Παρά την έντονη πολιτική κρίση, η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι προωθεί τη λειτουργία της νέας Υπηρεσίας Πυρηνικής Ασφάλειας με..επικεφαλής τον Ουμπέρτο Βερονέζι. Εναν διακεκριμένο ογκολόγο, προσωπικό φίλο του ιταλού πρωθυπουργού αλλά και γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος. Μια «οικουμενική» προσωπικότητα που κινείται στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και επελέγη για να προχωρήσει το φιλόδοξο πρόγραμμα.
Η Ιταλία, παρ' ότι υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας εγκαινιάζοντας τον πρώτο της πειραματικό σταθμό το 1946 και τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα το 1958 στη Λατίνα της νότιας Ιταλίας, είναι σήμερα η μόνη χώρα του G8 που δεν διαθέτει πυρηνικό πρόγραμμα.
Εξαρτάται αποκλειστικά από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και την αγορά του 10% της ηλεκτρικής της ενέργειας από τη Γαλλία, στην οποία έχει καταβάλει τα τελευταία 23 χρόνια περίπου 50 δισ. ευρώ.
Το υψηλό κόστος της ενέργειας που βαραίνει τους ιταλούς καταναλωτές, καθώς πληρώνουν 21 ευρώ την κιλοβατώρα σε σχέση με τους Γάλλους που δίνουν μόλις 9 λεπτά, αποτελεί εδώ και χρόνια το ισχυρότερο επιχείρημα των υποστηρικτών της επαναλειτουργίας του πυρηνικού προγράμματος.
Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς της ENEL, της ιταλικής εταιρείας ηλεκτρισμού που σε συνεργασία με τη γαλλική EDF διαχειρίζονται το νέο πυρηνικό πρόγραμμα, το κόστος της κατασκευής τεσσάρων νέων πυρηνικών μονάδων που θα εξοικονομήσουν το 25% της ηλεκτρικής ενέργειας, φτάνει τα 18 δισ. ευρώ.
Από το 1958 έως το 1978 η Ιταλία είχε κατασκευάσει 4 πυρηνικά εργοστάσια στο Λατίνο, το Γκαριλιάνο, το Τρίνο Βερσελέζε, γνωστό και ως Ενρίκο Φέρμι, και το Καόρσο στην Πιατσένσα.
Μετά το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνομπίλ το 1987, η τότε κυβέρνηση του Μπετίνο Κράξι έθεσε σε δημοψήφισμα τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών. Ο αντιπυρηνικός άνεμος που έπνεε σε ολόκληρη την Ευρώπη εκείνη την εποχή, «έσβησε» τους πυρηνικούς σταθμούς έως το 1990.
Το 2008 η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι ψήφισε νόμο που έθετε τις βάσεις για τη λειτουργία ενός νέου πυρηνικού προγράμματος. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ έως το 2007 83% των πολιτών τάσσονταν κατά, ένα χρόνο αργότερο το ποσοστό αυτό συρρικνώθηκε στο 28%.enet.gr.
Η Ιταλία, παρ' ότι υπήρξε πρωτοπόρος στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας εγκαινιάζοντας τον πρώτο της πειραματικό σταθμό το 1946 και τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα το 1958 στη Λατίνα της νότιας Ιταλίας, είναι σήμερα η μόνη χώρα του G8 που δεν διαθέτει πυρηνικό πρόγραμμα.
Εξαρτάται αποκλειστικά από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και την αγορά του 10% της ηλεκτρικής της ενέργειας από τη Γαλλία, στην οποία έχει καταβάλει τα τελευταία 23 χρόνια περίπου 50 δισ. ευρώ.
Το υψηλό κόστος της ενέργειας που βαραίνει τους ιταλούς καταναλωτές, καθώς πληρώνουν 21 ευρώ την κιλοβατώρα σε σχέση με τους Γάλλους που δίνουν μόλις 9 λεπτά, αποτελεί εδώ και χρόνια το ισχυρότερο επιχείρημα των υποστηρικτών της επαναλειτουργίας του πυρηνικού προγράμματος.
Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς της ENEL, της ιταλικής εταιρείας ηλεκτρισμού που σε συνεργασία με τη γαλλική EDF διαχειρίζονται το νέο πυρηνικό πρόγραμμα, το κόστος της κατασκευής τεσσάρων νέων πυρηνικών μονάδων που θα εξοικονομήσουν το 25% της ηλεκτρικής ενέργειας, φτάνει τα 18 δισ. ευρώ.
Από το 1958 έως το 1978 η Ιταλία είχε κατασκευάσει 4 πυρηνικά εργοστάσια στο Λατίνο, το Γκαριλιάνο, το Τρίνο Βερσελέζε, γνωστό και ως Ενρίκο Φέρμι, και το Καόρσο στην Πιατσένσα.
Μετά το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνομπίλ το 1987, η τότε κυβέρνηση του Μπετίνο Κράξι έθεσε σε δημοψήφισμα τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών. Ο αντιπυρηνικός άνεμος που έπνεε σε ολόκληρη την Ευρώπη εκείνη την εποχή, «έσβησε» τους πυρηνικούς σταθμούς έως το 1990.
Το 2008 η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι ψήφισε νόμο που έθετε τις βάσεις για τη λειτουργία ενός νέου πυρηνικού προγράμματος. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ έως το 2007 83% των πολιτών τάσσονταν κατά, ένα χρόνο αργότερο το ποσοστό αυτό συρρικνώθηκε στο 28%.enet.gr.