Πώς η γαλλική ματαιοδοξία, οι γερμανικές τύψεις και η απέραντη γραφειοκρατία φύτεψαν, ουσιαστικά, τους σπόρους της σημερινής κρίσης πριν από ...60 χρόνια
Αρθρο του Κλάιβ Κρουκ για το Bloomberg:
"Η μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης οδηγείται σε τραγωδία. Δεν είναι μόνο ότι ένα μεγάλο μέρος της Γηραιάς Ηπείρου έχει βυθιστεί σε μια νέα Μεγάλη Υφεση ή ότι σε ορισμένες χώρες η κατάσταση θα επιδεινωθεί πριν βελτιωθεί.
Δεν είναι καν ότι όλη αυτή η κατάσταση ήταν αναπόφευκτη. Είναι ότι η κρίση διχάζει την Ευρώπη ακολουθώντας κατά μήκος των ίδιων γραμμών που... υποτίθεται ότι θα έσβηνε το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Δεκαετίες ολόκληρες από κλισέ περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και περί ευρωπαϊκών ιδεωδών θεωρούνται πλέον ως και γελοία. Το επιχείρημα ότι οι Βρετανοί, οι Γερμανοί, οι Έλληνες, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί συνδέονται από πολιτισμικούς δεσμούς οι οποίοι υπερβαίνουν τις προφανείς διαφορές και τις ιστορικές έχθρες τους -ότι η «Ευρώπη» είναι μια πραγματική κοινότητα, όχι μόνο ένα λεπτοδουλεμένο σχέδιο των Βρυξελλών– αποδεικνύεται, ας πούμε, συζητήσιμο.
Τη συζήτηση σχετικά με την κρίση πλαισιώνουν και πάλι πανάρχαια στερεότυπα. Οι Γερμανοί είναι αυταρχικοί και σοβαροί. Οι Ιταλοί αργόσχολοι. Οι Έλληνες είναι διεφθαρμένοι. Οι Βρετανοί αλαζόνες. Οι Γάλλοι είναι ξιπασμένοι. Αυτά έχουν προσφέρει 60 χρόνια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μέχρι προσφάτως, η Γερμανία θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι εκφράζει τη συναίνεση της πλούσιας βόρειας Ευρώπης, αλλά όχι πλέον. Σε μια Ένωση που είχε ως στόχο, ακόμη και από τους ίδιους τους ηγέτες της Γερμανίας, να δεσμεύσει και να υποτάξει τη Γερμανία μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο, η Γερμανία βρίσκεται να είναι όλο και πιο απομονωμένη.
Γιατί πήγαν, όμως, όλα στραβά; Για τρεις βασικούς λόγους: λόγω της γαλλικής ματαιοδοξίας, της γερμανικής ντροπής και ενός καθολικού νόμου γραφειοκρατικής αυτοεπιβεβαίωσης. Αυτά δημιούργησαν μια Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για να δεχθεί τις πιέσεις που ήταν σίγουρο ότι θα δεχόταν το έργο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ΕΕ ήταν άτυχη, επειδή η κρίση χτύπησε πριν προλάβει να σφυρηλατηθεί μια ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ωστόσο, οι αρχιτέκτονες της ΕΕ είχαν κάποια αίσθηση του κινδύνου που θα αντιμετώπιζαν αναπόφευκτα. Έπαιξαν και έχασαν.
Ο πρωταρχικός στόχος για τη διαλυμένη Ευρώπη μετά το 1945 ήταν να δημιουργηθεί μια ασφαλής ζώνη ειρήνης και ευημερίας. Η συμφιλίωση Γαλλίας και Γερμανίας ήταν ζωτικής σημασίας. Οι δύο χώρες φρόντισαν να διαμορφώσουν μια στενή συμμαχία, γύρω από την οποία άρχισαν να οικοδομούν μια νέα ενωμένη Ευρώπη, αρχής γενομένης το 1951 με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, αλλά με πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Ήδη από το 1957, η Συνθήκη της Ρώμης «αγκάλιασε» την ιδέα μιας «όλο και πιο στενής ένωσης». Αυτό αποτέλεσε την αρχή γύρω από την οποία οργανώθηκε η μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης.
