Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες των δημοσκοπήσεων τα τελευταία χρόνια, κι όχι μονάχα στην Ελλάδα παρά και σε χώρες με μεγαλύτερη σχετική παράδοση, θα έπρεπε να μας έχoυν πείσει να αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, όσο επιστημονικές και ευρείες και αν είναι ή αν δηλώνεται πως είναι.
Πολύ περισσότερο επιφυλακτικοί, στα όρια της εκ προοιμίου απόρριψης, οφείλουμε να είμαστε απέναντι σε μετρήσεις και πoσοτικοποιήσεις του «γούστου του κοινού» (του τηλεοπτικού, λ.χ.) με μεθόδους είτε άδηλες είτε...προδήλως αυθαίρετες, στόχος των οποίων δεν είναι η καταγραφή μιας κάποιας πραγματικότητας αλλά η διαμόρφωσή της και η απόσπαση του σχετικού κέρδους, που δεν εξαντλείται στο οικονομικό. Και προφανώς, δεν μπορεί κανείς παρά να βλέπει επιφυλακτικότατα τις μετρήσεις «μεγεθών» ή «ποιοτήτων» που ούτε καν ο ορισμός τους και ο προσδιορισμός του περιεχομένου τους δεν βρίσκει σύμφωνους όλους. Σε αυτά τα δύστροπα μεγέθη συγκαταλέγεται οπωσδήποτε ο πολιτισμός· ακόμα κι αν, όπως συνήθως γίνεται, τον ταυτίσουμε περιοριστικά με την κουλτούρα, με την παραγωγή καλλιτεχνημάτων και διανοημάτων, παραμένουν μεγάλα τα περιθώρια να υπάρξει σύγχυση και να δημιουργηθούν λαθεμένες εντυπώσεις. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει όταν ο πολιτισμός ταυτίζεται, και πάλι στενεμένος, με την ψυχαγωγία.
Μιλάω με αφορμή τη δημοσίευση των πορισμάτων της έρευνας «Σφυγμός Πολιτισμού», που διενεργήθηκε από την εταιρεία στατιστικών ερευνών ΑΠΟΨΙΣ–SMR, με πρωτοβουλία της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού» και με τη στήριξη του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. Υπό το μάλλον αυτάρεσκο σύνθημα «Μετράμε τον πολιτισμό», λοιπόν, ρωτήθηκαν τηλεφωνικώς 1.500 άτομα και, όπως διαβάζω στα ρεπορτάζ, «αποτυπώθηκε η γνώμη του κοινού από τον Ιούνιο ώς τον Σεπτέμβριο του 2010 σε όλα τα είδη πολιτισμού: βιβλίο, θέατρο, μουσική, εικαστικά, χορός». Οι ερωτήσεις δηλαδή υπαγορεύτηκαν από την εξίσωση πολιτισμός = κουλτούρα, οι απαντήσεις ωστόσο σίγουρα επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι το 79,2% των ερωτηθέντων εμφανίζεται να θεωρεί τον πολιτισμό συνώνυμο της ψυχαγωγίας. Η σύγχυση που λέγαμε. Σύγχυση που μάλλον δεν είναι εφικτό να αρθεί σε μια ολιγόλεπτη τηλεφωνική συζήτηση ανάμεσα στον ερωτώντα–ερευνητή (που πιθανόν να έχει κουραστεί δίνοντας τις ίδιες και τις ίδιες εξηγήσεις) και στον ερωτώμενο (που κι αυτός μπορεί να είναι βαριεστημένος ή, καλοκαίρι καιρό, να μην έχει την όρεξη να απαντήσει αναλυτικά στο τηλέφωνο για πράγματα σύνθετα και απλώς αποδέχεται να διευκολύνει τον συλλέκτη των απαντήσεων και το μεροκάματό του).
Διεθνώς, άλλωστε, οι τηλεφωνικές μετρήσεις της κοινής γνώμης θεωρούνται πολύ περισσότερο αναξιόπιστες απ’ όσες με συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο, οπότε μεσολαβεί το μάτι (που διαβάζει τις ερωτήσεις και κρίνει) και όχι το αυτί (που και ν’ ακούει, δεν είναι βέβαιο ότι συγκρατεί τα πάντα). Θυμίζω εδώ ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, με άρθρο σε ειδική οδηγία του, τον Ιανουάριο του 2004, συμβούλευε τα μέσα ενημέρωσης να χρησιμοποιούν με τη δέουσα προσοχή όσες δημοσκοπήσεις διεξάγονται τηλεφωνικώς, ακριβώς επειδή «η αξιοπιστία τους επιστημονικώς θεωρείται περιορισμένη, το δε περιθώριο σφάλματος σε αυτές είναι σημαντικά υψηλότερο των συνήθων δημοσκοπήσεων».
