Την οργισμένη αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών προκάλεσαν οι αδιανόητες δηλώσεις Ερντογάν για την Ελλάδα, ο οποίος εξεδήλωσε την έντονη ενόχλησή του για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από αμερικανικό οίκο και αναρωτήθηκε πώς συμβαίνει αυτό για μία χώρα που πουλάει τα νησιά της για να ζήσει.
Ορθώς αντέδρασε ο υπουργός Εξωτερικών. Όμως, η δήλωσή του, δεν φτάνει να μείνει στα λόγια. Σε λίγο καιρό προγραμματίζεται η σύγκληση του κοινού υπουργικού συμβουλίου Ελλάδας – Τουρκίας: μια... ακόμα σπουδαία κληρονομιά που άφησε στη χώρα ο Γιώργος Παπανδρέου, του οποίου, το πρώτο ταξίδι ως πρωθυπουργού το 2009, ήταν στην Κωνσταντινούπολη για να δει τον Ερντογάν. Λοιπόν: αυτό το συμβούλιο, δεν έχει κανένα λόγο να γίνει.
Η κυβέρνηση οφείλει να το ματαιώσει – ή, τουλάχιστον, προσχηματικά να το αναβάλει. Καλές είναι οι δηλώσεις και χρήσιμες. Χάνουν όμως εντελώς την αξία τους αν δεν φανεί και έμπρακτα η ελληνική δυσαρέσκεια. Γιατί αν ο Ερντογάν λέει αυτά που λέει και σε λίγες εβδομάδες γίνει ένα τέτοιο συμβούλιο, στην ουσία, η Ελλάδα έχει σωπάσει.
Δυστυχώς, όμως, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της Ελλάδας στις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών. Οχι τώρα, εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν την κρίση, που de facto δεν αποτελεί άλλοθι για την Ελλάδα: ο ελληνικός διαρκής «τρόμος» απέναντι στην Αγκυρα είναι πολύ πιο παλιά υπόθεση.
Και, επίσης, το πρόβλημα της ασύντακτης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν εμφανίζεται μόνον στα ελληνοτουρκικά. Πρέπει εδώ να δούμε ένα πολύ πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα που καθιστά εμφανή την απουσία ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε επίπεδο ενδημικό, δεν είναι κάτι που αφορά μία ή δύο κυβερνήσεις. Είναι σαφές δομικό πρόβλημα στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας, εθνικών επιδιώξεων και τακτικών μέσων για την επίτευξή τους. Δεν έχει σχέση με την κρίση που δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι και είναι πρόβλημα βαθύ στο χρόνο.
Πριν από πολύ λίγο καιρό, η Γαλλία, η Αγγλία και οι ΗΠΑ υπήρξαν οι κινητήριες δυνάμεις μιας πολύ σημαντικής, γεωπολιτικής τάξεως, μεταβολής στην ευρύτερη περιοχή μας: ήταν οι χώρες που πρωτοστάτησαν στην πτώση του καθεστώτος Καντάφι. Υπήρχε όμως μία αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία των επιχειρήσεων αυτών που χωρίς αυτή δεν θα μπορούσαν όχι να τελεσφορήσουν, αλλά ούτε καν να πραγματοποιηθούν: η συνεργασία της Ελλάδας. Το σύνολο σχεδόν των εξόδων των συμμαχικών αεροσκαφών επιχείρησαν από την Κρήτη, από τη Σούδα. Η Σούδα ήταν εκείνο το διάστημα ο πιο μεγάλης στρατηγικής σημασίας τόπος για τις τρεις αυτές χώρες – και όχι μόνον. Χωρίς της Σούδα, όλα αυτά απλώς δεν μπορούσαν να γίνουν.