Η διαδρομή που δεν ακολούθησαν ήταν εκείνη μιας ενισχυμένης ζώνης ελευθέρων συναλλαγών, μιας ζώνης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών, στα πρότυπα της NAFTA. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Γαλλίας, αν η Ευρώπη ήταν να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τις ΗΠΑ, θα έπρεπε να στοχεύει σε κάτι μεγαλύτερο από αυτό. Ο στόχος τελικά ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
Από πολύ νωρίς, η Ευρώπη ήλπιζε σε μια πολιτική ενοποίηση που θα συνόδευε την εμπορική. Και όταν γεννήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, άρχισε να ενσωματώνει νέα μέλη και να αναπτύσσει ένα λεπτό, αλλά ραγδαία επεκτεινόμενο, ευρωπαϊκό επίπεδο διακυβέρνησης, αποκτώντας μάλιστα κοινοβούλιο και εκτελεστικά θεσμικά όργανα. Όμως, τα νέα μέλη της συνεχώς διευρυνόμενης ένωσης είχαν λιγότερα κοινά στοιχεία απ' ό,τι οι χώρες του ανεπτυγμένου πυρήνα, καθιστώντας την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση όλο και πιο δύσκολη.
Η Γερμανία ήταν εκείνη που ήθελε κατά κύριο λόγο μια ευρύτερη ένωση - να συγκεντρώσει γύρω της φιλικά κράτη, ακόμη και αν αυτά ήταν σε πολύ διαφορετικό στάδιο οικονομικής ανάπτυξης από εκείνα του ευρωπαϊκού πυρήνα. Η Γαλλία ζητούσε κατά κύριο λόγο μια βαθύτερη πολιτική ένωση, μια ένωση που θα περιόριζε τη γερμανική οικονομική ισχύ και θα προσέφερε στο Παρίσι ευρύτερη απήχηση. Ερχόμενοι σε συμβιβασμό, οι δύο πρώην εχθροί επέλεξαν να διευρύνουν και να εμβαθύνουν ταυτόχρονα.
Το σημείο τομής στις θέσεις των δύο βρέθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, με το όραμα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, το τολμηρότερο βήμα που έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Όπως θα περίμενε κανείς, η Γαλλία ήταν ενθουσιασμένη με την προοπτική ενός κοινού νομίσματος. Και αυτό γιατί, μέχρι τότε, η γαλλική νομισματική πολιτική περιοριζόταν στην πράξη από τις επιλογές της πανίσχυρης κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας. Για πρώτη φορά, τα συμφέροντα της Γαλλίας θα αναγνωρίζονταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εκείνη την εποχή, η Γαλλία θεωρούσε ότι η νομισματική ένωση θα ενίσχυε τη νομισματική κυριαρχία της. Επιπλέον, το νέο, κοινό νόμισμα θα προωθούσε τον στόχο μιας Ευρώπης έτοιμης να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο. Το δολάριο έπρεπε να έχει έναν αντίπαλο και ο αντίπαλος αυτός θα ήταν το ευρώ.
Όπως και πριν, η Γερμανία έβλεπε τις εξελίξεις με περισσότερο σκεπτικισμό. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν στην κυβέρνηση ότι εάν το γερμανικό Σύνταγμα επέτρεπε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το μάρκο, η χώρα θα είχε απορρίψει την ιδέα. Αλλά ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα σε άλλους παράγοντες. Η ξαφνική διεύρυνση της Γερμανίας προς την ανατολή ήταν παράγοντας ανησυχίας και ο Κολ ήθελε να καθησυχάσει τον κόσμο. Με τις επιλογές του δεν επιβεβαίωνε το «Deutschland ueber Alles», δεν μπορούσε να υπάρξει συσχετισμός με το επονείδιστο παρελθόν. Η Γερμανία θα εγκατέλειπε το μάρκο για να το αποδείξει.
