Ένας πρόχειρος όμως απολογισμός των κυβερνητικών πράξεων, παραλείψεων και λαθών, των πρώτο 100 ημερών της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, δείχνει ότι η κυβέρνηση, είναι μάλλον κατώτερη των περιστάσεων, ότι δεν έχει... όραμα και σχέδιο, παρά το ότι αυτό διατυμπανίστηκε κατά κόρον, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ή ότι η ορμή και ο ενθουσιασμός της νέας κυβέρνησης, “πνίγονται” στον ωκεανό των προβλημάτων που κληρονομήθηκαν μετά τη νίκη στις εκλογές.
Το χειρότερο όμως πρόβλημα που έχει αρχίσει να γίνεται πλέον φανερό, είναι ότι η καθημερινή κυβερνητική πρακτική είναι “άνευρη”, και χαρακτηρίζεται από έλλειψη αποφασιστικότητας και σθεναρής αντιμετώπισης των προβλημάτων της χώρας και των πολιτών. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι “διαβουλεύεται συνεχώς με τον εαυτό της και την κοινωνία”, ότι φοβάται το πολιτικό κόστος, και ότι προσπαθήσει να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, με διαρροές στον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε να μετρήσει τις αντιδράσεις, για τα μέτρα που προσανατολίζεται να λάβει, και μετά να αντιδράσει ανάλογα. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει, με τις κυβερνητικές παλινωδίες για τα φορολογικά μέτρα, τον φόρο κληρονομιάς και γονικών παροχών, τον ΦΠΑ αλλά και τους φόρους στα ποτά και τα τσιγάρα.
Παρά τις “εκσυγχρονιστικές” τους, πολιτικές καταβολές, σημαντικά κυβερνητικά στελέχη, δεν κατάφεραν τελικά να αποφύγουν τον πειρασμό του λαϊκισμού, που μπορεί να είναι ευχάριστος στα αυτιά κάποιων ψηφοφόρων, τελικά αποδεικνύεται όμως ζημιογόνος για τα πραγματικά οικονομικά συμφέροντα, τόσο των ελλήνων πολιτών ατομικά, όσο και για τη χώρα στο σύνολο της. Οι κυβερνητικές καθυστερήσεις, οι παλινωδίες και η αναποφασιστικότητα σε πολλά θέματα, όπως αυτό του ύψους των φορολογικών συντελεστών και των Γραμματέων των υπουργείων, παγώνουν την οικονομική δραστηριότητα, ωθούν ξένα κεφάλαια να φύγουν στο εξωτερικό, ανεβάζουν το κόστος δανεισμού, που πλήττει επιχειρήσεις, νοικοκυριά και καταναλωτές, και ρίχνει τους δείκτες του χρηματιστηρίου. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι οι πολίτες έχουν ήδη αποδώσει τις ευθύνες για την οικονομική κατάσταση, εν πολλοίς στη σημερινή Αντιπολίτευση, ότι είναι έτοιμοι να αποδεχθούν δυσάρεστα οικονομικά μέτρα, και ότι γι αυτό ακριβώς το λόγο έδωσαν ισχυρή λαϊκή εντολή στον Γιώργο Παπανδρέου.
Τα προβλήματα όμως στις εξαγγελίες και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής αναδεικνύουν και ένα άλλο πρόβλημα. Την παλαιά αντίθεση μεταξύ “παλαιού – λαϊκιστικού” και “εκσυγχρονιστικού” ΠΑΣΟΚ. Ενώ κατά την διάρκεια της αντιπολιτευτικής περιόδου αλλά ιδιαίτερα κατά την προεκλογική εκστρατεία, ο κύριος Παπανδρέου φάνηκε να ρέπει, με τη ρητορική του τουλάχιστον, προς το παραδοσιακό “παλαιό” ΠΑΣΟΚ, πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ αλλά και ψηφοφόροι του, φαίνεται να ξύπνησαν από το όνειρο που τους υποσχόταν ένα νέο “επίγειο παράδεισο πράσινης ανάπτυξης και ευημερίας”, σε μια δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου ο κυβερνητικός μηχανισμός κυριαρχείται από “εκσυγχρονιστές” και οπαδούς του οικονομικού ρεαλισμού, που είναι πιο κοντά στη νεοφιλελεύθερη οικονομική σκέψη, παρά στις εξαγγελίες, περί “κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής του πλούτου και ενίσχυσης της ζήτησης στην αγορά”, ώστε να βγει η χώρα από την οικονομική ύφεση.
