Άρθρο της κ.Κορίνας Σαμάρκου:
Έρμαιο των προκλητικά αντικρουόμενων εκθέσεων από τις επενδυτικές τράπεζες αλλά και των παρερμηνευμένων σχολίων από τους αναλυτές των οίκων αξιολόγησης γίνονται οι ελληνικές μετοχές και τα ομόλογα.
Την ίδια ώρα που οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές κινούνται κοντά στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 15 μηνών, οι ελληνικές αγορές παραμένουν στο στόχαστρο των πωλητών.
Το αλαλούμ των παρεξηγήσεων και των... εκ διαμέτρου αντίθετων «χρησμών» ξεπερνά πλέον κάθε προηγούμενο.
Η ανακοίνωση της Moody’s για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης προκάλεσε sell off στην αγορά και μόνο όταν η Morgan Stanley εξήγησε με έκθεσή της ότι τα όσα έλεγε ο οίκος ήταν στην πραγματικότητα θετικά, κατάφερε το χρηματιστήριο να βρει -έστω και παροδικά- στήριγμα. Βέβαια, τίποτα δεν συγκρίνεται με τη σύγχυση που επικρατεί ανάμεσα στους ξένους όταν η κουβέντα έρχεται στις ελληνικές τράπεζες. Την ίδια στιγμή που η JP Morgan προβλέπει άνοδο των μετοχών του κλάδου κατά 50%, η ιταλική Unicredit προειδοποιεί ότι οι τιμές θα πέσουν κατά… 52%.
Στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία, κάθε σχόλιο από τους Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch γίνεται δεκτό από την αγορά με τη λογική του «πρώτα πούλα και μετά ρώτα». Έτσι, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, όταν οι τρεις μεγάλοι οίκοι εξέφρασαν την άποψή τους για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το ξεπούλημα σε χρηματιστήριο και ομόλογα ήταν άμεσο. Βέβαια, τα ίδια τα σχόλια των αναλυτών δεν δικαιολογούσαν τέτοιο πανικό.
Και οι τρεις οίκοι συμφώνησαν ότι τα μέτρα που σκοπεύει να πάρει η κυβέρνηση δικαιολογούν την παραμονή της χώρας στη σημερινή βαθμίδα αξιολόγησης. Ωστόσο, το κακό προηγούμενο των ελληνικών κυβερνήσεων είναι αυτό που εγείρει αμφιβολίες για το κατά πόσο τα μέτρα θα εφαρμοστούν, και κατ’ επέκταση απειλεί τη χώρα με μια νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας. «Είναι πιθανές πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις. Εάν αυτές ενισχυθούν και εμποδίσουν την κυβέρνηση από το να προχωρήσει, με αποτέλεσμα να κάνει πίσω στη δημοσιονομική προσπάθεια, η αποτυχία να εφαρμόσει τη στρατηγική προσαρμογής θα φέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης», δήλωσε στο Reuters ο αναλυτής της S&P, Marko Mrsnik.
Η δυσκολία των επενδυτών να αντιληφθούν τη σημασία των «χρησμών» των οίκων είναι εμφανής. Τουλάχιστον χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η ίδια ανακοίνωση της Moody’s που έγινε δεκτή με ένα κύμα πωλήσεων στις ελληνικές αγορές, οδήγησε τη Morgan Stanley στην απόφαση να κλείσει τα short στα ελληνικά ομόλογα. Με δεδομένο ότι η πρώτη αντίδραση της Moody’s είναι θετική, ο κίνδυνος περαιτέρω υποβάθμισης της οικονομίας από τον οίκο απομακρύνεται. Και έτσι, απομακρύνεται ο κίνδυνος απόρριψης των ελληνικών ομολόγων κατά τις δημοπρασίες χορήγησης ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ένα σενάριο που δείχνει να προβληματίζει τη Morgan Stanley περισσότερο από το σαφώς πολύ μακρινό ενδεχόμενο χρεοκοπίας). Γι’ αυτό, οι αναλυτές του οίκου δήλωσαν πως οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας αλλάζουν τα δεδομένα για την Ελλάδα. «Πιστεύουμε ότι οι προοπτικές κερδών από τα short στην Ελλάδα είναι χαμηλές, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα», έγραψαν.
