Υπό τις παρούσες συνθήκες, το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» και θα απαιτηθεί μια άλλη προσέγγιση, η οποία θα αφορά περισσότερο χρόνο και πιθανότατα περισσότερο χρήμα.
Κυριότερα, όμως, θα αφορά βούληση.
Ουδεμία περίπτωση υπάρχει να ανακάμψει η ελληνική οικονομία, είτε κατά τρόπο ουσιαστικό, είτε ταχύ, εάν δεν αρθεί η παρούσα αβεβαιότητα σχετικά με το νομισματικό μέλλον της χώρας.
Ουδείς, με δύο δράμια μυαλό, επενδύει σε μια χώρα η οποία σε τρεις, έξι ή δώδεκα μήνες ενδέχεται να αλλάξει νόμισμα και να... οδηγηθεί σε ακόμη μεγαλύτερες περιπέτειες από αυτές που ήδη βιώνει.
Αντίθετα, αποεπενδύει, όπως βλέπουμε να κάνουν πολλές ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα αυτό, όμως, βρισκόμαστε σε ένα πλήρες αδιέξοδο.
Είτε ο φίλτατος κ. Θ. Κατσάμπας, εκπρόσωπος της χώρας μας στο ΔΝΤ, μιλούσε για λογαριασμό της Αθήνας, είτε για λογαριασμό τρίτων, είτε ανακάλεσε όσα λεγόμενά του φιλοξένησε η διεθνούς κύρους αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, είτε όχι, η «καρδιά» των επιχειρημάτων που του αποδίδονται είναι ορθή.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» και θα απαιτηθεί μια διαφορετική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, η οποία θα αφορά περισσότερο χρόνο και πιθανότατα περισσότερο χρήμα.
Κυριότερα, όμως, θα αφορά βούληση.
Τόσο εκ μέρους των Ευρωπαίων εταίρων μας, όσο και δική μας.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο κ. Κατσάμπας στην αμερικανική εφημερίδα, βάσει υπολογισμών της κυβέρνησης Παπαδήμου, στη διάρκεια του 2011, η χώρα μας εκπλήρωσε ποσοστό μόνον 22% των δεσμεύσεών της έναντι του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ίδιο, απαιτείται περαιτέρω συρρίκνωση του δημόσιου τομέα.
Στη διάρκεια του 2011 δεν υπήρξε πραγματική βούληση για τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, όπως δεν υπήρξε βούληση και για την προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων για την απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας από τον σφικτό εναγκαλισμό του κράτους και των κάθε λογής συντεχνιών.
Δεν υπήρξε πραγματικό άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων, όπως δεν υπήρξε και ουσιαστική μεταρρύθμιση της λειτουργίας των κρατικών δομών, είτε αυτές αφορούν τις κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες, είτε τη Δικαιοσύνη, είτε, ακόμη, το φορολογικό σύστημα.
Μπαλώματα και ψευτομέτρα υπήρξαν. Τίποτε όμως περισσότερο.
Ως αποτέλεσμα, τέτοιες ημέρες πέρυσι, ο τότε υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπανδρέου, κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ανακοίνωνε ένα πακέτο μέτρο υπερφορολόγησης των πολιτών και των επιχειρήσεων το οποίο, αν και πρόσκαιρα τροφοδότησε τα δημόσια έσοδα, μεγιστοποίησε το βάθος και τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης.
Αν σήμερα σχεδόν το ένα τέταρτο του εργασιακά ενεργού πληθυσμού της χώρας βρίσκεται εκτός απασχόλησης, τούτο οφείλεται και στον δραματικό περιορισμό της αγοραστικής δύναμης του κάθε ελληνικού νοικοκυριού που προκάλεσε αυτή η υπερφορολόγηση.
Αν σήμερα βιώνουμε τα δεινά που βιώνουμε, τούτο οφείλεται και στο γεγονός της παντελούς απουσίας πολιτικής βούλησης εκ μέρους των κυβερνήσεων της τελευταίας τριετίας για την πραγματική μεταρρύθμιση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και του κράτους.
