Πληθαίνουν σταδιακά οι πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι εταίροι μας εξετάζουν την πιθανότητα κουρέματος του «επίσημου» χρέους, ήτοι των δανείων που έχουμε λάβει στο πλαίσιο διμερών διακρατικών συμφωνιών, αλλά και των ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Όσο κι αν κάποιοι θέλουν να πιστεύουν το αντίθετο, κάτι τέτοιο μόνον πρωτοφανές δεν θα είναι.
Απόδειξη γι' αυτό είναι και το γεγονός ότι έχει ήδη δημιουργηθεί... εδώ και πάρα πολλά χρόνια ένα διεθνές ημιεπίσημο όργανο που κάνει τέτοιου είδους διευθετήσεις και ονομάζεται Paris Club.
Στο συγκεκριμένο όργανο μετέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλα 18 «μόνιμα μέλη», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και όλοι οι σημαντικοί εταίροι στους οποίους χρωστάμε (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Αυστρία, Φινλανδία).
Τυχόν άλλα κράτη πιστωτές μετέχουν κατά περίπτωση.
Από το 1956, οπότε και ιδρύθηκε, έως τις αρχές του 2012, μέσω του Paris Club είχαν διευθετηθεί «αναδιαρθρώσεις» επίσημων χρεών για 84 χώρες, μέσα από 405 διαφορετικές συμφωνίες, συνολικού ύψους περίπου 505 δισ. δολαρίων.
Όπως κάθε club που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το club των Παρισίων έχει τις βασικές αρχές του:
1) Κάθε υπόθεση εξετάζεται κατά περίπτωση,
2) Οι αποφάσεις λαμβάνονται ομόφωνα,
3) Προηγείται η εμπλοκή σε πρόγραμμα του ΔΝΤ,
4) Οι πιστωτές πρέπει όλοι να εφαρμόσουν τους όρους που θα συμφωνηθούν και
5) Τηρείται η αρχή της συγκρισιμότητας, ήτοι κανένας από τους πιστωτές δεν θα προσφέρει περισσότερο ευνοϊκούς όρους από αυτούς που αποφασίστηκαν από κοινού.
Ωστόσο, έως πριν από μερικά χρόνια, ενώ υπήρχε η δυνατότητα «αναδιάρθρωσης» χρεών, σε ό,τι αφορά τη διάρκεια, την περίοδο χάριτος και τα επιτόκια, γνήσιο «κούρεμα», διαγραφή δηλαδή χρέους, επιτρεπόταν μόνον σε πολύ φτωχές χώρες με πολύ χαμηλό «κατά κεφαλήν ΑΕΠ», της τάξεως των 755 δολαρίων ετησίως!
Τον Οκτώβριο του 2003, όμως, το ίδιο το club αποφάσισε μια νέα «προσέγγιση», την αποκαλούμενη «προσέγγιση Evian», προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα διαγραφής χρεών σε μεγαλύτερο εύρος χωρών.
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, μπορεί να υπάρξει σοβαρή διαγραφή χρεών και σε χώρες εφόσον το ΔΝΤ πιστοποιήσει ότι αυτές έχουν πρόβλημα να αντιμετωπίσουν το ύψος του χρέους τους και ότι το χρέος αυτό επιδρά δυσμενώς στη δυνατότητά τους να το αποπληρώσουν μελλοντικά.
Η λύση του Evian δημιουργήθηκε προκειμένου να προωθηθεί η διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους του Ιράκ με αμερικανική πρωτοβουλία (κι αυτό διότι λόγω πετρελαίων και άλλων φυσικών πόρων δεν μπορούσε να θεωρηθεί πολύ φτωχή χώρα).
Ωστόσο, η περιγραφή αυτή αρχίζει να «κολλάει γάντι» στην Ελλάδα, καθώς ολοένα διαπιστώνεται επιδείνωση της ύφεσης και της ανεργίας με μείωση του ΑΕΠ, που καθιστά περίπου ανέφικτους τους στόχους που έχουν τεθεί (π.χ. χρέος στο 120% του ΑΕΠ το έτος 2020).
Το ερώτημα που θέτουν ορισμένοι κυνικοί είναι αν μια λύση μέσω του Paris Club, ή σε παραπλήσιο μοντέλο, θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, ενώ αυτή παραμένει μέλος της ζώνης του ευρώ, ή μόνο κατόπιν της αναγκαστικής εξόδου της.
Κατά την άποψή τους (την οποία δεν συμμερίζομαι, αλλά δεν μπορώ και να απορρίψω ως ενδεχόμενο), προκειμένου να περάσει από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια μια τέτοια λύση υπέρ της Ελλάδας (αλλά και για να ληφθούν ευνοϊκά μέτρα για άλλες χώρες που πλέον κινδυνεύουν, όπως η Ισπανία) η συμμετοχή μας στο ευρώ θα έπρεπε να θυσιαστεί σαν άλλη… Ιφιγένεια.
Πιθανό. Αυτό όμως δεν αποκλείει και την πιο αισιόδοξη (τουλάχιστον για εμάς) άποψη, σύμφωνα με την οποία ούτως ή άλλως θα έπρεπε από καιρό να υπάρξει «κούρεμα» και των επίσημων δανειστών, στον βαθμό που επέλεξαν να υποκαταστήσουν επί δύο περίπου χρόνια ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι πληρώθηκαν κανονικά.
Κατά την ίδια άποψη, τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ήταν καταστροφική για το ίδιο το ευρώ, άρα, ασχέτως των απειλών, δεν πρόκειται να υλοποιηθεί.
Επομένως, και το κούρεμα των επίσημων δανειστών θα πρέπει να γίνει, με την Ελλάδα εντός ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον με τις ρυθμίσεις τύπου Paris Club είναι ότι εύκολα μπορούν να επεκταθούν με τους ίδιους όρους είτε σε ιδιώτες δανειστές είτε και σε «θεσμούς» όπως για παράδειγμα η ΕΚΤ.
Πρέπει να σημειώσουμε όμως και το εξής σημαντικό. Τέτοιου είδους εξελίξεις, όσο κι αν φαντάζουν -και είναι- ευνοϊκές, δεν αλλάζουν την ουσία:
Η ελληνική οικονομία πρέπει να αλλάξει ριζικά για να επιστρέψει στην ανάκαμψη, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα πρέπει να βελτιωθεί για να έλθει ισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, ενώ είναι σαφές ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα πρέπει να κλείσει, αν θέλουμε κάποια στιγμή η χώρα μας να επιστρέψει στις αγορές.
Από αυτήν την προοπτική τίποτε δεν πρόκειται να μας απαλλάξει!
Γ.Παπανικολάου