Μεγαλύτερο ακόμη αγκάθι για την κυβερνητική πολιτική είναι το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, το οποίο μάλλον απωθεί, παρά ευνοεί τις επενδύσεις. Η ρητορική που εξαγγέλλει “διωγμούς” κατά δικαίων και αδίκων για την πάταξη της φοροδιαφυγής, η “δαιμονοποίηση” των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικής δραστηριότητας ως “αράχνες εκμετάλλευσης του λαού”, από ιδιότυπους “σοσιαλιστές” διανοούμενους και μη, και η έντεχνη καλλιέργεια κοινωνικού μίσους μέσα σε κλίμα λαϊκισμού, κατά των ανθρώπων και επιχειρήσεων που ακμάζουν οικονομικά, λόγω συνεπούς και λελογισμένης οικονομικής συμπεριφοράς, επιτείνουν την οικονομική κρίση και ύφεση, προκαλούν απώλειες θέσεων εργασίας, και διαβρώνουν την πολιτική και κοινωνική συνοχή της χώρας.
Επιπλέον, η αντιμετώπιση συγκεκριμένων επαγγελματιών και προνομιούχων του δημοσίου τομέα, όπως για παράδειγμα των υπαλλήλων της Βουλής, και των εργαζομένων στο λιμάνι του Πειραιά, με μεγάλη γαλαντομία, την ώρα που ολόκληρη η χώρα μπαίνει στο οικονομικό ψυγείο, πλήττει την έξωθεν καλή μαρτυρία της κυβέρνησης και μειώνει την αξιοπιστία της στους πολίτες. Πάρα πολλοί είναι αυτοί που θα σκεφτούν, “τι εγώ θα πληρώνω και θα κάνω σαφάρι αποδείξεων και αυτοί θα τα δίνουν σε κολλητούς και φίλους”.
Δημήτρης Θωμάς
Το χειρότερο όμως πρόβλημα που έχει αρχίσει να γίνεται πλέον φανερό, είναι ότι η καθημερινή κυβερνητική πρακτική είναι “άνευρη”, και χαρακτηρίζεται από έλλειψη αποφασιστικότητας και σθεναρής αντιμετώπισης των προβλημάτων της χώρας και των πολιτών. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι “διαβουλεύεται συνεχώς με τον εαυτό της και την κοινωνία”, ότι φοβάται το πολιτικό κόστος, και ότι προσπαθήσει να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη, με διαρροές στον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε να μετρήσει τις αντιδράσεις, για τα μέτρα που προσανατολίζεται να λάβει, και μετά να αντιδράσει ανάλογα. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει, με τις κυβερνητικές παλινωδίες για τα φορολογικά μέτρα, τον φόρο κληρονομιάς και γονικών παροχών, τον ΦΠΑ αλλά και τους φόρους στα ποτά και τα τσιγάρα.
Παρά τις “εκσυγχρονιστικές” τους, πολιτικές καταβολές, σημαντικά κυβερνητικά στελέχη, δεν κατάφεραν τελικά να αποφύγουν τον πειρασμό του λαϊκισμού, που μπορεί να είναι ευχάριστος στα αυτιά κάποιων ψηφοφόρων, τελικά αποδεικνύεται όμως ζημιογόνος για τα πραγματικά οικονομικά συμφέροντα, τόσο των ελλήνων πολιτών ατομικά, όσο και για τη χώρα στο σύνολο της. Οι κυβερνητικές καθυστερήσεις, οι παλινωδίες και η αναποφασιστικότητα σε πολλά θέματα, όπως αυτό του ύψους των φορολογικών συντελεστών και των Γραμματέων των υπουργείων, παγώνουν την οικονομική δραστηριότητα, ωθούν ξένα κεφάλαια να φύγουν στο εξωτερικό, ανεβάζουν το κόστος δανεισμού, που πλήττει επιχειρήσεις, νοικοκυριά και καταναλωτές, και ρίχνει τους δείκτες του χρηματιστηρίου. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι οι πολίτες έχουν ήδη αποδώσει τις ευθύνες για την οικονομική κατάσταση, εν πολλοίς στη σημερινή Αντιπολίτευση, ότι είναι έτοιμοι να αποδεχθούν δυσάρεστα οικονομικά μέτρα, και ότι γι αυτό ακριβώς το λόγο έδωσαν ισχυρή λαϊκή εντολή στον Γιώργο Παπανδρέου.
Τα προβλήματα όμως στις εξαγγελίες και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής αναδεικνύουν και ένα άλλο πρόβλημα. Την παλαιά αντίθεση μεταξύ “παλαιού – λαϊκιστικού” και “εκσυγχρονιστικού” ΠΑΣΟΚ. Ενώ κατά την διάρκεια της αντιπολιτευτικής περιόδου αλλά ιδιαίτερα κατά την προεκλογική εκστρατεία, ο κύριος Παπανδρέου φάνηκε να ρέπει, με τη ρητορική του τουλάχιστον, προς το παραδοσιακό “παλαιό” ΠΑΣΟΚ, πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ αλλά και ψηφοφόροι του, φαίνεται να ξύπνησαν από το όνειρο που τους υποσχόταν ένα νέο “επίγειο παράδεισο πράσινης ανάπτυξης και ευημερίας”, σε μια δυσάρεστη πραγματικότητα, όπου ο κυβερνητικός μηχανισμός κυριαρχείται από “εκσυγχρονιστές” και οπαδούς του οικονομικού ρεαλισμού, που είναι πιο κοντά στη νεοφιλελεύθερη οικονομική σκέψη, παρά στις εξαγγελίες, περί “κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής του πλούτου και ενίσχυσης της ζήτησης στην αγορά”, ώστε να βγει η χώρα από την οικονομική ύφεση.
Μεγαλύτερο ακόμη αγκάθι για την κυβερνητική πολιτική είναι το οικονομικό και επιχειρηματικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, το οποίο μάλλον απωθεί, παρά ευνοεί τις επενδύσεις. Η ρητορική που εξαγγέλλει “διωγμούς” κατά δικαίων και αδίκων για την πάταξη της φοροδιαφυγής, η “δαιμονοποίηση” των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικής δραστηριότητας ως “αράχνες εκμετάλλευσης του λαού”, από ιδιότυπους “σοσιαλιστές” διανοούμενους και μη, και η έντεχνη καλλιέργεια κοινωνικού μίσους μέσα σε κλίμα λαϊκισμού, κατά των ανθρώπων και επιχειρήσεων που ακμάζουν οικονομικά, λόγω συνεπούς και λελογισμένης οικονομικής συμπεριφοράς, επιτείνουν την οικονομική κρίση και ύφεση, προκαλούν απώλειες θέσεων εργασίας, και διαβρώνουν την πολιτική και κοινωνική συνοχή της χώρας.
Επιπλέον, η αντιμετώπιση συγκεκριμένων επαγγελματιών και προνομιούχων του δημοσίου τομέα, όπως για παράδειγμα των υπαλλήλων της Βουλής, και των εργαζομένων στο λιμάνι του Πειραιά, με μεγάλη γαλαντομία, την ώρα που ολόκληρη η χώρα μπαίνει στο οικονομικό ψυγείο, πλήττει την έξωθεν καλή μαρτυρία της κυβέρνησης και μειώνει την αξιοπιστία της στους πολίτες. Πάρα πολλοί είναι αυτοί που θα σκεφτούν, “τι εγώ θα πληρώνω και θα κάνω σαφάρι αποδείξεων και αυτοί θα τα δίνουν σε κολλητούς και φίλους”.
Δημήτρης Θωμάς