Εξάλλου, θετικότερη στάση απέναντι στην Ελλάδα δείχνει να υιοθετεί πλέον και μία από τις ξένες τράπεζες που μέχρι πρότινος ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Εφόσον οι Βρυξέλλες κάθονται στο τιμόνι της εγχώριας οικονομίας, η Royal Bank of Scotland πιστεύει ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος ανησυχίας. «Όσο περισσότερη εθνική κυριαρχία χάνει η Ελλάδα, τόσο καλύτερες θα είναι οι προοπτικές των ομολόγων», έγραψε σε ανάλυσή της. Έτσι, η ίδια τράπεζα που από το Νοέμβριο ισχυριζόταν ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα πρέπει να υποβαθμιστεί επιθετικά, εμφανίζεται τώρα έτοιμη να αγοράσει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. «Τα spreads αναμένεται να παραμείνουν ευμετάβλητα στις επόμενες εβδομάδες, αλλά τώρα κοιτάμε τα σημεία εισόδου για να αγοράσουμε ελληνικά ομόλογα, καθώς η υστερία περί διάσπασης της ΟΝΕ μετριάζεται», εξηγεί.
Λίγη βάση στα σενάρια περί διάσπασης της Ευρωζώνης ή ελληνικής χρεοκοπίας δίνει και ο Martin Wolf, των Financial Times. Ο γνωστός αρθρογράφος δείχνει να πιστεύει ότι το πιθανότερο σενάριο για την ελληνική οικονομία είναι μία μακρά και βαθιά ύφεση, ως αποτέλεσμα της σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, για να μειωθεί το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, χρειάζονται μέτρα ίσα με το 12% του ΑΕΠ. «Η ελληνική κυβέρνηση θα διαπιστώσει ότι για κάθε βήμα που κάνει μπροστά, γλιστρά λίγο πιο πίσω. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα δεν έχει υποστεί μία σημαντική ύφεση. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα αλλάξει. Η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σύντομα τη μιζέρια στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να έχει στα χέρια της το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής», προειδοποιεί ο Wolf.
Η άποψή του βρίσκει σύμφωνη την JP Morgan, η οποία προειδοποιεί ότι τα μέτρα «τύπου Ιρλανδίας» δεν μπορούν παρά να φέρουν και μία ύφεση «τύπου Ιρλανδίας». Αρκεί μόνο να σημειωθεί ότι η γνωστή και ως «κελτική τίγρης» συρρικνώθηκε κατά 7,5% το 2009 και αναμένεται να υποστεί περαιτέρω πτώση του ΑΕΠ κατά 0,8% φέτος. Θα είναι η τρίτη κατά σειρά χρονιά συρρίκνωσης της ιρλανδικής οικονομίας, καθώς η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που για τη συντριπτική πλειοψηφία των ξένων οικονομολόγων, θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα και για την ελληνική κυβέρνηση. Αποτέλεσμα της αυστηρής προσαρμογής θα είναι η εκτίναξη της ανεργίας στην Ιρλανδία στο 13%, από το 11,8% που ήταν πέρυσι, εκτιμούν οι αναλυτές που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg.
Oι τράπεζες θα ανέβουν ή θα πέσουν 50%;
ΕΝΑ ΝΕΟ «εχθρό» απέκτησε η Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες. Η ιταλική τράπεζα UniCredit δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις ελληνικές αγορές έως σήμερα. Όμως, η έκθεσή της που προέβλεψε πτώση των τραπεζικών μετοχών κατά 52% από τα τρέχοντα επίπεδα, δεν μπορούσε παρά να προ- καλέσει σάλο στην αγορά. Οι διαθέσεις της τράπεζας φάνηκαν καλύτερα την επόμενη ημέρα, όταν η UniCredit «ξαναχτύπησε» με νέα αρνητική της έκθεση, που έλεγε ότι το ευρώ έχει γίνει μία «ελληνική τραγωδία». Και όλα αυτά, την ώρα που η αναρρίχηση του spread στα υψηλότερα επίπεδα από την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, προκαλούσε δειλές δηλώσεις στήριξης από τις Morgan Stanley, Royal Bank of Scotland, Societe Generale και BNP Paribas.
