Σε «μπρα ντε φερ» που θα κρατήσει μέχρι τέλος του μήνα μεταξύ Ε.Ε. και αγορών για το μέγεθος του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων εξελίσσεται η κρίση του χρέους.
Η μία πλευρά, μετά τη προχθεσινή συμφωνία Μέρκελ-Σαρκοζί στο Βερολίνο, πιέζει για μεγαλύτερο κούρεμα των... ομολόγων από το 21% που προέβλεπε η συμφωνία της 21ης Ιουλίου. Από την άλλη, οι αγορές φαίνεται να ανθίστανται σε μια τέτοια λύση, η οποία θα προκαλούσε μεγαλύτερες ζημιές στις τράπεζες και θα καθιστούσε αναγκαία την κεφαλαιακή τους ενίσχυση.
Είναι χαρακτηριστική μελέτη του Ινστιτούτου Peterson, το οποίο εδρεύει στην Ουάσιγκτον, η οποία υποστηρίζει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο χωρίς μεγαλύτερο κούρεμα των ομολόγων, αρκεί να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI) και η ελληνική κυβέρνηση να επιτύχει τα πρωτογενή πλεονάσματα σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Εξάλλου, όπως έγινε αντιληπτό από τις δηλώσεις Μέρκελ-Σαρκοζί, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλός τους στη φάση αυτή προέρχεται κυρίως από το μέγεθος των νέων κεφαλαίων που θα χρειαστούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, παρά τα απόνερα που αφήνει η ελληνική κρίση. Και τούτο γιατί η αδυναμία τους να ελέγξουν την κρίση εγκαίρως είχε αποτέλεσμα να «τρέχουν πλέον» για να σώσουν τις τράπεζες παρά τα κράτη που κινδυνεύουν. Βέβαια μεταξύ των δύο οι δεσμοί που έχουν αναπτυχθεί είναι πλέον ακατάλυτοι και η διάσωση των τραπεζών αποτελεί πλέον βασικό όρο για την επιβίωση ολόκληρου του συστήματος. Ομως στο βαθμό που είναι βάσιμοι οι υπολογισμοί, οι οποίοι ανεβάζουν το ύψος των νέων κεφαλαίων που θα χρειαστούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες στα 200 δισ. ευρώ, τότε το 50% του Μηχανισμού Διάσωσης (EFSF) θα πρέπει να διοχετευτεί για το σκοπό αυτό.
Σε αυτό το πλαίσιο οι κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών, στην περίπτωση που η ζημία από την ανταλλαγή των ομολόγων φτάσει ακόμη και το 50%, φαντάζει σαν «παρωνυχίδα». Σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν κάνει οι τραπεζίτες, τα πρόσθετα κεφάλαια που θα χρειαστούν οι ελληνικές τράπεζες σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο κυμαίνονται στα 10 με 15 δισ. ευρώ. Βέβαια το ποσόν αυτό δεν μπορεί να αντληθεί από την κατατονική αγορά, οπότε το σύστημα στο σύνολό του θα αναγκαστεί να προσφύγει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Από το πρώτο Μνημόνιο, το Ταμείο αυτό έχει προικοδοτηθεί με 10 δισ. ευρώ, στα οποία θα προστεθούν άλλα 20 δισ. ευρώ εφόσον προχωρήσει η συμφωνία του Ιουλίου.
Για τις ελληνικές τράπεζες η κεφαλαιακή αυτή ενίσχυση θα σημάνει την «κρατικοποίηση τους», λύση η οποία δεν είναι πλέον και τόσο ρηξικέλευθη, αν ληφθεί υπόψη ότι και στις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers οι περισσότερες τράπεζες οδηγήθηκαν σε αυτό το καθεστώς. Η λύση αυτή για το σύνολο της οικονομίας είναι αμφίβολο αν θα έχει τις ριζικές επιπτώσεις, όπως παρουσιάζεται από το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ. Και τούτο γιατί το όποιο δραστικό κούρεμα προκριθεί για τα ελληνικά ομόλογα εντός του συστήματος PSI, θα οδηγήσει σε περιορισμένη ελάφρυνση του Δημοσίου Χρέους. Ταυτοχρόνως το «βάρος των τόκων», το οποίο θα αυξάνεται ολοένα για τα επόμενα χρόνια θα στραγγαλίζει τον προϋπολογισμό, καθώς η δαπάνη για τόκους από τα 18 δισ. ευρώ το 2012 θα ξεπεράσει τα 23 δισ. ευρώ το 2015.