσω τους πραγματικές αξίες.
Η πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, μαζί με τις ασύλληπτες ταχύτητες ανταλλαγής τους, δημιουργούσαν εικονικές υπεραξίες, οι οποίες λίγους τρόμαζαν, επειδή ευημερούσαν οι αριθμοί. Μεγάλοι παίκτες των αγορών, όπως ο Γουόρεν Μπάφετ και ο Τζορτζ Σόρος δήλωναν την αδυναμία τους να καταλάβουν τα νέα σύνθετα προϊόντα και αποσύρθηκαν νωρίς. Ισως ήταν πολύ μεγάλοι και είχαν τη δυνατότητα επιλογής.
Οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους στις χρηματαγορές δεν είχαν την πολυτέλεια του αναστοχασμού. Κάθε λεπτό που περνούσε σήμαινε γι' αυτούς και την εταιρεία τους αμύθητα κέρδη ή ασύλληπτες ζημιές. Τα πρώτα έφερναν καινούργιους πελάτες και νέα κέρδη. Οι δεύτερες σήμαιναν συρρίκνωση του πελατολογίου και νέες ζημιές.
Δεν ήταν μόνο οι άφρονες και άπληστοι χρηματιστές που επιτάχυναν διαρκώς το φούσκωμα της αγοράς. Οι πελάτες τους (από τους μεγάλους κεφαλαιούχους, μέχρι τα ασφαλιστικά ταμεία και τους απλούς επενδυτές) έσπρωχναν προς την ίδια κατεύθυνση. Τα καλά αποτελέσματα του ενός δεν αποτελούσαν εξασφάλιση. Οι... πελάτες μετακινούνταν προς εκείνους που είχαν καλύτερες αποδόσεις. Αυτό γινόταν σε κάθε επίπεδο, χωρίς να υπολογίζεται το ρίσκο. Κουίζ: πόσοι απ' όσους αγόρασαν αμοιβαία κεφάλαια γνωρίζαν ή έστω γνωρίζουν τώρα το χαρτοφυλάκιό τους; Αν και όλες οι διαφημίσεις προειδοποιούν ότι «τα αμοιβαία κεφάλαια δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και οι προηγούμενες αποδόσεις δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές» η επιλογή πάντα γινόταν με βάση μόνο την υψηλότερη προηγούμενη απόδοση.
Βεβαίως, οι απλοί επενδυτές λειτουργούσαν με διαφορά φάσης σε ό,τι αφορά τους κινδύνους για τις τοποθετήσεις τους. Πίστευαν ότι λειτουργούσαν στο προηγούμενο οικονομικό περιβάλλον, το οποίο ήταν νομοθετικά προστατευμένο από το μεγάλο ρίσκο. Μόνο που οι αγορές είχαν απορρυθμιστεί με πολιτικές αποφάσεις. Αυτό επέτρεψε να δημιουργηθούν οι μεγάλες αποδόσεις, αλλά ταυτόχρονα διεύρυνε το ρίσκο τους. Από την άλλη, οι χρηματιστές και τα στελέχη των επιχειρήσεων ήξεραν ότι λειτουργούσαν χωρίς δίχτυ ασφαλείας, αλλά πίστευαν ότι κάνουν διαχείριση του κινδύνου τοποθετώντας τα κεφάλαια σε πολλά προϊόντα και μοιράζοντας το ρίσκο σε πολλούς ενδιάμεσους. Οπως γράφει ο συγγραφέας του «The Mind and the Market: Capitalism in Modern European Thought», Τζέρι Μιούλερ, οι χρηματιστές τα τελευταία χρόνια λειτουργούσαν μέσα σε ένα σύννεφο «ψευδο-αντικειμενικότητας». «Υπήρχε στον χρηματοπιστωτικό τομέα η πίστη ότι η διαφοροποίηση των τοποθετήσεων ήταν υποκατάστατο του ελέγχου κάθε τοποθέτησης ξεχωριστά, έτσι ώστε αν κάποιος είχε πακετάρει πολλά προϊόντα μαζί, δεν χρειαζόταν να ξέρει πολλά για κάθε προϊόν ξεχωριστά...»
Ετσι στις επιχειρήσεις κάθε είδους (εμπορικές τράπεζες, επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.ά.) δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι «όσο επεκτείνονται σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τόσο προστατεύονται από τις ζημιές σε έναν τομέα». Αυτή όμως η δημιουργία αξιών από πακέτα διαφοροποιημένων προϊόντων (υποθήκες, φοιτητικά δάνεια, χρέη από πιστωτικές κάρτες κ.λπ.) σήμαινε ότι «αν η αγορά έπεφτε, γινόταν αδύνατον να προσδιορίσει κάποιος την ακριβή αξία του συνολικού προϊόντος... Η πολυπλοκότητα των νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων -τα οποία υποτίθεται χρησιμοποιούσαν υψηλά μαθηματικά για να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο- κατέληξαν να δημιουργήσουν θολούρα και την αδυναμία όλων (πλην ελάχιστων αναλυτών) να καταλάβουν τι συνέβαινε. Και η δημιουργία αυτών των μυστηριακών εργαλείων έκανε αδύνατη την αποτελεσματική εποπτεία και από τα ανώτερα στελέχη των εταιρειών αλλά και από τις ελεγκτικές αρχές».
Γιατί δεν λειτούργησε η αγορά.
Το μεγάλο ερώτημα που αναδύθηκε με την κρίση είναι γιατί δεν εμφανίστηκε ο αυτοματισμός της αγοράς. Γιατί οι τιμές δεν λειτούργησαν σταθεροποιητικά ώστε να ανακόψουν την πτώση, το ξήλωμα του χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος. Ολοι γνωρίζουν ότι οι αγορές λειτουργούν αυτοσταθεροποιητικά, λόγω του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης: όταν υπάρχει μεγάλη προσφορά κάποιων προϊόντων οι τιμές πέφτουν. Η πτώση των τιμών γίνεται κίνητρο για κάποιους άλλους να αγοράσουν. Δημιουργείται δηλαδή ζήτηση που αντισταθμίζει την προσφορά και επέρχεται ένα νέο σημείο ισορροπίας. Οι αγορές δεν εξασφαλίζουν ούτε κέρδη ούτε ζημιές, δημιουργούν διαρκώς νέα σημεία ισορροπίας.
Γιατί λοιπόν ξηλώθηκε το χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο γρήγορα και δεν δημιουργήθηκε ένα νέο σημείο ισορροπίας; Για τον Γάλλο καθηγητή Μισέλ Αλιετά η εξήγηση είναι απλή. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν έχουμε αγορά! «Σε μια κανονική αγορά», γράφει στο τελευταίο του βιβλίο «Η Οικονομική Κρίση», «όταν οι τιμές αυξάνονται οι καταναλωτές για ένα διάστημα συνεχίζουν να ακολουθούν. Τότε οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Ομως μετά από ένα ορισμένο χρόνο, οι ίδιοι αυτοί καταναλωτές αντιδρούν περιορίζοντας τις αγορές τους, πράγμα που φέρνει υποχώρηση τιμών... Πρόκειται για την κλασική θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης, που τις θέλει ανεξάρτητες τη μία από την άλλη... Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στον κόσμο των χρηματοπιστωτικών στοιχείων του ενεργητικού, ούτε σε εκείνον του πιστωτικού συστήματος... Οταν οι τιμές τους ανεβαίνουν, η ζήτηση αυξάνεται! Κατά τρόπο παράδοξο, αυτή η δημιουργία αξίας δημιουργεί συνολικά και ζήτηση. Δεν υπάρχει κορεσμός από τον αφηρημένο πλουτισμό κατά καθαρή αξία... Στην κυρίως καπιταλιστική λογική, η τιμή των στοιχείων ενεργητικού αποτελεί συνάρτηση των προσδοκιών που δημιουργούνται για περαιτέρω αύξησή τους - οπότε, όμως, συνεχίζουν να προσελκύουν όλο και περισσότερους αγοραστές... Σε μια τέτοια χρηματοπιστωτική λογική, η τιμή δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως μηχανισμός προσαρμογής, όπως συμβαίνει στην αγορά των συνήθων καταναλωτικών αγαθών».