Πόσο γερό υλικό αποτελούν άραγε οι απαντήσεις σε μια τηλεφωνική σφυγμομέτρηση 1.500 ατόμων για να θεμελιωθούν πάνω τους τίτλοι του είδους «Οι Ελληνες θέλουν τέχνη λάιτ και φτηνή»; Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι αποφάνσεις αυτού του είδους, με τις οποίες ανέδειξε τα στοιχεία της έρευνας ο γραπτός και ο ηλεκτρονικός Τύπος, συνοψίζουν πορίσματα επιστημονικώς εξαχθέντα ή είναι επιτιμητικοί και σχετλιαστικοί αφορισμοί που τυχαίνει να συμφωνούν και με το γκρίζο χρώμα που σκιάζει τις μέρες μας εσχάτως, με το κλίμα αυτοϋποτίμησης που τείνει να επικρατήσει; Ακόμα κι αν η «μέτρηση του πολιτισμού» γινόταν με τον επιστημονικότερο τρόπο, η ίδια η απείθαρχη φύση τού προς μέτρηση «αγαθού», η πλαστικότητα και η πολυτυπία του, θα μείωνε εξαρχής την αξιοπιστία των ευρημάτων. Για να μείνουμε στη συγκεκριμένη σφυγμομέτρηση, πλην του ίδιου του κ. Γερουλάνου και του πρωθυπουργού που τον επέλεξε, μάλλον ουδείς άλλος ξενίζεται που μόνο το 9,9% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι γνωρίζει πως αυτός είναι ο υπουργός του Πολιτισμού μας: δεν έχουμε σπουδαίους λόγους να θυμόμαστε ούτε τον κ. Γερουλάνο ούτε τους προκατόχους του στο υπουργείο, πράσινους και γαλάζιους – τον κ. Πάγκαλο, τον κ. Βενιζέλο, τον κ. Λιάπη, α, και τον κ. Καραμανλή.
Από την άλλη όμως, πώς να απαντήσεις ακαριαία όταν σε ρωτούν ποιοι Ελληνες έχουν παρουσιάσει αξιόλογο έργο στο θέατρο; Εντάξει, οι αυτονόητες αξίες (ο Κάρολος Κουν δηλαδή) θα έρθουν στη μνήμη σου έστω κι αν δεν έτυχε να παρακολουθήσεις ποτέ παράστασή τους. Τα άλλα ονόματα, ωστόσο, στην πλειονότητά τους, θα αντληθούν μάλλον αυτόματα από την επικαιρότητα, εξού και η υψηλή παρουσία στις σχετικές απαντήσεις του Γιάννη Μπέζου και του Πέτρου Φιλιππίδη, που μάλλον στις εμφανίσεις τους στην τηλεόραση και όχι στο θέατρο οφείλουν τη μεγάλη δημοτικότητά τους (και μιας και ο λόγος περί τηλεόρασης, πόσες εκπομπές αφιερώνουν στις ποικίλες μορφές της τέχνης τα ιδιωτικά κανάλια, ο μέγας παιδαγωγός του έθνους;). Συμβαίνει δηλαδή εδώ ό,τι περίπου και στις διαδικτυακές για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή διαχρονικώς: ο Μέσι δεν ψηφίζεται μόνο επειδή είναι μέγας παίκτης, αλλά και επειδή παίζει τώρα και τα κατορθώματά του τροφοδοτούν ανελλιπώς την επικαιρότητα· τον Μαραντόνα, και ακόμα πιο πίσω τον Πελέ ή τον Γκαρίντσα, πόσοι και πώς να τους έχουν δει από τους συνήθως ψηφίζοντες πιτσιρικάδες. Και συμβαίνει επίσης, και πάλι περίπου, ό,τι και στην περίπτωση που άνθρωποι της σόου μπίζνες ερωτώνται ποιο βιβλίο διάβασαν τελευταία: «Κοέλιο» απαντούν οι έξι στους δέκα, χρόνια τώρα, και «Νταν Μπράουν» οι υπόλοιποι, ονομάζοντας τον συγγραφέα και δίχως να προσδιορίζουν το βιβλίο του που διάβασαν, αν το διάβασαν. Μην ξεχνάμε άλλωστε πόσοι συγκαιρινοί μας, που βρίσκονται ακόμα υπό κρίσιν, άρα δεν έχουν «βαθμολογηθεί» οριστικά από την Ιστορία, είχαν χωρέσει στους «εκατό μεγάλους Ελληνες» στην περυσινή τηλεοπτική έρευνα.
Δεν ξέρω αν όντως θέλουμε τέχνη ελαφριά και φτηνή, όπως αφοριστικά τιτλοδοτήθηκαν τα στοιχεία της έρευνας. Υποθέτω πάντως, ή μάλλον το πιστεύω ακράδαντα, ότι μια χαρά πολιτισμένος άνθρωπος μπορείς να είσαι και ας μην έχεις πάει ποτέ στο Ηρώδειο ή στο Μέγαρο, αρκεί να συμφωνήσουμε τι νόημα δίνουμε στον όρο «πολιτισμός», ή να παραμείνεις ανάγωγος και ας έχεις διαρκείας στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο. Ευτυχώς πάντως ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης έχει ξεκάθαρες απόψεις για το τι σημαίνει πολιτισμός. Γι’ αυτό και προορίζει για αντιδήμαρχο Πολιτισμού τον κ. Ηλία Ψινάκη, εάν βέβαια επανεκλεγεί, οπότε, ναι, θα επιβεβαιωθεί η έρευνα και τα πορίσματά της.
(Άρθρο του κ.T.Mπουκαλά
αναδημοσιεύεται από την "Καθημερινή")