Η οικονομική κρίση στρέφει όλο και περισσότερο κόσμο πίσω στην αγροτική οικονομία.
Την ώρα που ο δείκτης ανεργίας σημειώνει ρεκόρ δεκαετίας, κλείνοντας στον...Οκτώβριο του 2010 στο 13,5%, ο μόνος τομέας οικονομικής δραστηριότητας που εμφανίζει αύξηση της απασχόλησης είναι ο αγροτικός. Το πρώτο εξάμηνο του 2010, ο αριθμός των αγροτών αυξήθηκε κατά 6,1% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009 και η τάση αυτή, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, είναι σταθερά ανοδική.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ο αριθμός των ατόμων που απασχολούνται στον αγροτικό τομέα έβαινε, με ορισμένες μικρές διακυμάνσεις, σταθερά μειούμενος μέχρι και το 2007. Το 1981, το ποσοστό του ενεργού αγροτικού πληθυσμού ανερχόταν στο 27%, το 1991 υποχώρησε στο 18,7% και το 2007 το ποσοστό έπεσε στο μισό. Στις αρχές του 2008, η πτωτική τάση ανακόπτεται και τα δύο τελευταία χρόνια ο αριθμός των αγροτών παρουσιάζει σταθερή αύξηση, αν και το αγροτικό εισόδημα συνεχίζει να έχει φθίνουσα πορεία και, σύμφωνα με την ΠΑΣΕΓΕΣ, από το 2005 έως το 2009 καταγράφονται απώλειες από 3% έως και 6% κάθε χρόνο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2009 ως αγρότες καταγράφηκαν 520.000 άτομα, το δεύτερο τρίμηνο 529.000, το τρίτο 545.000 και το τέταρτο 551.000. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και το 2010, με τον μεγαλύτερο αριθμό να καταγράφεται το πρώτο τρίμηνο, 562.000, και να διατηρείται τα δύο επόμενα τρίμηνα στα 551.000 άτομα. Η αύξηση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του αριθμού των αυτοαπασχολουμένων αγροτών, ενώ, αντιθέτως, ο αριθμός αυτών που δηλώνουν ότι απασχολούνται βοηθητικά σε οικογενειακές εκμεταλλεύσεις μειώνεται σταθερά. Σταθερός παραμένει ο αριθμός των αγροτών που απασχολούν προσωπικό (46.000), όπως και των ατόμων που εργάζονται ως μισθωτοί σε καλλιέργειες (54.000).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του προέδρου της ΠΑΣΕΓΕΣ, Τζ. Καραμίχα, η τάση αυτή θα συνεχιστεί και το 2011, εξ αιτίας των μεγάλων επιπτώσεων της κρίσης στους άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων του γενικού διευθυντή της συνομοσπονδίας Γ. Τσιφόρου, προκύπτει ότι το 11% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται πλέον στον αγροτικό τομέα, ο οποίος όμως έχει πολύ χαμηλή συμμετοχή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, μόλις 3,5%, και συνεπώς το εισόδημα των περισσότερων αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι μικρό.
Παρ' ότι το αγροτικό εισόδημα είναι μικρό, φαίνεται πως πολλοί νέοι επιλέγουν να γυρίσουν στην καλλιέργεια της γης. Η τάση αυτή, λέει ο Γ. Τσιφόρος, συνδέεται με τον αυξημένο αριθμό των νέων που ξεκινούν από τον αγροτικό τομέα, αλλά και με τη μετακίνηση εργαζομένων από τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο (κατασκευές, τουρισμός, μεταποίηση κ.λπ.). Το ποσοστό του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο στις χώρες της ευρωζώνης και εάν η αυξητική τάση συνεχιστεί, χωρίς παράλληλη αναδιάθρωση της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, εκτιμάται ότι οι πιέσεις στο αγροτικό εισόδημα πολύ γρήγορα θα ενταθούν και οι συνέπειες της κρίσης θα είναι βαριές και στον αγροτικό κόσμο.
Το ζήτημα έχει απασχολήσει την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και την ερχόμενη εβδομάδα, όπως επισημαίνει ο υφυπουργός Γ. Κουτσούκος, θα ανακοινωθούν τα πρώτα σχέδια ενίσχυσης των νέων αγροτών για βελτιώσεις των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Οι περισσότεροι από τους νέους που επιστρέφουν στην καλλιέργεια της γης συνδυάζουν την άσκηση του αγροτικού επαγγέλματος με άλλη παράλληλη απασχόληση, εκτιμά ο Δ. Μιχαηλίδης, μέλος της γραμματείας Νέων Αγροτών. Επίσης, αρκετοί ετεροαπασχολούμενοι που νοίκιαζαν τα χωράφια τους σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, τώρα, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, προτιμούν να τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι, παρότι αυτό σημαίνει συνεχείς μετακινήσεις και μεγάλο κόπο, προκειμένου να αναπληρώσουν μέρος των απωλειών που έχουν από τη βασική εργασία τους. Στις ορεινές περιοχές και τα νησιά, εκτιμάται ότι θα ενταθεί το φαινόμενο της πολυαπασχόλησης.
Καταλυτικά στη στροφή που σημειώνεται τα δύο τελευταία χρόνια φαίνεται πως έχει λειτουργήσει η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας αλλά και οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν με τα προγράμματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και βιοκαυσίμων. Επίσης, σε ορισμένες περιοχές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αγροτικών οργανώσεων, φαίνεται ότι έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο οι συνεταιρισμοί και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις, με νέα καλλιεργητικά προγράμματα και παράλληλη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Τα προγράμματα αυτά προσελκύουν και νέους με μικρές αγροτικές ιδιοκτησίες. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι περιοχές που παράγουν λάδι και κρασί (Πελοπόννησος και Νησιωτική Ελλάδα), ενώ τελευταία ανάλογες πρωτοβουλίες εκδηλώνονται και σε περιοχές της Β. Ελλάδας, με παραγωγή εσπεριδοειδών.
