"Οι παλαιότεροι από εμάς, που έχουμε ζήσει ως παιδιά την αγριότητα της γερμανικής κατοχής και τη βάρβαρη και απάνθρωπη συμπεριφορά των κατοχικών στρατευμάτων, νιώθουμε οργή απέναντι σε ένα κράτος που οι ηγέτες του θα έπρεπε να σέβονται τον λαό μας, που τόσα έχει υποφέρει από τα στρατεύματά του και το οποίο οφείλει τεράστια ποσά ως αποζημιώσεις για όσα διέπραξε σε βάρος του, και τα οποία αρνείται να καταβάλει".
Άρθρο του κ.Μανόλη Γ. Δρεττάκη
τέως αντιπροέδρου της Βουλής,και καθηγητή της ΑΣΟΕΕ.
Όσα ζήσαμε τις τελευταίες 15 ημέρες, μετά την επικίνδυνη απόφαση του πρωθυπουργού να θέσει σε δημοψήφισμα τη συμφωνία της 26/27 Οκτωβρίου για το «κούρεμα» του... δημόσιου χρέους της χώρας, αποτελούν την πιο κραυγαλέα απόδειξη για το ποιος αποφασίζει για τα κρίσιμα ζητήματα, όχι μόνο της χώρας μας αλλά και της ευρωζώνης συνολικά.
Υπακούοντας στην απαίτηση του διδύμου Μέρκελ-Σαρκοζί, ο πρωθυπουργός πήγε στις Κάννες για να δώσει εξηγήσεις. Εκεί του δηλώθηκε ορθά-κοφτά ότι η ευρωζώνη δεν συζητά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη συμφωνία της 26/27 Οκτωβρίου, και αν εκείνος επιμείνει στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, το ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσουν οι Eλληνες θα είναι: «ναι ή όχι στην παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη». Και όχι μόνο αυτό, αλλά το δημοψήφισμα με το ερώτημα αυτό θα έπρεπε να διεξαχθεί στις 4.12.2011.
Το τελεσίγραφο αυτό προς την Ελλάδα των Μέρκελ-Σαρκοζί είχε αποφασιστεί το μεσημέρι της ίδιας ημέρας από την Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας και η καγκελάριος Μέρκελ απλώς το μετέφερε στις Κάννες και ο πρόεδρος της Γαλλίας, ως πιστός υποτακτικός της, το υιοθέτησε αμέσως. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή, προσβλητική και απαράδεκτη επέμβαση των –κατά τα άλλα «φίλων και εταίρων» μας– στα εσωτερικά της χώρας μας, την οποία ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα.
Σύσσωμος ο ελληνικός λαός αντέδρασε στον εξευτελισμό της χώρας μας από τη Γερμανία. Οι παλαιότεροι από εμάς, που έχουμε ζήσει ως παιδιά την αγριότητα της γερμανικής κατοχής και τη βάρβαρη και απάνθρωπη συμπεριφορά των κατοχικών στρατευμάτων, νιώθουμε οργή απέναντι σε ένα κράτος που οι ηγέτες του θα έπρεπε να σέβονται τον λαό μας, που τόσα έχει υποφέρει από τα στρατεύματά του και το οποίο οφείλει τεράστια ποσά ως αποζημιώσεις για όσα διέπραξε σε βάρος του, και τα οποία αρνείται να καταβάλει.
Αντιμετωπίζοντας την απόρριψη της πρότασης για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με το ερώτημα «ναι ή όχι στην παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη», όχι μόνο από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την κοινή γνώμη, αλλά και από κορυφαία στελέχη του κόμματός του, ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να την αποσύρει. Η αναταραχή, όμως, που προκάλεσε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά τόσο στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. όσο και παγκόσμια, η ασύλληπτης ανευθυνότητας πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για ένα δημοψήφισμα –για το οποίο δεν είχε ενημερώσει ούτε τους υπουργούς και τους βουλευτές του κόμματός του ούτε τους εταίρους μας– επιδείνωσε τη θέση της χώρας μας στην Ε.Ε. και στη διεθνή σκηνή και έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την παραμονή της στην ευρωζώνη.
Ο πρωθυπουργός πλήρωσε το καταστροφικό αυτό ολίσθημά του για τη χώρα με τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Το προσωπικό του, όμως, κόστος είναι ασήμαντο μπροστά στο τεράστιο κόστος το οποίο πλήρωσε ήδη ο ελληνικός λαός με την εφαρμογή, επί δύο χρόνια, της πολιτικής που επέβαλε στη χώρα η τρόικα, δηλαδή την αύξηση της ανεργίας, τη δραστική μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων, το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, την εκποίηση μισοτιμής πολύτιμης δημόσιας περιουσίας κ.λπ. Στο κόστος αυτό θα προστεθεί και εκείνο το οποίο θα καταβάλει με τα όσα μέτρα θα ψηφίσει η κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., που επέβαλε στη χώρα η ευρωζώνη.
Η κυβέρνηση συνεργασίας έγινε μετά το τελεσίγραφο του αρμόδιου επιτρόπου της Ε.Ε. για τον σχηματισμό της κυβέρνησης αυτής λίγες ώρες πριν από τη συνάντησή των αρχηγών των δύο κομμάτων εξουσίας υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Επρόκειτο για την υλοποίηση της απαίτησης της Γερμανίας, την οποία είχαν επανειλημμένως διατυπώσει δημόσια εδώ και μέρες τόσο η καγκελάριος όσο και ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, και ήταν συνέχεια της ταπείνωσης της χώρας μας στις Κάννες.
Η απομάκρυνση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ από την πρωθυπουργία θα σημάνει, κατά πάσα πιθανότητα, και τη μεγάλη μείωση του ποσοστού του κόμματός του στις εκλογές που θα προκηρύξει η κυβέρνηση συνεργασίας όταν ολοκληρώσει το έργο που της επέβαλαν οι δανειστές μας και, φυσικά, δεν θα είναι πρωθυπουργός της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές αυτές. Θα είναι, δηλαδή, το τρίτο κατά σειρά θύμα της πολιτικής που επιβάλλει η Γερμανία στα αδύναμα κράτη-μέλη της ευρωζώνης (προηγήθηκαν οι εκλογές και η απομάκρυνση των πρωθυπουργών της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, μετά την ήττα των κομμάτων τους στις εκλογές που έγιναν στα κράτη αυτά). Κατά πάσα πιθανότητα σ'Α αυτούς τους τρεις πρωθυπουργούς θα προστεθεί και τέταρτος, δηλαδή ο σημερινός πρωθυπουργός της Ισπανίας, το κόμμα του οποίου προβλέπεται να συντριβεί στις εκλογές που έχουν ήδη προκηρυχτεί.
Η ζημιά, όμως, που έχει προκαλέσει η πολιτική που έχει επιβάλει η Γερμανία στην ευρωζώνη δεν περιορίζεται στις τέσσερις αυτές χώρες, στις οποίες είναι πιθανόν να προστεθεί και η Ιταλία, τα spreads των ομολόγων της οποίας έχουν ήδη εκτιναχθεί στο υψηλότερο σημείο από την ίδρυση της ευρωζώνης. Η πολιτική αυτή έχει προκαλέσει καθίζηση της οικονομίας του συνόλου των κρατών-μελών της, η ανάπτυξη της οποίας προβλέπεται να περιοριστεί στο 0,3% το 2012. Αυτή, όμως, η καθίζηση, εξαιτίας της στενής σύνδεσης των οικονομιών της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας με τις οικονομίες των άλλων κρατών-μελών, είναι ένας πρόσθετος λόγος, εκτός από την πολιτική που αναγκάζονται τα κράτη αυτά να εφαρμόσουν, για τον οποίο καθίσταται ανέφικτος ο στόχος του δραστικού περιορισμού των δημόσιων ελλειμμάτων και της μείωσης του δημόσιου χρέους τους.
Ποιος, όμως, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η Γερμανία πιέζει τόσο ασφυκτικά για την επιβολή αυτής της πολιτικής σε ολόκληρη την ευρωζώνη; Ο λόγος αυτός ανάγεται στην περίοδο που συζητιόταν η εισαγωγή του κοινού νομίσματος. Η Γερμανία, η οποία είχε ζήσει την εμπειρία του υπερπληθωρισμού πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως η μεγαλύτερη σε πληθυσμό και με την ισχυρότερη οικονομία χώρα-μέλος της Ε.Ε., δέχτηκε να εγκαταλείψει το μάρκο μόνο αν γίνονταν δεκτοί οι όροι για ένα ανώτατο όριο για το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, που η ίδια έκρινε ως ορθό, και μια αυστηρή νομισματική πολιτική διατήρησης του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα. Αν και οι όροι αυτοί στη 10ετή ιστορία του ευρώ παραβιάστηκαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, εν τούτοις εξακολουθούν να προβάλλονται από τη Γερμανία ως στόχοι προς τους οποίους θα πρέπει να πετύχουν όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, ιδιαίτερα εκείνα των οποίων το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ, με πρώτη την Ελλάδα, της οποίας το δημόσιο χρέος είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε.
Εκτός, όμως, από τα τρία κράτη στα οποία έχει ήδη επιβληθεί η πολιτική που υπαγορεύει η τρόικα του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και της ΕΚΤ, το δημόσιο χρέος και άλλων κρατών-μελών έχει αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας των μέτρων που πήραν οι κυβερνήσεις τους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκλήθηκαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008 και διαχύθηκε σε όλο τον κόσμο το έτος εκείνο και ιδιαίτερα το 2009 (και επομένως, και στη χώρα μας, κάτι το οποίο δεν έχει τονιστεί όσο θα έπρεπε). Το κάθε κράτος-μέλος της ευρωζώνης, όμως, ακολουθεί τη δική του δημοσιονομική πολιτική, ενώ είναι υποχρεωμένο να έχει το ίδιο νόμισμα, και, επομένως, έχει στερηθεί τη δυνατότητα να έχει δική του νομισματική πολιτική, δηλαδή το δικαίωμα να καθορίζει την ισοτιμία του νομίσματός του σε σχέση με τα άλλα νομίσματα (π.χ. το δολάριο) καθώς και τα επιτόκιά του και δεν μπορεί να δανείζεται από τη δική του Κεντρική Τράπεζα. Αυτό είναι το δομικό πρόβλημα της ευρωζώνης, ένα πρόβλημα που έχει επισημανθεί ήδη πριν ακόμα τεθεί σε κυκλοφορία το ευρώ.
Στο τελευταίο τεύχος του έγκυρου οικονομικού περιοδικού Economist (βλέπε τεύχος της 5-11 Νοεμβρίου 2011) η δομική αυτή αδυναμία της ευρωζώνης συνοψίζεται ως εξής:
«Η ευρωζώνη είναι ένα υβρίδιο. Δεν έχει κοινό Yπουργείο Οικονομικών, δεν έχει το δικαίωμα να καθορίζει κοινή φορολογική πολιτική και να εισπράττει φόρους από όλα τα κράτη, δεν μπορεί να εκδώσει ευρωομόλογα για την κάλυψη των δανειακών αναγκών των μελών της και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να δανείζει απευθείας τα κράτη-μέλη της».
Oλα τα παραπάνω, με την εξαίρεση το θέμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –όπως έχω επισημάνει σε παλαιότερα άρθρα μου – συνοψίζονται στο γεγονός ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει ένας κοινός προϋπολογισμός της ευρωζώνης, ανάλογος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού των ΗΠΑ, δεδομένου ότι ο σημερινός προϋπολογισμός της Ε.Ε. ανέρχεται στο 1,13% του κοινοτικού ΑΕΠ, έναντι του 25% του ΑΕΠ του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού των ΗΠΑ.
Για όσο διάστημα η Γερμανία είχε ως νόμισμά της το μάρκο όλες οι προϋποθέσεις που θέτει το περιοδικό Economist υπήρχαν στη χώρα αυτή. Oταν εισήχθη το ευρώ, η Γερμανία, με το να διαθέτει μια εξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομία και με την πολιτική που εφαρμόζει στο εσωτερικό της, επωφελήθηκε από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το κοινό νόμισμα και απέσπασε τη μερίδα του λέοντος από τα οφέλη που προέκυψαν τα 10 χρόνια της λειτουργίας της ευρωζώνης, τόσο στο εμπορικό της ισοζύγιο όσο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (βλέπε σχετικά άρθρο μας στην EΞΠPEΣ της 4.9.2011). Τόσο, όμως, η Γερμανία όσο και τα άλλα κράτη που αποκόμισαν οφέλη από τη λειτουργία της ευρωζώνης (η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία) δεν διανοούνται καν τη δημιουργία ενός προϋπολογισμού ύψους ανάλογου με εκείνον των ΗΠΑ, ο οποίος, αν υπήρχε, θα ενίσχυε, με ανακατανομή των ωφελειών, τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.
Για όσο, όμως, διάστημα η Γερμανία επιμένει στην εφαρμογή της πολιτικής που έχει επιβάλει στην ευρωζώνη και αρνείται να συζητήσει την επίλυση του δομικού προβλήματος που προαναφέρθηκε, και για όσο διάστημα η Ευρωπαϊκή Kεντρική Τράπεζα δεν θα επιτρέπεται να δανείζει τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, το πρόβλημα του δημόσιου χρέους των κρατών-μελών της (και πρώτα και κύρια της χώρας μας) θα παραμένει άλυτο, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της.