Το γεγονός ότι η UniCredit προέβλεψε πτώση των ελληνικών τραπεζικών μετοχών κατά 50%, την ώρα που η JP Morgan ισχυριζόταν ότι οι μετοχές αυτές θα ενισχυθούν κατά 50%, προκαλεί από μόνο του πολλά ερωτήματα. Η Unicredit μιλά για τον «λαβύρινθο του Μινώταυρου», στον οποίο ισχυρίζεται ότι έχουν παγιδευτεί οι ελληνικές τράπεζες. Η έκθεσή της προειδοποιούσε για μία παρατεταμένη ύφεση και εξηγούσε ότι η διεύρυνση των spreads των ομολόγων δεν έχει αποτυπωθεί πλήρως στις τιμές των τραπεζικών με- τοχών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, οι μετοχές των Εθνικής, Eurobank, Alpha Bank και Πειραιώς θα πρέπει να πέσουν κατά 52% από τα τρέχοντα επίπεδα για να συμβαδίζουν με το spread των 300 μονάδων βάσης. Και βέβαια, αυτά τα περιθώρια πτώσης δικαιολογούν συστάσεις πώλησης και για τις τέσσερις μετοχές.
Το ενδιαφέρον είναι ότι έπειτα από τις επαφές που είχαν με τις πέντε μεγάλες τράπεζες στην Αθήνα, οι αναλυτές της JP Morgan κατέληξαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Ότι εφόσον η αγορά δει σαφείς ενδείξεις δημοσιονομικής προσαρμογής, τα περιθώρια ανόδου των τραπεζικών μετοχών θα ξεπεράσουν ακόμα και το 50%. Οι υπομονετικοί επενδυτές θα επιβραβευτούν, έγραψε σε έκθεσή του ο οίκος, προφανώς διαφωνώντας με την UniCredit.
Ήταν απλά διάσταση απόψεων, κακό timing ή κάτι παραπάνω; Πάντως, στην περίπτωση της UniCredit, μία εμπάθεια απέναντι στην Ελλάδα μάλλον δικαιολογείται. Στο ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε πρόσφατα για την αύξηση κεφαλαίου ύψους 4 δισ. ευρώ, η τράπεζα προειδοποιούσε ότι τα έσοδά της ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από την κρίση στην Ελλάδα.
Στη σφαίρα της υπερβολής το ξεπούλημα στα ομόλογα
ΣΤΑ ΟΡΙΑ του γελοίου έχει φτάσει πλέον το sell off των ελληνικών ομολόγων, συμφωνούν οι περισσότεροι από τους οίκους του εξωτερικού. Όταν το spread έναντι των αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων ξε- πέρασε τις 300 μονάδες βάσης (τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 ετών), οι αναλυτές δεν μπορούσαν παρά να θεωρήσουν ότι η αγορά των ομολόγων έχει παραδοθεί στον παραλογισμό.
«Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα και ας πείσουμε τους εαυτούς μας ότι η Ελλάδα θα υπάρχει ακόμα σε 10, 30 ή ακόμα και 50 χρόνια. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις περισσότερες από τις 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις όλων των χρηματιστηριακών δεικτών», έγραψε ο Ciaran O’ Hagan, της Societe Generale. Αυτό που συμβαίνει στην αγορά είναι παράλογο, είπε.
Ο Marc Ostwald της Momentum Securities το χαρακτήρισε «πολύ, πολύ ανόητο». Οι επενδυτές δεν σκέφτονται λογικά, όταν χρεώνουν κολοσσιαία premium για τους ελληνικούς βραχυπρόθεσμους τίτλους σε σχέση με τους αντίστοιχους της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Κροατίας, ισχυρίστηκε. Ακόμα και εάν πράγματι η Ελλάδα χρεοκοπούσε, αυτές οι χώρες δεν θα έμεναν ανεπηρέαστες· επομένως, τα σημερινά επίπεδα τιμών δεν έχουν καμία λογική, εξήγησε ο αναλυτής. Ευκαιρία θεωρεί τα τρέχοντα επίπεδα των spreads και η BNP Paribas, αν και οι δικοί της αναλυτές είναι λίγο πιο επιφυλακτικοί. Θέλουν πρώτα να μάθουν τις λεπτομέρειες για τις ομολογιακές εκδόσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση, πριν συμβουλέψουν τους πελάτες τους να αγοράσουν Ελλάδα.
Η Morgan Stanley, από την πλευρά της, μπορεί να συστήνει στους επενδυτές να κλείσουν τα short στους ελληνικούς τίτλους, όμως δεν σκοπεύει να εκδώσει σύσταση για long θέσεις εάν οι προοπτικές της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας από τη Moody’s δεν αναβαθμιστούν σε σταθερές.Πηγή Ισοτιμία.
Η ανακοίνωση της Moody’s για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης προκάλεσε sell off στην αγορά και μόνο όταν η Morgan Stanley εξήγησε με έκθεσή της ότι τα όσα έλεγε ο οίκος ήταν στην πραγματικότητα θετικά, κατάφερε το χρηματιστήριο να βρει -έστω και παροδικά- στήριγμα. Βέβαια, τίποτα δεν συγκρίνεται με τη σύγχυση που επικρατεί ανάμεσα στους ξένους όταν η κουβέντα έρχεται στις ελληνικές τράπεζες. Την ίδια στιγμή που η JP Morgan προβλέπει άνοδο των μετοχών του κλάδου κατά 50%, η ιταλική Unicredit προειδοποιεί ότι οι τιμές θα πέσουν κατά… 52%.
Στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία, κάθε σχόλιο από τους Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch γίνεται δεκτό από την αγορά με τη λογική του «πρώτα πούλα και μετά ρώτα». Έτσι, στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, όταν οι τρεις μεγάλοι οίκοι εξέφρασαν την άποψή τους για το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το ξεπούλημα σε χρηματιστήριο και ομόλογα ήταν άμεσο. Βέβαια, τα ίδια τα σχόλια των αναλυτών δεν δικαιολογούσαν τέτοιο πανικό.
Και οι τρεις οίκοι συμφώνησαν ότι τα μέτρα που σκοπεύει να πάρει η κυβέρνηση δικαιολογούν την παραμονή της χώρας στη σημερινή βαθμίδα αξιολόγησης. Ωστόσο, το κακό προηγούμενο των ελληνικών κυβερνήσεων είναι αυτό που εγείρει αμφιβολίες για το κατά πόσο τα μέτρα θα εφαρμοστούν, και κατ’ επέκταση απειλεί τη χώρα με μια νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας. «Είναι πιθανές πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις. Εάν αυτές ενισχυθούν και εμποδίσουν την κυβέρνηση από το να προχωρήσει, με αποτέλεσμα να κάνει πίσω στη δημοσιονομική προσπάθεια, η αποτυχία να εφαρμόσει τη στρατηγική προσαρμογής θα φέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης», δήλωσε στο Reuters ο αναλυτής της S&P, Marko Mrsnik.
Η δυσκολία των επενδυτών να αντιληφθούν τη σημασία των «χρησμών» των οίκων είναι εμφανής. Τουλάχιστον χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η ίδια ανακοίνωση της Moody’s που έγινε δεκτή με ένα κύμα πωλήσεων στις ελληνικές αγορές, οδήγησε τη Morgan Stanley στην απόφαση να κλείσει τα short στα ελληνικά ομόλογα. Με δεδομένο ότι η πρώτη αντίδραση της Moody’s είναι θετική, ο κίνδυνος περαιτέρω υποβάθμισης της οικονομίας από τον οίκο απομακρύνεται. Και έτσι, απομακρύνεται ο κίνδυνος απόρριψης των ελληνικών ομολόγων κατά τις δημοπρασίες χορήγησης ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ένα σενάριο που δείχνει να προβληματίζει τη Morgan Stanley περισσότερο από το σαφώς πολύ μακρινό ενδεχόμενο χρεοκοπίας). Γι’ αυτό, οι αναλυτές του οίκου δήλωσαν πως οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας αλλάζουν τα δεδομένα για την Ελλάδα. «Πιστεύουμε ότι οι προοπτικές κερδών από τα short στην Ελλάδα είναι χαμηλές, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα», έγραψαν.