Υπήρχε και άλλος ένας παράγοντας: Είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος η άποψη ότι η κεντρική τράπεζα ήταν υπεράνω πολιτικής. Ο στόχος της νομισματικής πολιτικής ήταν απλός –η σταθερότητα των τιμών- και τα μέσα καθαρά τεχνοκρατικά. Η παλιά κεϋνσιανή ιδέα ότι οι κυβερνήσεις μπορούσαν να ανεχθούν λίγο πληθωρισμό αν είναι να φέρουν μεγαλύτερη ανάπτυξη έπεφτε σε ανυποληψία.
Η κρίση, όμως, απέδειξε ότι η κεντρική τράπεζα, παρ' όλη την ανεξαρτησία της, είναι παρακλάδι της πολιτικής σκηνής. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αυτές που ζούμε, η νομισματική πολιτική είναι πραγματικά δημοσιονομική πολιτική η οποία ασκείται, όμως, με άλλα μέσα.
Επιπλέον, με τις οικονομίες της Ευρωζώνης να ακολουθούν αποκλίνουσες πορείες, η υποτιθέμενη απλότητα των σταθερών τιμών εξανεμίστηκε. Η σταθερότητα των τιμών στη Γερμανία σημαίνει ύφεση στην Ελλάδα. Όμως, η Ευρωζώνη μπορεί να έχει μόνο μία νομισματική πολιτική.
Οι οικονομολόγοι είχαν επιστήσει εξαρχής την προσοχή στα προβλήματα της αρχιτεκτονικής του ευρωσυστήματος. Μάλιστα, ο Μάρτιν Φέλντσταϊν του Χάρβαρντ είχε τονίσει ότι όσο οι οικονομικές επιδόσεις διέφεραν από τη μία χώρα στην άλλη, το κοινό νόμισμα θα έφερνε αντιμέτωπους νικητές και ηττημένους και η Ευρώπη δεν είχε τους πολιτικούς μηχανισμούς και τη δημοκρατική νομιμότητα να μεσολαβήσει για τη γεφύρωση αυτών των διαφορών.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Γερμανία και τους συμμάχους της με τη δημοσιονομική λιτότητα από τη μία πλευρά και τις δοκιμαζόμενες περιφερειακές οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας από την άλλη συμπυκνώνεται σε μια αντιπαράθεση για το ποιος επωμίζεται ποιο βάρος. Οι Γερμανοί φορολογούμενοι δεν θέλουν να επιδοτούν αυτούς που βλέπουν σαν απερίσκεπτους και ανίκανους εταίρους τους στην ΕΕ. Όμως, αυτή η απροθυμία μπορεί να κάνει στη Γερμανία περισσότερο κακό παρά καλό.
Ένας τρόπος για να περιγράψει κανείς τις δυσλειτουργίες της Ευρώπης είναι να πούμε ότι η οικονομική ολοκλήρωση, η οποία επιταχύνθηκε με την άφιξη του ευρώ, προσπέρασε κατά πολύ την πολιτική ολοκλήρωση. Όμως, η πολιτική ολοκλήρωση δεν θα μπορούσε να έχει προχωρήσει ταχύτερα, λόγω της αντίδρασης του κόσμου σε κάθε απόπειρα μεταφοράς εξουσιών για τη λήψη αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε όλη την Ευρώπη, η πολιτική εξακολουθεί να παραμένει εθνικό θέμα. Για πολλούς Ισπανούς, ακόμη και η Μαδρίτη φαίνεται να είναι μακριά, πόσο μάλλον οι Βρυξέλλες και κάτι ανάλογο ισχύει στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ.