(Πληροφορίες:
- Michel Aglietta, «Η οικονομική κρίση», εκδ. Πόλις
- Πολ Κρούγκμαν, «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης», εκδ. Καστανιώτη
- George Soros, «Η οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της», εκδ. Α.Α. Λιβάνη
- Edward Chancellor, «Η άνοδος και η πτώση των χρηματιστηρίων. Μια συνοπτική ιστορία της κερδοσκοπίας», εκδ. Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη)
Οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους στις χρηματαγορές δεν είχαν την πολυτέλεια του αναστοχασμού. Κάθε λεπτό που περνούσε σήμαινε γι' αυτούς και την εταιρεία τους αμύθητα κέρδη ή ασύλληπτες ζημιές. Τα πρώτα έφερναν καινούργιους πελάτες και νέα κέρδη. Οι δεύτερες σήμαιναν συρρίκνωση του πελατολογίου και νέες ζημιές.
Δεν ήταν μόνο οι άφρονες και άπληστοι χρηματιστές που επιτάχυναν διαρκώς το φούσκωμα της αγοράς. Οι πελάτες τους (από τους μεγάλους κεφαλαιούχους, μέχρι τα ασφαλιστικά ταμεία και τους απλούς επενδυτές) έσπρωχναν προς την ίδια κατεύθυνση. Τα καλά αποτελέσματα του ενός δεν αποτελούσαν εξασφάλιση. Οι... πελάτες μετακινούνταν προς εκείνους που είχαν καλύτερες αποδόσεις. Αυτό γινόταν σε κάθε επίπεδο, χωρίς να υπολογίζεται το ρίσκο. Κουίζ: πόσοι απ' όσους αγόρασαν αμοιβαία κεφάλαια γνωρίζαν ή έστω γνωρίζουν τώρα το χαρτοφυλάκιό τους; Αν και όλες οι διαφημίσεις προειδοποιούν ότι «τα αμοιβαία κεφάλαια δεν έχουν εγγυημένη απόδοση και οι προηγούμενες αποδόσεις δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές» η επιλογή πάντα γινόταν με βάση μόνο την υψηλότερη προηγούμενη απόδοση.
Βεβαίως, οι απλοί επενδυτές λειτουργούσαν με διαφορά φάσης σε ό,τι αφορά τους κινδύνους για τις τοποθετήσεις τους. Πίστευαν ότι λειτουργούσαν στο προηγούμενο οικονομικό περιβάλλον, το οποίο ήταν νομοθετικά προστατευμένο από το μεγάλο ρίσκο. Μόνο που οι αγορές είχαν απορρυθμιστεί με πολιτικές αποφάσεις. Αυτό επέτρεψε να δημιουργηθούν οι μεγάλες αποδόσεις, αλλά ταυτόχρονα διεύρυνε το ρίσκο τους. Από την άλλη, οι χρηματιστές και τα στελέχη των επιχειρήσεων ήξεραν ότι λειτουργούσαν χωρίς δίχτυ ασφαλείας, αλλά πίστευαν ότι κάνουν διαχείριση του κινδύνου τοποθετώντας τα κεφάλαια σε πολλά προϊόντα και μοιράζοντας το ρίσκο σε πολλούς ενδιάμεσους. Οπως γράφει ο συγγραφέας του «The Mind and the Market: Capitalism in Modern European Thought», Τζέρι Μιούλερ, οι χρηματιστές τα τελευταία χρόνια λειτουργούσαν μέσα σε ένα σύννεφο «ψευδο-αντικειμενικότητας». «Υπήρχε στον χρηματοπιστωτικό τομέα η πίστη ότι η διαφοροποίηση των τοποθετήσεων ήταν υποκατάστατο του ελέγχου κάθε τοποθέτησης ξεχωριστά, έτσι ώστε αν κάποιος είχε πακετάρει πολλά προϊόντα μαζί, δεν χρειαζόταν να ξέρει πολλά για κάθε προϊόν ξεχωριστά...»