Εξάλλου, θετικότερη στάση απέναντι στην Ελλάδα δείχνει να υιοθετεί πλέον και μία από τις ξένες τράπεζες που μέχρι πρότινος ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Εφόσον οι Βρυξέλλες κάθονται στο τιμόνι της εγχώριας οικονομίας, η Royal Bank of Scotland πιστεύει ότι δεν συντρέχει πλέον λόγος ανησυχίας. «Όσο περισσότερη εθνική κυριαρχία χάνει η Ελλάδα, τόσο καλύτερες θα είναι οι προοπτικές των ομολόγων», έγραψε σε ανάλυσή της. Έτσι, η ίδια τράπεζα που από το Νοέμβριο ισχυριζόταν ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα πρέπει να υποβαθμιστεί επιθετικά, εμφανίζεται τώρα έτοιμη να αγοράσει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. «Τα spreads αναμένεται να παραμείνουν ευμετάβλητα στις επόμενες εβδομάδες, αλλά τώρα κοιτάμε τα σημεία εισόδου για να αγοράσουμε ελληνικά ομόλογα, καθώς η υστερία περί διάσπασης της ΟΝΕ μετριάζεται», εξηγεί.
Λίγη βάση στα σενάρια περί διάσπασης της Ευρωζώνης ή ελληνικής χρεοκοπίας δίνει και ο Martin Wolf, των Financial Times. Ο γνωστός αρθρογράφος δείχνει να πιστεύει ότι το πιθανότερο σενάριο για την ελληνική οικονομία είναι μία μακρά και βαθιά ύφεση, ως αποτέλεσμα της σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, για να μειωθεί το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, χρειάζονται μέτρα ίσα με το 12% του ΑΕΠ. «Η ελληνική κυβέρνηση θα διαπιστώσει ότι για κάθε βήμα που κάνει μπροστά, γλιστρά λίγο πιο πίσω. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα δεν έχει υποστεί μία σημαντική ύφεση. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα αλλάξει. Η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σύντομα τη μιζέρια στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να έχει στα χέρια της το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής», προειδοποιεί ο Wolf.
Η άποψή του βρίσκει σύμφωνη την JP Morgan, η οποία προειδοποιεί ότι τα μέτρα «τύπου Ιρλανδίας» δεν μπορούν παρά να φέρουν και μία ύφεση «τύπου Ιρλανδίας». Αρκεί μόνο να σημειωθεί ότι η γνωστή και ως «κελτική τίγρης» συρρικνώθηκε κατά 7,5% το 2009 και αναμένεται να υποστεί περαιτέρω πτώση του ΑΕΠ κατά 0,8% φέτος. Θα είναι η τρίτη κατά σειρά χρονιά συρρίκνωσης της ιρλανδικής οικονομίας, καθώς η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που για τη συντριπτική πλειοψηφία των ξένων οικονομολόγων, θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα και για την ελληνική κυβέρνηση. Αποτέλεσμα της αυστηρής προσαρμογής θα είναι η εκτίναξη της ανεργίας στην Ιρλανδία στο 13%, από το 11,8% που ήταν πέρυσι, εκτιμούν οι αναλυτές που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg.
Oι τράπεζες θα ανέβουν ή θα πέσουν 50%;
ΕΝΑ ΝΕΟ «εχθρό» απέκτησε η Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες. Η ιταλική τράπεζα UniCredit δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις ελληνικές αγορές έως σήμερα. Όμως, η έκθεσή της που προέβλεψε πτώση των τραπεζικών μετοχών κατά 52% από τα τρέχοντα επίπεδα, δεν μπορούσε παρά να προ- καλέσει σάλο στην αγορά. Οι διαθέσεις της τράπεζας φάνηκαν καλύτερα την επόμενη ημέρα, όταν η UniCredit «ξαναχτύπησε» με νέα αρνητική της έκθεση, που έλεγε ότι το ευρώ έχει γίνει μία «ελληνική τραγωδία». Και όλα αυτά, την ώρα που η αναρρίχηση του spread στα υψηλότερα επίπεδα από την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, προκαλούσε δειλές δηλώσεις στήριξης από τις Morgan Stanley, Royal Bank of Scotland, Societe Generale και BNP Paribas.
