Η έρευνα καταγράφει την άποψη των καταναλωτών για τις ετικέτες των τροφίμων, αλλά και την εικόνα της πληροφόρησης που υπάρχει στα συσκευασμένα προϊόντα.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρία tns icap σε δείγμα 1200 ατόμων ηλικίας 15-65 ετών, αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρία tns icap σε δείγμα 1200 ατόμων ηλικίας 15-65 ετών, αντιπροσωπευτικό του ελληνικού πληθυσμού.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας παρατίθενται στη συνέχεια:
1. Ποσοστό 44% των Ελλήνων καταναλωτών δεν διαβάζει ποτέ τις ετικέτες των τροφίμων ή τις διαβάζει μερικές φορές. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό δεδομένου ότι είναι περισσότερο αναμενόμενο να διαβάζει κάποιος την ετικέτα τουλάχιστον την πρώτη φορά που αγοράζει ένα προϊόν ή όταν αλλάζει μάρκα.
2. Οι κύριοι λόγοι που δεν διαβάζουν τις ετικέτες είναι επειδή θεωρούν ότι δεν τους αφορούν (45%), δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο (31%) και δεν τις καταλαβαίνουν (17%).
3. Η ημερομηνία λήξης είναι αυτό που διαβάζουν 7 στους 10 καταναλωτές. Επίσης διαβάζουν τα συστατικά των προϊόντων (56%) και τις διατροφικές πληροφορίες (33%). Από τα συστατικά των προϊόντων διαβάζουν περισσότερο τα συντηρητικά (18%) και τα «Εψιλον» (12%) ενώ από τις διατροφικές πληροφορίες τα λιπαρά (13%) και τις θερμίδες (12%).
4. Τα «Ε» (συστηρητικά, χρωστικές κ.ά) που αναγράφονται στις ετικέτες επηρεάζουν αρνητικά 6 στους 10 τους καταναλωτές. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και η ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων συστατικών αποτελούν επίσης στοιχεία που δρουν αρνητικά στην επιλογή ενός προϊόντος (18 και 12% αντίστοιχα). Στοιχεία που επηρεάζουν θετικά τον καταναλωτή είναι η αναγραφή βιταμινών (27%), λιπαρών (15%), θερμίδων (13%) και πρωτεϊνών (12%).
5. Οσον αφορά στο πόσο εμπιστεύονται οι καταναλωτές τις πληροφορίες που υπάρχουν στις ετικέτες, η έρευνα έδειξε ότι ο βαθμός της εμπιστοσύνης εξαρτάται από το είδος της πληροφορίας. Ειδικότερα, όταν το προϊόν φέρει πληροφορία σχετική με την ελληνικότητά του, την εμπιστεύεται ποσοστό 64% των ερωτηθέντων. Σε ό,τι αφορά διατροφικούς ισχυρισμούς για θρεπτικά συστατικά και τις πληροφορίες για φρέσκο και βιολογικό προϊόν, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών πέφτει στο 50% ενώ σε πληροφορίες που σχετίζονται με ισχυρισμούς για χαμηλά λιπαρά, ισχυρισμούς υγείας, απουσίας προσθέτων και γενετικά τροποποιημένων συστατικών, η εμπιστοσύνη πέφετι στο 40%.
6. Οσον αφορά στην κατηγορία των χύμα προϊόντων, 6 στους 10 από αυτούς που διαβάζουν έστω και σπάνια τις ετικέτες αγοράζουν χύμα προϊόντα και είναι μεγάλο το ποσοστό αυτών (81%) που δηλώνουν ότι παρόλο που δεν υπάρχουν ετικέτες στα συγκεκριμένα προϊόντα ενημερώνονται για τα συστατικά τους. Ειδικότερα, οι μισοί δήλωσαν ότι ενημερώνονται από τον παραγωγό και 1 στους 3 από τον πωλητή.
7. Τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές στην κατανόηση συστατικών των τροφίμων που αναγράφονται με τη χημική τους ορολογία. Πρόσθετα όπως οι γαλακτωματοποιητές, τα μέσα οξίνισης και το τροποποιημένο άμυλο είναι τα πλέον δυσνόητα, αφού λογότεροι από 4 στους 10 δηλώνουν ότι τα κατανοούν.
8. Υπάρχει σύγχυση μεταξύ του πίνακα Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων (GDA) που αφορά στα ποσοστά κάποιων σημαντικών θρεπτικών συστατικών που λαμβάνοντα από μια μερίδα του προϊόντος και του πίνακα Συνιστώμενης Ημερήσιας Παροχής (ΣΗΠ) που αναφέρεαι σε ποσοστά βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που λαμβάνονται από συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντος, καθώς 2 στους 10 απάντησαν ότι δεν γνωρίζουν τη διαφορά ενώ 11% απάντησαν ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά.
9. Με βάση μια δεύτερη έρευνα αγοράς που διεξήγαγε το ΙΑΔ στην οποία καταγράφηκαν οι πληροφορίες των ετικετών 94 προϊόντων που αποτελούν βασικά είδη διατροφής ή σνακ (από 16 διαφορετικές κατηγορίες τροφίμων) από τις 34 μεγαλύτερες στην κατηγορία τους εταιρίες, φάνηκε ότι σε περισσότερο του 55% των προϊόντων αναγράφονται διατροφικές πληροφορίες που δεν αποτελούν νομοθετική υποχρέωση των εταιριών, αλλά εθελοντική κίνηση με στόχο την προσφορά περισσότερης πληροφόρησης στον καταναλωτή. Επιπλέον από την έρευνα προέκυψε ότι οι περισσότερες από τις μισές συσκευασίες (52%) περιείχαν, επίσης κατόπιν εθελοντικής κίνησης και τον πρόσθετο πληροφοριακό πίνακα των Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους (8 στους 10) οι ερωτηθέντες στην έρευνα καταναλωτών του ΙΑΔ απάντησαν ότι είναι ικανοποιημένοι από το πλήθος των πληροφοριών στις ετικέτες των τροφίμων και δεν περιμένουν να γραφτεί κάτι επιπλέο από αυτά που ήδη αναγράφονται.