πηγή Ελευθεροτυπία
Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ο αριθμός των ατόμων που απασχολούνται στον αγροτικό τομέα έβαινε, με ορισμένες μικρές διακυμάνσεις, σταθερά μειούμενος μέχρι και το 2007. Το 1981, το ποσοστό του ενεργού αγροτικού πληθυσμού ανερχόταν στο 27%, το 1991 υποχώρησε στο 18,7% και το 2007 το ποσοστό έπεσε στο μισό. Στις αρχές του 2008, η πτωτική τάση ανακόπτεται και τα δύο τελευταία χρόνια ο αριθμός των αγροτών παρουσιάζει σταθερή αύξηση, αν και το αγροτικό εισόδημα συνεχίζει να έχει φθίνουσα πορεία και, σύμφωνα με την ΠΑΣΕΓΕΣ, από το 2005 έως το 2009 καταγράφονται απώλειες από 3% έως και 6% κάθε χρόνο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2009 ως αγρότες καταγράφηκαν 520.000 άτομα, το δεύτερο τρίμηνο 529.000, το τρίτο 545.000 και το τέταρτο 551.000. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και το 2010, με τον μεγαλύτερο αριθμό να καταγράφεται το πρώτο τρίμηνο, 562.000, και να διατηρείται τα δύο επόμενα τρίμηνα στα 551.000 άτομα. Η αύξηση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του αριθμού των αυτοαπασχολουμένων αγροτών, ενώ, αντιθέτως, ο αριθμός αυτών που δηλώνουν ότι απασχολούνται βοηθητικά σε οικογενειακές εκμεταλλεύσεις μειώνεται σταθερά. Σταθερός παραμένει ο αριθμός των αγροτών που απασχολούν προσωπικό (46.000), όπως και των ατόμων που εργάζονται ως μισθωτοί σε καλλιέργειες (54.000).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του προέδρου της ΠΑΣΕΓΕΣ, Τζ. Καραμίχα, η τάση αυτή θα συνεχιστεί και το 2011, εξ αιτίας των μεγάλων επιπτώσεων της κρίσης στους άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων του γενικού διευθυντή της συνομοσπονδίας Γ. Τσιφόρου, προκύπτει ότι το 11% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται πλέον στον αγροτικό τομέα, ο οποίος όμως έχει πολύ χαμηλή συμμετοχή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, μόλις 3,5%, και συνεπώς το εισόδημα των περισσότερων αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι μικρό.
Παρ' ότι το αγροτικό εισόδημα είναι μικρό, φαίνεται πως πολλοί νέοι επιλέγουν να γυρίσουν στην καλλιέργεια της γης. Η τάση αυτή, λέει ο Γ. Τσιφόρος, συνδέεται με τον αυξημένο αριθμό των νέων που ξεκινούν από τον αγροτικό τομέα, αλλά και με τη μετακίνηση εργαζομένων από τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο (κατασκευές, τουρισμός, μεταποίηση κ.λπ.). Το ποσοστό του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο στις χώρες της ευρωζώνης και εάν η αυξητική τάση συνεχιστεί, χωρίς παράλληλη αναδιάθρωση της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, εκτιμάται ότι οι πιέσεις στο αγροτικό εισόδημα πολύ γρήγορα θα ενταθούν και οι συνέπειες της κρίσης θα είναι βαριές και στον αγροτικό κόσμο.
Το ζήτημα έχει απασχολήσει την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και την ερχόμενη εβδομάδα, όπως επισημαίνει ο υφυπουργός Γ. Κουτσούκος, θα ανακοινωθούν τα πρώτα σχέδια ενίσχυσης των νέων αγροτών για βελτιώσεις των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Οι περισσότεροι από τους νέους που επιστρέφουν στην καλλιέργεια της γης συνδυάζουν την άσκηση του αγροτικού επαγγέλματος με άλλη παράλληλη απασχόληση, εκτιμά ο Δ. Μιχαηλίδης, μέλος της γραμματείας Νέων Αγροτών. Επίσης, αρκετοί ετεροαπασχολούμενοι που νοίκιαζαν τα χωράφια τους σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, τώρα, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, προτιμούν να τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι, παρότι αυτό σημαίνει συνεχείς μετακινήσεις και μεγάλο κόπο, προκειμένου να αναπληρώσουν μέρος των απωλειών που έχουν από τη βασική εργασία τους. Στις ορεινές περιοχές και τα νησιά, εκτιμάται ότι θα ενταθεί το φαινόμενο της πολυαπασχόλησης.
Καταλυτικά στη στροφή που σημειώνεται τα δύο τελευταία χρόνια φαίνεται πως έχει λειτουργήσει η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας αλλά και οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν με τα προγράμματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και βιοκαυσίμων. Επίσης, σε ορισμένες περιοχές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αγροτικών οργανώσεων, φαίνεται ότι έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο οι συνεταιρισμοί και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις, με νέα καλλιεργητικά προγράμματα και παράλληλη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου. Τα προγράμματα αυτά προσελκύουν και νέους με μικρές αγροτικές ιδιοκτησίες. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι περιοχές που παράγουν λάδι και κρασί (Πελοπόννησος και Νησιωτική Ελλάδα), ενώ τελευταία ανάλογες πρωτοβουλίες εκδηλώνονται και σε περιοχές της Β. Ελλάδας, με παραγωγή εσπεριδοειδών.
πηγή Ελευθεροτυπία