Συνέντευξη Παπακωνσταντίνου στη «Λα Λιμπρ Μπελζίκ». - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Συνέντευξη Παπακωνσταντίνου στη «Λα Λιμπρ Μπελζίκ».

Συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου δημοσιεύει σήμερα η ευρείας κυκλοφορίας βελγική γαλλόφωνη εφημερίδα «Λα Λιμπρ Μπελζίκ».
Στην εισαγωγή του δημοσιεύματος γίνεται αναφορά στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου με τις οποίες, όπως επισημαίνεται, προτείνεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με «οδικό χάρτη». Στο κυρίως κείμενο της συνέντευξης και απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το.... τι περιμένουν οι εταίροι της ευρωζώνης από την Ελλάδα, ο κ. Παπακωνσταντίνου επισημαίνει ότι το κύριο πρόβλημα της χώρας είναι η χαμηλή της αξιοπιστία την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να αποκαταστήσει μέσω της λήψης συγκεκριμένων μέτρων όπως «η μείωση κατά 10% του λειτουργικού κόστους και κατά 25% των δαπανών του δημοσίου τομέα. Πολλοί Ευρωπαίοι υπουργοί, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο πρόεδρος του Εurogroup πιστεύουν ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο», αναφέρει ο κ. Παπακωνσταντίνου.
Κληθείς να διευκρινίσει εάν αυτό που η Ελλάδα ζητάει είναι η εμπιστοσύνη των εταίρων της, ο Παπακωνσταντίνου απαντάει: «Ζητάμε να τύχουμε της ίδιας αντιμετώπισης με τις άλλες χώρες που έχουν αντίστοιχα υψηλό έλλειμμα. Να έχουμε τον ίδιο χρόνο μπροστά μας. Δεν είμαστε η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει προβλήματα. Κι εμείς διανύουμε περίοδο οικονομικής κρίσης, αν και το μέγεθος της ύφεσης στην Ελλάδα είναι μικρότερο από ό,τι στις άλλες χώρες. Αλλά μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα απολάμβανε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% έως 5%. Συνεπώς το σημερινό -1% ή -1,5% είναι ένα σοκ για την ελληνική οικονομία, για την κατανάλωση και για τους πολίτες. Έχουμε συνεπώς μια διπλή πρόκληση μπροστά μας: Να συμβάλλουμε για την επιστροφή της ανάπτυξης και κυρίως να αποκαταστήσουμε γρήγορα την εμπιστοσύνη μειώνοντας τα ελλείμματα».
Στη συνέχεια, ο Παπακωνσταντίνου διευκρινίζει ότι δεν συμμερίζεται αναλύσεις που αποδίδουν ευθύνες στην ΕΕ (και κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία) για καθυστέρηση παροχής βοήθειας στην Ελλάδα, γεγονός που συνέβαλε στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και σημειώνει: «Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης λειτουργούν με βάση τη δική τους αίσθηση του χρόνου και τις δικές τους αξιολογήσεις. Ο διπλασιασμός του ελλείμματος από 6% σε 12% και ένα χρέος που ξεπέρασε τα 300 δις ευρώ, τους προκάλεσαν ανησυχία και αυτό οδήγησε στην υποβάθμιση. Δεν είναι πάντα εύκολο να πείσεις τις αγορές από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά είμαστε μια νέα κυβέρνηση και σε 50 μέρες έχουμε ήδη κάνει αρκετά πράγματα για να δούμε όμως αποτελέσματα χρειάζεται ακόμα χρόνος ο οποίος μας δόθηκε από τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Θα πρέπει ωστόσο να πείσουμε και τις αγορές να μας δώσουν κι αυτές ένα περιθώριο.»
Σε ερώτηση για το εάν η κυβέρνηση ανησυχεί για λαϊκές αντιδράσεις στα μέτρα που εξαγγέλλει, ο υπουργός οικονομικών αναφέρει ότι η κυβέρνηση, παρότι διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, επιθυμεί το διάλογο και τονίζει ότι θα στηρίξουμε τα πιο χαμηλά εισοδήματα και τις οικογένειες. Αλλά τα αδικαιολόγητα κοινωνικά κεκτημένα δεν μπορούν να εμποδίσουν τις αναγκαίες και επιθυμητές, από το μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, αλλαγές.
Σχετικά με τη φορολογική μεταρρύθμιση, ο κ. Παπακωνσταντίνου σημειώνει ότι το πρόβλημα εδράζεται στη χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών οι οποίοι δεν θεωρούν δίκαιη την επιβεβλημένη φορολόγηση.
«Όμως έχουμε δείξει την πολιτική μας βούληση να κάνουμε βήματα που οι άλλοι δεν θέλησαν να κάνουν. Πήραμε τα γνωστά μέτρα για τον περιορισμό της φορολογικής απάτης εκ μέρους ορισμένων ελεύθερων επαγγελματιών. Καταργήσαμε τις φορολογικές εξαιρέσεις. Και θα πρέπει στο εξής να δηλώνονται όχι μόνο τα εισοδήματα αλλά και όλα τα στοιχεία που καταδεικνύουν τον τρόπο ζωής των πολιτών», επισημαίνει ο υπουργός οικονομικών και συμπληρώνει ότι, μεταξύ άλλων, θα επιβληθούν φόροι στα προερχόμενα από εμπορικές δραστηριότητες έσοδα της Εκκλησίας.
Για το πώς μπορούν να συνδυαστούν η επιβολή αυστηρών μέτρων με την οικονομική ανάκαμψη, ο υπουργός οικονομικών επικεντρώνεται στις «δυνατότητες αναδιανομής» σε συνδυασμό με τη μείωση του ελλείμματος.
Bookmark and Share