Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας αποτέλεσε επιλογή των βασικών ελληνικών πολιτικών δυνάμεων από τη δεκαετία του '50, που εκφράστηκε με τη Συμφωνία Σύνδεσης στην τότε ΕΟΚ το 1961.
Από τότε μέχρι σήμερα έχει περάσει από πολλές δοκιμασίες.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 δημιούργησε τριγμούς στη Συμφωνία και οδήγησε στο... πάγωμα του Πρωτοκόλλου Χρηματοδότησης της Ελλάδας από την ΕΟΚ, όπως προέβλεπε η Συμφωνία των Αθηνών (1961). Η διαδικασία τελωνειακής ένωσης όμως συνεχίστηκε και, όταν το 1974 αποκαταστάθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η χώρα μας υπέβαλε αίτηση για πλήρη ένταξη. Μετά από πολλούς δισταγμούς από την ΕΟΚ, η χώρα μας έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος το 1981 με την πολιτική διαπραγμάτευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την ισχυρή υποστήριξη της Γαλλίας.
Η άνοδος στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ το 1981 προκάλεσε αμηχανία στην ΕΟΚ επειδή το κόμμα αυτό επεδίωκε τη διενέργεια δημοψηφίσματος προκειμένου η χώρα μας να αποκτήσει μια ειδική σχέση που θα την προστάτευε από τον έντονο ανταγωνισμό των άλλων χωρών-μελών της ΕΟΚ. Τελικά, δεν έγινε δημοψήφισμα και η χώρα μας σταδιακά προσαρμόσθηκε στην ΕΟΚ. Ιδιαίτερα στη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ 1985 - 1989, η Ελλάδα άρχισε να απολαμβάνει τα μεγάλα χρηματικά οφέλη από τα Ταμεία (Γεωργικό και Περιφερειακό) της ΕΟΚ μέσω της ΚΑΠ και των ΜΟΠ που αντιστάθμισαν τον έντονο ανταγωνισμό της ελληνικής αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής από την ομοειδή παραγωγή των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Στη δεκαετία του '90, η ΕΟΚ έγινε πλέον Ευρωπαϊκή Ενωση και προχώρησε στη νομισματική της ενοποίηση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Οι σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις έκαναν σοβαρές προσπάθειες για την ένταξη της χώρας μας στη ζώνη του κοινού νομίσματος με τη γενναιόδωρη συνδρομή των ευρωπαϊκών Ταμείων. Ο στόχος επετεύχθη το 2001, χωρίς όμως να συνειδητοποιηθεί ότι η υιοθέτηση του ευρώ, μαζί με τις μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες που προσέφερε (οικονομική σταθερότητα, χαμηλά επιτόκια κ.ά.) επέβαλλε και σοβαρές υποχρεώσεις τήρησης δημοσιονομικών και μισθολογικών περιορισμών.
Η δημοσιονομική και μισθολογική χαλάρωση λόγω κυρίως της πελατειακής πολιτικής, η απερίσκεπτη ευχέρεια δανεισμού του κράτους και των νοικοκυριών και οι απρόσκοπτες από συναλλαγματικούς περιορισμούς και εμπόδια εισαγωγές, οδήγησαν μετά από μερικά χρόνια σε πλήρη εκτροπή όλα τα κρίσιμα μακροοικονομικά μεγέθη (15% δημοσιονομικό έλλειμμα, 125% χρέος, 15% έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών σε σχέση με ΑΕΠ το 2009). Η συνέχεια είναι γνωστή. Η ανάγκη της χώρας για ευρωπαϊκή συνδρομή, προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία, οδήγησε στα ασφυκτικά μέτρα λιτότητας, στη μεγάλη ύφεση και στην κοινωνική απόγνωση που ζούμε σήμερα.
Μετά από πολλούς δισταγμούς, οι αποφάσεις της Ε.Ε. της 27ης Οκτωβρίου 2011, που περιλαμβάνουν «κούρεμα» του χρέους ύψους κατά 50%, περίπου 200 δισ. ευρώ (από συνολικό χρέος 360 δισ.), και νέα ευρωπαϊκή δανειακή συνδρομή 130 δισ. ευρώ, αποτελούν, με δεδομένη την περιορισμένη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, την καλύτερη δυνατή λύση που μπορεί να προσφέρει η Ε.Ε., με προφανές αντάλλαγμα μια διαρκή λιτότητα στη χώρα μας.
Το μέγα ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι, αν η χώρα μας μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει άλλο δρόμο εκτός από τον ευρωπαϊκό, που με θυσίες σήμερα ακολουθεί. Εναν άλλο δρόμο εκτός ευρωζώνης, ο οποίος θα την απομακρύνει από την ευρωπαϊκή πορεία 50 χρόνων που, με πολλές διακυμάνσεις, τη βοήθησε να γίνει η 25η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο και τη βοηθά σήμερα να γλιτώσει από την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Η απάντηση είναι προφανής.
Ναπ.Μαραβέγιας
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών