Το 2011 είναι η επέτειος 30 χρόνων από την ένταξη της Ελλάδας στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ τις μέρες αυτές κλείνει και ένας χρόνος από την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.
Το γεγονός ότι μετά από τριάντα χρόνια συμμετοχής στην Ε.Ε. η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τόσο δύσκολη κατάσταση δημιουργεί την εντύπωση ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έγινε τίποτα θετικό και ότι η ένταξη της... χώρας μας στην Ε.Ε., αντί να ενισχύσει την ελληνική οικονομία, ώστε να μην κινδυνεύει από τέτοιας έκτασης κρίση, μπορεί να ευθύνεται γι' αυτή την εξέλιξη.
Εξετάζοντας λίγο περισσότερο τα δεδομένα, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί μια τέτοια άποψη. Η Ε.Ε. υπήρξε γενναιόδωρη και στην κοινή αγροτική πολιτική, η οποία άλλαξε την εικόνα της ελληνικής υπαίθρου, καθώς και στην περιφερειακή πολιτική, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στην κατασκευή τόσων μεγάλων έργων υποδομής στη χώρα (αυτοκινητόδρομοι, μετρό, αεροδρόμια κ.λπ.). Αντίθετα, μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι για τη σημερινή εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας οι κύριοι υπεύθυνοι βρίσκονται μέσα στη χώρα μας.
Λαμπρό παράδειγμα αντίθετης εξέλιξης αποτελεί η Φιλανδία, χώρα ανάλογου επιπέδου με τη δική μας, η οποία, μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια από την ένταξή της στην Ε.Ε, πραγματοποίησε αναπτυξιακά άλματα χάρη στην υπεύθυνη στάση όλων των εσωτερικών παραγόντων (κυβέρνηση, επιχειρήσεις, συνδικάτα, τύπος, πολίτες ). Η χώρα αυτή στηρίχθηκε στο περίφημο Τρίγωνο της Γνώσης, δηλαδή στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην καινοτομία, δημιουργώντας τη σημερινή Φιλανδία, που πρωτοπορεί σε πολλούς τομείς. Το ερώτημα προφανώς είναι αν η Ελλάδα, ως μεσογειακή χώρα, με πολύ διαφορετική ιστορική και πολιτισμική διαδρομή, είχε τις δυνατότητες να συμπεριφερθεί με τρόπο ανάλογο της Φιλανδίας, ώστε να έχει τα ανάλογα αποτελέσματα.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση υπήρξε ένας γενναιόδωρος οικονομικός εταίρος, χωρίς όμως να είναι ταυτόχρονα και πραγματικός πολιτικός εταίρος, όπως θα χρειαζόταν μια χώρα που μόλις είχε αποκαταστήσει πραγματικά ελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς, μετά από ενάμιση αιώνα στρατιωτικών κινημάτων, διχασμών και εμφύλιων πολέμων, ενώ απείχε μόνο 50 χρόνια από την οριστικοποίηση των συνόρων της μετά από σκληρούς απελευθερωτικούς αγώνες (Συνθήκη Λοζάνης 1922 - αποκατάσταση δημοκρατίας 1974).
Η χώρα μας υπήρξε καλός μαθητής στην εφαρμογή των τυπικών δημοκρατικών διαδικασιών. Δεν μπόρεσε όμως να αποκτήσει τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που είναι απαραίτητα συστατικά των δημοκρατικών ελευθεριών. Ολα σχεδόν τα χρόνια της συμμετοχής μας στην Ε.Ε., οι επιβιώσεις του παρελθόντος, οι σχέσεις πελατείας μεταξύ πολιτικών και πολιτών, η αμοιβαία συνενοχή τους και η λαϊκιστική (αντί παιδαγωγικής) στάση του πολιτικού συστήματος ήταν έντονες. Η υιοθέτηση των καταναλωτικών προτύπων των πλουσιότερων χωρών της Ε.Ε. από την ελληνική κοινωνία δεν συνοδεύθηκε και από υιοθέτηση των δυτικοευρωπαϊκών παραγωγικών προτύπων. Το χάσμα μεταξύ κατανάλωσης και παραγωγής καλύφθηκε από εξωτερικά δάνεια που χρηματοδότησαν τις αθρόες εισαγωγές κυρίως από την Ε.Ε.
Δυστυχώς, τα περιορισμένα όρια της πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε. δεν βοήθησαν την Ελλάδα να επωφεληθεί ουσιαστικά, και όχι απλώς χρηματοδοτικά, από τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο εξευρωπαϊσμός της χώρας μας υπήρξε ατελής και επιφανειακός. (1)
(1) Βλ. Ναπ. Μαραβέγιας (επιμ.) «Ο Εξευρωπαϊσμός στο Μεσογειακό Χώρο», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.