Το γεγονός ότι η UniCredit προέβλεψε πτώση των ελληνικών τραπεζικών μετοχών κατά 50%, την ώρα που η JP Morgan ισχυριζόταν ότι οι μετοχές αυτές θα ενισχυθούν κατά 50%, προκαλεί από μόνο του πολλά ερωτήματα. Η Unicredit μιλά για τον «λαβύρινθο του Μινώταυρου», στον οποίο ισχυρίζεται ότι έχουν παγιδευτεί οι ελληνικές τράπεζες. Η έκθεσή της προειδοποιούσε για μία παρατεταμένη ύφεση και εξηγούσε ότι η διεύρυνση των spreads των ομολόγων δεν έχει αποτυπωθεί πλήρως στις τιμές των τραπεζικών με- τοχών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, οι μετοχές των Εθνικής, Eurobank, Alpha Bank και Πειραιώς θα πρέπει να πέσουν κατά 52% από τα τρέχοντα επίπεδα για να συμβαδίζουν με το spread των 300 μονάδων βάσης. Και βέβαια, αυτά τα περιθώρια πτώσης δικαιολογούν συστάσεις πώλησης και για τις τέσσερις μετοχές.
Το ενδιαφέρον είναι ότι έπειτα από τις επαφές που είχαν με τις πέντε μεγάλες τράπεζες στην Αθήνα, οι αναλυτές της JP Morgan κατέληξαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Ότι εφόσον η αγορά δει σαφείς ενδείξεις δημοσιονομικής προσαρμογής, τα περιθώρια ανόδου των τραπεζικών μετοχών θα ξεπεράσουν ακόμα και το 50%. Οι υπομονετικοί επενδυτές θα επιβραβευτούν, έγραψε σε έκθεσή του ο οίκος, προφανώς διαφωνώντας με την UniCredit.
Ήταν απλά διάσταση απόψεων, κακό timing ή κάτι παραπάνω; Πάντως, στην περίπτωση της UniCredit, μία εμπάθεια απέναντι στην Ελλάδα μάλλον δικαιολογείται. Στο ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε πρόσφατα για την αύξηση κεφαλαίου ύψους 4 δισ. ευρώ, η τράπεζα προειδοποιούσε ότι τα έσοδά της ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από την κρίση στην Ελλάδα.
Στη σφαίρα της υπερβολής το ξεπούλημα στα ομόλογα
ΣΤΑ ΟΡΙΑ του γελοίου έχει φτάσει πλέον το sell off των ελληνικών ομολόγων, συμφωνούν οι περισσότεροι από τους οίκους του εξωτερικού. Όταν το spread έναντι των αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων ξε- πέρασε τις 300 μονάδες βάσης (τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 ετών), οι αναλυτές δεν μπορούσαν παρά να θεωρήσουν ότι η αγορά των ομολόγων έχει παραδοθεί στον παραλογισμό.
«Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα και ας πείσουμε τους εαυτούς μας ότι η Ελλάδα θα υπάρχει ακόμα σε 10, 30 ή ακόμα και 50 χρόνια. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις περισσότερες από τις 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις όλων των χρηματιστηριακών δεικτών», έγραψε ο Ciaran O’ Hagan, της Societe Generale. Αυτό που συμβαίνει στην αγορά είναι παράλογο, είπε.
Ο Marc Ostwald της Momentum Securities το χαρακτήρισε «πολύ, πολύ ανόητο». Οι επενδυτές δεν σκέφτονται λογικά, όταν χρεώνουν κολοσσιαία premium για τους ελληνικούς βραχυπρόθεσμους τίτλους σε σχέση με τους αντίστοιχους της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Κροατίας, ισχυρίστηκε. Ακόμα και εάν πράγματι η Ελλάδα χρεοκοπούσε, αυτές οι χώρες δεν θα έμεναν ανεπηρέαστες· επομένως, τα σημερινά επίπεδα τιμών δεν έχουν καμία λογική, εξήγησε ο αναλυτής. Ευκαιρία θεωρεί τα τρέχοντα επίπεδα των spreads και η BNP Paribas, αν και οι δικοί της αναλυτές είναι λίγο πιο επιφυλακτικοί. Θέλουν πρώτα να μάθουν τις λεπτομέρειες για τις ομολογιακές εκδόσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση, πριν συμβουλέψουν τους πελάτες τους να αγοράσουν Ελλάδα.
Η Morgan Stanley, από την πλευρά της, μπορεί να συστήνει στους επενδυτές να κλείσουν τα short στους ελληνικούς τίτλους, όμως δεν σκοπεύει να εκδώσει σύσταση για long θέσεις εάν οι προοπτικές της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας από τη Moody’s δεν αναβαθμιστούν σε σταθερές.Πηγή Ισοτιμία.