Σε οποιουδήποτε είδους νέο κούρεμα και εάν οδεύσει το δημόσιο χρέος με τη συμμετοχή του λεγόμενου «επίσημου τομέα», σε οποιαδήποτε νέα χρηματοδοτική ένεση και εάν προχωρήσουν οι εταίροι και δανειστές μας προς τη χώρα μας, εάν εμείς οι ίδιοι δεν το θελήσουμε, δεν πρόκειται να πάει πουθενά αυτός ο τόπος.
Εάν δεν υπάρξει ισχυρή βούληση για να σπάσει το απόστημα των συντεχνιών σε κάθε χώρο επαγγελματικής δραστηριοποίησης, ώστε να πέσουν οι τιμές και να υπάρξουν νέες ευκαιρίες απασχόλησης, εάν δεν επιταχυνθεί δραστικά και δεν επεκταθεί το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, ώστε να συμπεριλάβει εταιρείες καίριας σημασίας για την απελευθέρωση των αγορών, και εάν δεν γίνει πράξη η περίφημη «επανίδρυση» του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού κράτους, ώστε να εξαλειφθούν τα φαινόμενα της γραφειοκρατίας, της φοροδιαφυγής και της αποτροπής της επιχειρηματικότητας, τότε γιατί να έρθει η ανάκαμψη;
Ποιος θα τη φέρει; Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών; Ελάχιστα χρήματα από αυτά που θα λάβουν οι ελληνικές τράπεζες, εάν και εφόσον τα λάβουν, προορίζονται για λόγους πιστωτικής επέκτασης…
Αν, όμως, ακόμη και σήμερα, που τα πάντα καταρρέουν γύρω μας και οι άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα υπερβαίνουν το 1,2 εκατομμύριο, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα παραμένει «ταμπού» και οι αποδοχές των δικαστικών, για παράδειγμα, συνιστούν «αιτία πολέμου», ακόμη και ενδοκυβερνητικού, τότε για ποια βούληση μιλάμε;
Ας θεωρήσουμε, μια ώρα αρχύτερα, ότι όλα, μάλλον συντομότερα παρά αργότερα, θα τελειώσουν…
Ν.Γ.Δρόσος
Κυριότερα, όμως, θα αφορά βούληση.
Ουδεμία περίπτωση υπάρχει να ανακάμψει η ελληνική οικονομία, είτε κατά τρόπο ουσιαστικό, είτε ταχύ, εάν δεν αρθεί η παρούσα αβεβαιότητα σχετικά με το νομισματικό μέλλον της χώρας.
Ουδείς, με δύο δράμια μυαλό, επενδύει σε μια χώρα η οποία σε τρεις, έξι ή δώδεκα μήνες ενδέχεται να αλλάξει νόμισμα και να... οδηγηθεί σε ακόμη μεγαλύτερες περιπέτειες από αυτές που ήδη βιώνει.
Αντίθετα, αποεπενδύει, όπως βλέπουμε να κάνουν πολλές ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Υπό το πρίσμα αυτό, όμως, βρισκόμαστε σε ένα πλήρες αδιέξοδο.
Είτε ο φίλτατος κ. Θ. Κατσάμπας, εκπρόσωπος της χώρας μας στο ΔΝΤ, μιλούσε για λογαριασμό της Αθήνας, είτε για λογαριασμό τρίτων, είτε ανακάλεσε όσα λεγόμενά του φιλοξένησε η διεθνούς κύρους αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, είτε όχι, η «καρδιά» των επιχειρημάτων που του αποδίδονται είναι ορθή.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» και θα απαιτηθεί μια διαφορετική προσέγγιση για την αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, η οποία θα αφορά περισσότερο χρόνο και πιθανότατα περισσότερο χρήμα.
Κυριότερα, όμως, θα αφορά βούληση.
Τόσο εκ μέρους των Ευρωπαίων εταίρων μας, όσο και δική μας.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε ο κ. Κατσάμπας στην αμερικανική εφημερίδα, βάσει υπολογισμών της κυβέρνησης Παπαδήμου, στη διάρκεια του 2011, η χώρα μας εκπλήρωσε ποσοστό μόνον 22% των δεσμεύσεών της έναντι του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ίδιο, απαιτείται περαιτέρω συρρίκνωση του δημόσιου τομέα.
