Στο υπόγειο της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας
Τον Ιούνιο κανείς δεν σκέφτεται τα Χριστούγεννα.
Οι μέρες είναι μεγάλες και ζεστές, ο ήλιος στο βορειότερο σημείο της εκλειπτικής δείχνει ν' αργοστέκεται κουρασμένος και να το σκέφτεται ν' αρχίσει το κατέβασμα προς τον ισημερινό.
Της Ρένας Ραψομανίκη
Ηλιοστάσιο το λένε , θερινό για την... ακρίβεια.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται στον αστρονομικό και μετεωρολογικό αντίποδα, ποιος ο λόγος να τα σκεφτεί κάποιος;
Πολύ περισσότερο αν είναι μικρός μαθητής που μόλις έχει τελειώσει το δημοτικό σχολείο κι έχει άλλα προβλήματα.
Τον Ιούνιο τα μαθήματα των σχολείων τέλειωσαν και οι μικροί απόφοιτοι, δώδεκα χρόνων ήταν και δεν ήταν, είχαν να αντιμετωπίσουν γραπτές και προφορικές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα – από θρησκευτικά μέχρι μαθηματικά κι από γεωγραφία μέχρι έκθεση – για να κριθούν άξιοι να φοιτήσουν στο μεγάλο σχολείο, το Γυμνάσιο.
Ζεστή βραδιά, τέλη Ιούνη, από κείνες που σηκώνουν σινεμαδάκι θερινό κάτω απ’ τα αστέρια. Ακριβώς προς τα κει κατευθυνόταν όλη η οικογένεια - τα παιδιά μπροστά, οι γονείς πίσω. Εκεί τους βρήκαν τα χαρούμενα μαντάτα: είχαν μόλις ανακοινωθεί τα αποτελέσματα των εισαγωγικών και το νέο έκανε, από στόμα σε στόμα, τον γύρο της μικρής επαρχιακής πόλης. Το θέμα δεν ήταν καθόλου ασήμαντο.Η κοινωνία έδινε υπεραξία στη μόρφωση και η είσοδος στο Γυμνάσιο καθόριζε τα νέα πρόσωπα που θα γίνονταν μελλοντικά η ηγετική τάξη της μικρής πόλης. Κανέναν δεν άφηνε αδιάφορο γιατί, ακόμα κι αν δεν είχε παιδί-υποψήφιο, όλο για κάποιο ανίψι, ξαδελφάκι, γειτονάκι θα ενδιαφερόταν - μια κουτσουλίτσα ο τόπος.
Οι στατιστικές έδιναν κι έπαιρναν. Ποιο από τα σχολειά της πόλης είχε τις περισσότερες επιτυχίες; Υπήρχε ένας έντιμος ανταγωνισμός ανάμεσα στα τέσσερα δημοτικά. Οι επιτυχίες και κυρίως οι πρωτιές έδιναν αίγλη στο σχολείο αποφοίτησης κι οι δάσκαλοι καμάρωναν σαν γύφτικο σκεπάρνι και δέχονταν συγχαρητήρια για τους μαθητές σαν να ήταν παιδιά τους. Σε μικρότερο βαθμό οι συζητήσεις προχωρούσαν και στα λιγότερο προνομιούχα σχολειά των χωριών. Η φοίτηση δεν ήταν υποχρεωτική και, μια και τα παιδιά έδιναν πολύτιμο χέρι βοήθειας στις αγροτικές δουλειές, οι υποψήφιοι ήταν λιγοστοί. Σπάνια κάποιος υποψήφιος από την περιφέρεια τύχαινε να αποδειχτεί το αουτσάιντερ που έκανε την έκπληξη.
Μα εκείνη η βραδιά ήταν δική του.
Είχε έρθει, βλέπεις, πρώτος.
Ποτέ δεν έμαθε την πλοκή του «αρχισιδηρουργού» που προβαλλόταν στην οθόνη αφού δεν κατάφερε να δει – παρά τη λατρεία που είχε από τότε για το σινεμά – ούτε μια σκηνή. Κοίταζε τ’ αστέρια κι έκανε σχέδια για τη ζωή στο καινούργιο σχολείο και – έχοντας χορτάσει αποδοχή - απολάμβανε, μόνος πια, τον απόηχο του θριάμβου. Τον χρειαζόταν απελπιστικά γιατί ένιωθε ότι η ζωή τού χρωστούσε ανταλλάγματα για την μειονεκτική εμφάνισή, πράγμα που δεν καταπίνεται εύκολα στην, ούτως ή άλλως, άχαρη και ανασφαλή ηλικία της εφηβείας ή έστω προεφηβείας.
Οι εικόνα, που έχει το προνόμιο να μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τον δείχνει ολοφάνερα παράταιρο στην κλασσική φωτογραφία της αποφοίτησης.
Λες κι έχει μπει κατά λάθος στο πλάνο ενώ η θέση του είναι στην φωτογραφία κάποιας μικρότερης τάξης.
Δεν είναι μόνο η λειψή σωματική ανάπτυξη – ένα κεφάλι τον περνούσαν οι περισσότεροι συμμαθητές.
Δεν είναι τα μπακανιάρικα πόδια που ξεπροβάλλουν σαν ψιλά καλαμάκια κάτω από το κοντό παντελονάκι.
Δεν είναι ούτε το δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι, ξυρισμένο με την ψιλή - οι γονείς έτρεμαν τις ψείρες.
Κάτι αναμφίβολα παιδικό υπάρχει στο βλέμμα του.
Τα μάτια του αντικρίζουν τον φακό με παιδιάστικη αθωότητα.
Δεν προσπαθεί να προσποιηθεί το αντράκι.
Εκτός κλίματος.
Τα υπόλοιπα αγόρια φουσκώνουν να δείξουν από τώρα το αντριλίκι τους.
Για να μην μιλήσουμε για τα κορίτσια που το βλέμμα τους είχε ήδη αποκτήσει κάτι, αδιόρατο μεν ολοφάνερα γυναικείο δε, ίσως μια αθώα και μαζί αυθάδη λαγνεία.
Μα επειδή η μοίρα σπάνια λαθεύει μοιράζοντας ευλογίες, η διάκριση στις εξετάσεις έδινε στο ξεκίνημα των σπουδών του μια δυναμική προς τα πάνω κι εκείνος το αναγνώριζε και την ευγνωμονούσε.
Δεν είχε περάσει ένας μήνας από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, όταν ήλθε αντιμέτωπος με το άδικο. Αρχές Οκτωβρίου, ειδοποιήθηκε ότι ο Γυμνασιάρχης τον περιμένει στο γραφείο του.
Απρόσμενη πρόσκληση!
Το γραφείο του Γυμνασιάρχη ήταν τα άδυτα των αδύτων.
Ούτε οι καθηγητές δεν έμπαιναν εκεί μέσα χωρίς σοβαρό λόγο. Μόνο οι αρχές του τόπου - ο μητροπολίτης, ο δήμαρχος, ο βουλευτής - ήταν ευπρόσδεκτοι να συζητήσουν, πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς παρουσία μαρτύρων.
Μα δεν είχε λόγους να ανησυχεί. Μπορεί ο Γυμνασιάρχης να ήταν γενικά απρόσιτος, αλλά εκείνον δεν τον βάραινε κανενός είδους ενοχή κι έτσι χτύπησε την κλειστή πόρτα με το κεφάλι ψηλά. Τα πόδια του βούλιαξαν στο παχύ χαλί. Ολοτρόγυρα βιβλιοθήκες γεμάτες δερματόδετα βιβλία – τόσα πολλά βιβλία μαζεμένα δεν είχε ξαναδεί. Στους τοίχους οι ήρωες της επανάστασης – πολύχρωμες φιγούρες περασμένες σε σκαλιστές κορνίζες – τον κοίταζαν βλοσυροί. Στο σκούρο ξύλινο γραφείο, στο οποίο επικρατούσε υποδειγματική τάξη, μια πένα δίπλα σ’ ένα μελανοδοχείο λειτουργούσαν ως χρηστικά αντικείμενα και διακοσμητικά στοιχεία ταυτόχρονα. Ο Γυμνασιάρχης στητός στην μεγαλοπρεπή καρυδένια πολυθρόνα του. Ένας εσταυρωμένος, τοποθετημένος πάνω από το κεφάλι του, συμπλήρωνε την υποβλητική ατμόσφαιρα που από μόνη της μπορεί να δικαιολογήσει το αίσθημα δέους που τον συνεπήρε.
Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω χαμογελαστός, ωστόσο δεν τού πρότεινε να καθίσει.
Όρθιος έμελλε ν' ακούσει την ετυμηγορία του.
Συνεχίζεται...
Αναρτήθηκε από Γιούλια Ολόμπλαβα
http://efenpress.blogspot.com
Post Top Ad
Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012
Home
Unlabelled
Η λογοτεχνική μας γωνιά...