2. Οι κύριοι λόγοι που δεν διαβάζουν τις ετικέτες είναι επειδή θεωρούν ότι δεν τους αφορούν (45%), δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο (31%) και δεν τις καταλαβαίνουν (17%).
3. Η ημερομηνία λήξης είναι αυτό που διαβάζουν 7 στους 10 καταναλωτές. Επίσης διαβάζουν τα συστατικά των προϊόντων (56%) και τις διατροφικές πληροφορίες (33%). Από τα συστατικά των προϊόντων διαβάζουν περισσότερο τα συντηρητικά (18%) και τα «Εψιλον» (12%) ενώ από τις διατροφικές πληροφορίες τα λιπαρά (13%) και τις θερμίδες (12%).
4. Τα «Ε» (συστηρητικά, χρωστικές κ.ά) που αναγράφονται στις ετικέτες επηρεάζουν αρνητικά 6 στους 10 τους καταναλωτές. Η υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και η ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων συστατικών αποτελούν επίσης στοιχεία που δρουν αρνητικά στην επιλογή ενός προϊόντος (18 και 12% αντίστοιχα). Στοιχεία που επηρεάζουν θετικά τον καταναλωτή είναι η αναγραφή βιταμινών (27%), λιπαρών (15%), θερμίδων (13%) και πρωτεϊνών (12%).
5. Οσον αφορά στο πόσο εμπιστεύονται οι καταναλωτές τις πληροφορίες που υπάρχουν στις ετικέτες, η έρευνα έδειξε ότι ο βαθμός της εμπιστοσύνης εξαρτάται από το είδος της πληροφορίας. Ειδικότερα, όταν το προϊόν φέρει πληροφορία σχετική με την ελληνικότητά του, την εμπιστεύεται ποσοστό 64% των ερωτηθέντων. Σε ό,τι αφορά διατροφικούς ισχυρισμούς για θρεπτικά συστατικά και τις πληροφορίες για φρέσκο και βιολογικό προϊόν, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών πέφτει στο 50% ενώ σε πληροφορίες που σχετίζονται με ισχυρισμούς για χαμηλά λιπαρά, ισχυρισμούς υγείας, απουσίας προσθέτων και γενετικά τροποποιημένων συστατικών, η εμπιστοσύνη πέφετι στο 40%.
6. Οσον αφορά στην κατηγορία των χύμα προϊόντων, 6 στους 10 από αυτούς που διαβάζουν έστω και σπάνια τις ετικέτες αγοράζουν χύμα προϊόντα και είναι μεγάλο το ποσοστό αυτών (81%) που δηλώνουν ότι παρόλο που δεν υπάρχουν ετικέτες στα συγκεκριμένα προϊόντα ενημερώνονται για τα συστατικά τους. Ειδικότερα, οι μισοί δήλωσαν ότι ενημερώνονται από τον παραγωγό και 1 στους 3 από τον πωλητή.
7. Τη μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές στην κατανόηση συστατικών των τροφίμων που αναγράφονται με τη χημική τους ορολογία. Πρόσθετα όπως οι γαλακτωματοποιητές, τα μέσα οξίνισης και το τροποποιημένο άμυλο είναι τα πλέον δυσνόητα, αφού λογότεροι από 4 στους 10 δηλώνουν ότι τα κατανοούν.
8. Υπάρχει σύγχυση μεταξύ του πίνακα Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων (GDA) που αφορά στα ποσοστά κάποιων σημαντικών θρεπτικών συστατικών που λαμβάνοντα από μια μερίδα του προϊόντος και του πίνακα Συνιστώμενης Ημερήσιας Παροχής (ΣΗΠ) που αναφέρεαι σε ποσοστά βιταμινών και ανόργανων στοιχείων που λαμβάνονται από συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντος, καθώς 2 στους 10 απάντησαν ότι δεν γνωρίζουν τη διαφορά ενώ 11% απάντησαν ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά.
9. Με βάση μια δεύτερη έρευνα αγοράς που διεξήγαγε το ΙΑΔ στην οποία καταγράφηκαν οι πληροφορίες των ετικετών 94 προϊόντων που αποτελούν βασικά είδη διατροφής ή σνακ (από 16 διαφορετικές κατηγορίες τροφίμων) από τις 34 μεγαλύτερες στην κατηγορία τους εταιρίες, φάνηκε ότι σε περισσότερο του 55% των προϊόντων αναγράφονται διατροφικές πληροφορίες που δεν αποτελούν νομοθετική υποχρέωση των εταιριών, αλλά εθελοντική κίνηση με στόχο την προσφορά περισσότερης πληροφόρησης στον καταναλωτή. Επιπλέον από την έρευνα προέκυψε ότι οι περισσότερες από τις μισές συσκευασίες (52%) περιείχαν, επίσης κατόπιν εθελοντικής κίνησης και τον πρόσθετο πληροφοριακό πίνακα των Ενδεικτικών Ημερήσιων Προσλήψεων. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους (8 στους 10) οι ερωτηθέντες στην έρευνα καταναλωτών του ΙΑΔ απάντησαν ότι είναι ικανοποιημένοι από το πλήθος των πληροφοριών στις ετικέτες των τροφίμων και δεν περιμένουν να γραφτεί κάτι επιπλέο από αυτά που ήδη αναγράφονται.