Στη διάρκεια του 2011 δεν υπήρξε πραγματική βούληση για τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, όπως δεν υπήρξε βούληση και για την προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων για την απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας από τον σφικτό εναγκαλισμό του κράτους και των κάθε λογής συντεχνιών.
Δεν υπήρξε πραγματικό άνοιγμα των αγορών και των επαγγελμάτων, όπως δεν υπήρξε και ουσιαστική μεταρρύθμιση της λειτουργίας των κρατικών δομών, είτε αυτές αφορούν τις κάθε είδους δημόσιες υπηρεσίες, είτε τη Δικαιοσύνη, είτε, ακόμη, το φορολογικό σύστημα.
Μπαλώματα και ψευτομέτρα υπήρξαν. Τίποτε όμως περισσότερο.
Ως αποτέλεσμα, τέτοιες ημέρες πέρυσι, ο τότε υπουργός Οικονομικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπανδρέου, κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ανακοίνωνε ένα πακέτο μέτρο υπερφορολόγησης των πολιτών και των επιχειρήσεων το οποίο, αν και πρόσκαιρα τροφοδότησε τα δημόσια έσοδα, μεγιστοποίησε το βάθος και τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης.
Αν σήμερα σχεδόν το ένα τέταρτο του εργασιακά ενεργού πληθυσμού της χώρας βρίσκεται εκτός απασχόλησης, τούτο οφείλεται και στον δραματικό περιορισμό της αγοραστικής δύναμης του κάθε ελληνικού νοικοκυριού που προκάλεσε αυτή η υπερφορολόγηση.
Αν σήμερα βιώνουμε τα δεινά που βιώνουμε, τούτο οφείλεται και στο γεγονός της παντελούς απουσίας πολιτικής βούλησης εκ μέρους των κυβερνήσεων της τελευταίας τριετίας για την πραγματική μεταρρύθμιση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και του κράτους.
Σε οποιουδήποτε είδους νέο κούρεμα και εάν οδεύσει το δημόσιο χρέος με τη συμμετοχή του λεγόμενου «επίσημου τομέα», σε οποιαδήποτε νέα χρηματοδοτική ένεση και εάν προχωρήσουν οι εταίροι και δανειστές μας προς τη χώρα μας, εάν εμείς οι ίδιοι δεν το θελήσουμε, δεν πρόκειται να πάει πουθενά αυτός ο τόπος.
Εάν δεν υπάρξει ισχυρή βούληση για να σπάσει το απόστημα των συντεχνιών σε κάθε χώρο επαγγελματικής δραστηριοποίησης, ώστε να πέσουν οι τιμές και να υπάρξουν νέες ευκαιρίες απασχόλησης, εάν δεν επιταχυνθεί δραστικά και δεν επεκταθεί το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, ώστε να συμπεριλάβει εταιρείες καίριας σημασίας για την απελευθέρωση των αγορών, και εάν δεν γίνει πράξη η περίφημη «επανίδρυση» του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού κράτους, ώστε να εξαλειφθούν τα φαινόμενα της γραφειοκρατίας, της φοροδιαφυγής και της αποτροπής της επιχειρηματικότητας, τότε γιατί να έρθει η ανάκαμψη;
Ποιος θα τη φέρει; Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών; Ελάχιστα χρήματα από αυτά που θα λάβουν οι ελληνικές τράπεζες, εάν και εφόσον τα λάβουν, προορίζονται για λόγους πιστωτικής επέκτασης…
Αν, όμως, ακόμη και σήμερα, που τα πάντα καταρρέουν γύρω μας και οι άνεργοι στον ιδιωτικό τομέα υπερβαίνουν το 1,2 εκατομμύριο, η απασχόληση στον δημόσιο τομέα παραμένει «ταμπού» και οι αποδοχές των δικαστικών, για παράδειγμα, συνιστούν «αιτία πολέμου», ακόμη και ενδοκυβερνητικού, τότε για ποια βούληση μιλάμε;
Ας θεωρήσουμε, μια ώρα αρχύτερα, ότι όλα, μάλλον συντομότερα παρά αργότερα, θα τελειώσουν…
Ν.Γ.Δρόσος