Ετσι στις επιχειρήσεις κάθε είδους (εμπορικές τράπεζες, επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.ά.) δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι «όσο επεκτείνονται σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τόσο προστατεύονται από τις ζημιές σε έναν τομέα». Αυτή όμως η δημιουργία αξιών από πακέτα διαφοροποιημένων προϊόντων (υποθήκες, φοιτητικά δάνεια, χρέη από πιστωτικές κάρτες κ.λπ.) σήμαινε ότι «αν η αγορά έπεφτε, γινόταν αδύνατον να προσδιορίσει κάποιος την ακριβή αξία του συνολικού προϊόντος... Η πολυπλοκότητα των νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων -τα οποία υποτίθεται χρησιμοποιούσαν υψηλά μαθηματικά για να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο- κατέληξαν να δημιουργήσουν θολούρα και την αδυναμία όλων (πλην ελάχιστων αναλυτών) να καταλάβουν τι συνέβαινε. Και η δημιουργία αυτών των μυστηριακών εργαλείων έκανε αδύνατη την αποτελεσματική εποπτεία και από τα ανώτερα στελέχη των εταιρειών αλλά και από τις ελεγκτικές αρχές».
Γιατί δεν λειτούργησε η αγορά.
Το μεγάλο ερώτημα που αναδύθηκε με την κρίση είναι γιατί δεν εμφανίστηκε ο αυτοματισμός της αγοράς. Γιατί οι τιμές δεν λειτούργησαν σταθεροποιητικά ώστε να ανακόψουν την πτώση, το ξήλωμα του χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος. Ολοι γνωρίζουν ότι οι αγορές λειτουργούν αυτοσταθεροποιητικά, λόγω του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης: όταν υπάρχει μεγάλη προσφορά κάποιων προϊόντων οι τιμές πέφτουν. Η πτώση των τιμών γίνεται κίνητρο για κάποιους άλλους να αγοράσουν. Δημιουργείται δηλαδή ζήτηση που αντισταθμίζει την προσφορά και επέρχεται ένα νέο σημείο ισορροπίας. Οι αγορές δεν εξασφαλίζουν ούτε κέρδη ούτε ζημιές, δημιουργούν διαρκώς νέα σημεία ισορροπίας.
Γιατί λοιπόν ξηλώθηκε το χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο γρήγορα και δεν δημιουργήθηκε ένα νέο σημείο ισορροπίας; Για τον Γάλλο καθηγητή Μισέλ Αλιετά η εξήγηση είναι απλή. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν έχουμε αγορά! «Σε μια κανονική αγορά», γράφει στο τελευταίο του βιβλίο «Η Οικονομική Κρίση», «όταν οι τιμές αυξάνονται οι καταναλωτές για ένα διάστημα συνεχίζουν να ακολουθούν. Τότε οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Ομως μετά από ένα ορισμένο χρόνο, οι ίδιοι αυτοί καταναλωτές αντιδρούν περιορίζοντας τις αγορές τους, πράγμα που φέρνει υποχώρηση τιμών... Πρόκειται για την κλασική θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης, που τις θέλει ανεξάρτητες τη μία από την άλλη... Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στον κόσμο των χρηματοπιστωτικών στοιχείων του ενεργητικού, ούτε σε εκείνον του πιστωτικού συστήματος... Οταν οι τιμές τους ανεβαίνουν, η ζήτηση αυξάνεται! Κατά τρόπο παράδοξο, αυτή η δημιουργία αξίας δημιουργεί συνολικά και ζήτηση. Δεν υπάρχει κορεσμός από τον αφηρημένο πλουτισμό κατά καθαρή αξία... Στην κυρίως καπιταλιστική λογική, η τιμή των στοιχείων ενεργητικού αποτελεί συνάρτηση των προσδοκιών που δημιουργούνται για περαιτέρω αύξησή τους - οπότε, όμως, συνεχίζουν να προσελκύουν όλο και περισσότερους αγοραστές... Σε μια τέτοια χρηματοπιστωτική λογική, η τιμή δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως μηχανισμός προσαρμογής, όπως συμβαίνει στην αγορά των συνήθων καταναλωτικών αγαθών».
(Πληροφορίες:
- Michel Aglietta, «Η οικονομική κρίση», εκδ. Πόλις
- Πολ Κρούγκμαν, «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης», εκδ. Καστανιώτη
- George Soros, «Η οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της», εκδ. Α.Α. Λιβάνη
- Edward Chancellor, «Η άνοδος και η πτώση των χρηματιστηρίων. Μια συνοπτική ιστορία της κερδοσκοπίας», εκδ. Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη)