Η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί από αρκετούς ξένους αναλυτές και άλλους πειραματόζωο.Δικαιολογημένα.
Είναι η πρώτη ανεπτυγμένη χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος που καλείται να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας για παρατεταμένο χρονικό διάστημα και ταυτόχρονα να υλοποιήσει πολλές μεταρρυθμίσεις χωρίς να μπορεί να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα.
Αρκετοί θεωρούν ότι το μίγμα είναι εκρηκτικό και θα αποτύχει στο τέλος.Ένας από αυτούς ήταν ο... Paulo Nogueira Batist, μέλος του Δ.Σ. του ΔΝΤ, που αποφάσισε πρόσφατα να παράσχει νέο δάνειο 28 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα 10 δισ. ευρώ της δικής του συνεισφοράς που είχαν εναπομείνει από το πρώτο πακέτο στήριξης των 110 δισ. ευρώ.
Ο Ρ. Batist απείχε από το Δ.Σ. που έλαβε την απόφαση για το δάνειο προς την Ελλάδα, όμως δεν άφησε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του, διατυπώνοντας δημοσίως τη θέση του.
«Η Ελλάδα αντιμετωπίζει νομισματική κρίση και ποτέ δεν έχω δει μια νομισματική κρίση να επιλύεται αποκλειστικά μέσω δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών», τόνισε.
Ευτυχώς, υπάρχουν άλλοι που είναι πιο αισιόδοξοι, και δεν αναφερόμαστε στους Έλληνες κυβερνητικούς παράγοντες, γιατί θα είχαμε βγει από την κρίση και η ελληνική οικονομία θα βρισκόταν σε τροχιά ανάπτυξης αν οι τελευταίοι είχαν δίκιο.
Όμως, οι αισιόδοξοι είναι η μειοψηφία αυτήν τη στιγμή.
Αν θέλαμε να ιεραρχήσουμε τους λόγους, θα τοποθετούσαμε στην πρώτη θέση τις αστοχίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Κι αυτό γιατί υπονομεύουν το γενικότερο κλίμα καθώς το conditionality του οικονομικού προγράμματος υπαγορεύει τη λήψη νέων περιοριστικών μέτρων, πλήττοντας την οικονομική δραστηριότητα και διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν μεγαλύτερη και το οικονομικό κλίμα καλύτερο αν δεν βασιζόταν τόσο πολύ στους φόρους.
Όπως ίσως θυμούνται μερικοί, στις παρουσιάσεις που έκανε ο τότε υπουργός οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου και κυβερνητικοί επιτελείς για την ελληνική οικονομία γινόταν ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπονταν σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Επομένως, αρκούσαν η ήπια περιστολή των κρατικών δαπανών, που σημειωτέον είχαν εκτροχιαστεί στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, και η αύξηση των εσόδων κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο για να επιτευχθεί η επιθυμητή μείωση του ελλείμματος.
Όμως, προέκυψε η αναθεώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009, που έβαλε τον πήχη πάνω από το 15% του ΑΕΠ έναντι 12%-13% προηγουμένως, με αποτέλεσμα να καταστεί η προσπάθεια πολύ πιο δύσκολη.
Τα στοιχεία της Ε.Ε. δείχνουν ότι οι συνολικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, δηλαδή ο κρατικός προϋπολογισμός, οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ΔΕΚΟ, τοπική αυτοδιοίκηση, υποχώρησαν στο 50% περίπου του ΑΕΠ το 2011 από 53,8% το 2009, που όμως ήταν προεκλογική χρονιά και είχε επιβαρυνθεί από μη επαναλαμβανόμενες δαπάνες.
Για την ιστορία, οι δαπάνες ανέρχονταν στο 47,1% του ΑΕΠ το 2000 και στο 45,2% το 1990.
Από την άλλη πλευρά, τα συνολικά έσοδα εκτιμάται ότι ανήλθαν στο 41,4% του ΑΕΠ το 2011 από 38% το 2009, παρά τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα έσοδα ανέρχονταν στο 43,3% του ΑΕΠ το 2000, πιθανόν η καλύτερη επίδοση για δεκαετίες, και στο 31% το 1990.
Όμως, ο προϋπολογισμός επηρεάζει και επηρεάζεται από την πορεία της οικονομίας.
Είναι γνωστό ότι τα έσοδα του κράτους αυξάνονται όταν υπάρχει ανάπτυξη και τα εισοδήματα, οι πωλήσεις και τα κέρδη των επιχειρήσεων σημειώνουν άνοδο.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν υπάρχει ύφεση.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι σωστό να μετρήσει κανείς ποια είναι η πραγματική στάση της δημοσιονομικής πολιτικής αν απομονωθούν οι επιπτώσεις από την πορεία της οικονομίας.
Αν λοιπόν έριχνε κανείς μια ματιά στις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης προσαρμοσμένες στα πάνω-κάτω της οικονομίας, θα διαπίστωνε ότι δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τις καταγραφόμενες.
Αν όμως έκανε το ίδιο για τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης, θα διαπίστωνε σημαντικές διαφορές από τα καταγραφόμενα.
Συγκεκριμένα, τα συνολικά έσοδα προσαρμοσμένα στον οικονομικό κύκλο σκαρφαλώνουν στο 44,8% του ΑΕΠ το 2011 από 41,4% που υπολογίζονται χωρίς την προσαρμογή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ε.Ε.
Μάλιστα, τα προσαρμοσμένα έσοδα εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στο εντυπωσιακό 46,5% του ΑΕΠ το 2012, που βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 27 και κοντά ή λίγο πιο πάνω από εκείνον της ευρωζώνης.
Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζεται κατά κύριο λόγο μέχρι στιγμής στη φορολογία.
Επιπλέον, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση είναι υπέρμετρη αφού ξεπερνά τις 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2009 μέχρι και το 2011, σύμφωνα με τα προσαρμοσμένα στοιχεία της Ε.Ε. για τον οικονομικό κύκλο.
Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε τις εκτιμήσεις για το 2012, τότε φθάνει τις 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη που ούτε οι στόχοι για το έλλειμμα επιτυγχάνονται, ούτε η οικονομία μπορεί να πάρει ανάσα.
Η ομολογία του Π. Τόμσεν του ΔΝΤ σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι έκανε λάθος η τρόικα που δεν πίεσε την κυβέρνηση Παπανδρέου να μειώσει τις δαπάνες, αλλά την άφησε να αυξάνει τους φόρους είναι ενδεικτική.
Όμως, όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των διεθνών πιστωτών.
Dr. Money