Για το λόγο αυτό, η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος θα ήταν πάντα ένα ρίσκο, πιθανώς όμως όχι τόσο μεγάλο όσο αποδείχθηκε. Οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν καταλάβει ποιες θα ήταν οι οικονομικές απαιτήσεις του ευρώ και, όμως, πέρασε πάνω από μία δεκαετία χωρίς να κάνουν τίποτα. Παντού, και όχι μόνο στην Ελλάδα, ο εφησυχασμός σχετικά με την ασφάλεια του δημόσιου χρέους ήταν απόλυτος. Για πολλά χρόνια οι κυβερνήσεις δανείζονταν, και οι πιστωτές δάνειζαν, ωσάν το ελληνικό (ή το ιταλικό ή το ισπανικό) χρέος να ήταν τόσο ασφαλές όσο και της Γερμανίας.
Σε αυτήν την κακή συμπεριφορά ήρθε να προστεθεί το γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί κανονισμοί δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ με την νομισματική ένωση.
Η αγορά εργασίας παραμένει επίσης εθνικό θέμα, αφήνοντας τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στο έλεος των ατελώς συγχρονισμένων επιχειρηματικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μετανάστευση για εργασιακούς λόγους επιτρέπεται στη θεωρία, αλλά μπορεί να είναι δύσκολη στην πράξη, διότι οι ρυθμίσεις σε ό,τι αφορά τη συνταξιοδότηση και θέματα πιστοποίησης των επαγγελματικών προσόντων δεν μεταφέρονται εύκολα. Αλλωστε, πόσοι Γάλλοι θέλουν να ζήσουν στη Βρετανία ή το αντίστροφο;
Μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρει, βεβαίως, και η Κομισιόν που για χρόνια επικεντρώθηκε στη διεύρυνση και στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, κάνοντάς το όλο και πιο περίπλοκο, αλλά δεν κατάφερε να ιεραρχήσει σωστά τα θέματα που θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν ή να οδηγήσουν στην κατάρρευση της νομισματικής ένωσης. Ο παθολογικός ζήλος της για θέματα όπως η τυποποίηση των κανονισμών για την αγορά προϊόντων επηρέασε αρνητικά το κλίμα στα κράτη μέλη απέναντι στις Βρυξέλλες, κάτι που η ίδια προσπάθησε να συγκρατήσει μοιράζοντας κονδύλια. Απέτυχε έτσι να διασφαλίσει το ευρωσύστημα ή να προετοιμάσει την ΕΕ για τις οικονομικές συνέπειες ενός κραχ.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι η μοιραία επιλογή που αντιμετωπίζει η Ευρώπη τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες. Το άμεσο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι αν η Ελλάδα θα βγει από την Ευρωζώνη. Οι ηγέτες της Ευρώπης θα ελπίζουν να σταματήσει η αποσύνθεση εκεί. Αλλά εάν υπάρξει τελικά έξοδος της Ελλάδας, η προσοχή θα στραφεί άμεσα στην επόμενη χώρα που θα ακολουθήσει. Για να σταματήσετε τη διάλυση του συστήματος, η ΕΕ μπορεί να αναγκαστεί να κάνει βήματα προς τη βαθύτερη ένωση στην οποία αντιστέκεται η Γερμανία από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση: σε κοινές εγγυήσεις του δημοσίου χρέους και απεριόριστες δυνατότητες παρέμβασης της ΕΚΤ.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτό είναι μια δημοσιονομική ένωση. Δεσμεύει την ΕΕ σε δυνητικά τεράστιες μεταφορές μεταξύ των μελών της και τις καθιστά ρητές. Μπορεί όμως να υπάρξει δημοσιονομική ένωση αυτού του είδους χωρίς πολιτική ένωση; Και μπορεί τα διχασμένα κράτη της Ευρώπης -οι αυταρχικοί Γερμανοί, οι αδρανείς Ιταλοί, οι αλαζόνες Βρετανοί και οι ξιπασμένοι Γάλλοι– να θέλουν πραγματικά να είναι μία χώρα; Την εποχή του Μάαστριχτ το 1992, η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρύθμιζε τα πράγματα έτσι ώστε τα ερωτήματα αυτά να απαντηθούν κάποτε. Συντομότερα απ' ό,τι περίμενε κανείς, και προτού προετοιμαστεί η Ευρώπη, η μέρα αυτή ήρθε"