Το ίδιο διάστημα, η Τουρκία, βρέθηκε αρχικά απέναντι στους συμμάχους: όχι μόνον ήταν αρνητική, αλλά έφτασε για πολλές εβδομάδες, μαζί με τη Γερμανία, να μπλοκάρει την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στις επιχειρήσεις, προκαλώντας μεγάλη νευρικότητα στις τρεις πρωτεύουσες. Όταν η Αγκυρα διαπίστωσε το βαθμό αποφασιστικότητας των τριών χωρών, σταδιακά μετέβαλε τη στάση της κατά 180 μοίρες: από εκεί που ήταν αρνητική, βρέθηκε ξαφνικά να συμμετέχει στην «ομάδα επαφής» και να καλείται σε συσκέψεις της από τις οποίες η Ελλάδα ήταν απούσα…
Τελικά, το καθεστώς Καντάφι έπεσε. Μια νέα πραγματικότητα επικράτησε στη χώρα, μία νέα εξουσία, αυτή των πρώην επαναστατών που βρέθηκαν να κυβερνούν τη Λιβύη χάρη σε εκείνες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των μεγάλων δυτικών κρατών και χάρη στην Ελλάδα που παρείχε την «πλατφόρμα» για όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Ποιο ήταν όμως το αποτέλεσμα όλων αυτών για την ίδια την Ελλάδα;
Αυτό, φάνηκε ξεκάθαρα στο ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών προχθές στην Τρίπολη: αντί η χώρα μας να καταφέρει όλο αυτό τον καιρό που μεσολάβησε να κεφαλαιοποιήσει τον κρίσιμο ρόλο της στην επόμενη ημέρα σε συνεργασία με τους συμμάχους και με τη νέα κυβέρνηση της Λιβύης, τελικά, το νέο καθεστώς, «αδειάζει» τώρα την Ελλάδα σε ένα κορυφαίας σημασίας ζήτημα: στην ΑΟΖ, για την οποία η Τρίπολη υιοθετεί ουσιαστικά την τουρκική θέση ότι πρόκειται για πολυμερές ζήτημα το οποίο πρέπει να ρυθμιστεί από κοινού με πολλά κράτη!
Η Λιβύη πάγωσε την Αθήνα. Ο υπουργός Εξωτερικών ορθώς επισκέφθηκε την Τρίπολη. Ένα «ναι» της Τρίπολης στην υπόθεση της ΑΟΖ θα αποτελούσε πολύ μεγάλη διπλωματική επιτυχία της χώρας. Όμως, προφανώς, όταν πια η Ελλάδα έφτασε εκεί, ήταν πια ήδη πολύ αργά: άλλοι είχαν ήδη διαμορφώσει την επόμενη ημέρα. Κι έτσι, τελικά, το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο τελικά από το προσδοκώμενο: να διαπιστωθεί επισήμως ότι η Λιβύη μας έχει κλείσει την πόρτα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτό αντανακλά και έναν ακόμα ευρύτερο κίνδυνο: προσδεδεμένη πλήρως στο γερμανικό άρμα, η Ελλάδα έχει λησμονήσει ότι είναι μία χώρα που ότι πέτυχε στον προηγούμενο αιώνα το πέτυχε ακριβώς στη βάση του δόγματος της στρατηγικές συνεργασίας της με τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσης: ακριβώς την Αγγλία, τη Γαλλία και, στη συνέχεια, τις ΗΠΑ. Και πέτυχε πολλά.
Τώρα, που ήταν όλες αυτές οι χώρες, την ώρα που στην ουσία κινούν απολύτως τις εξελίξεις στη Λιβύη; Γιατί δεν ήταν εκεί να στηρίξουν το ελληνικό αίτημα σχετικά με την ΑΟΖ, την ώρα που η Ελλάδα υπήρξε τόσο καθοριστική στους σχεδιασμούς τους; Αφού μέσω Ελλάδας «πήγαν» εκεί, τώρα, που είναι η Ελλάδα στην επόμενη ημέρα; Η απάντηση είναι δυστυχώς: πουθενά. Κι αυτό, επειδή, για μία ακόμα φορά, ότι έκανε η Ελλάδα το έκανε χωρίς σχεδιασμό, αποκομμένα, αποσπασματικά, συγκυριακά. Για μία ακόμα φορά, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τη μεγάλη σημασία της.
Ακόμα περισσότερο, η Αθήνα έχει πλέον τόσο πολύ και με τέτοια πρωτοφανή προθυμία προσδεθεί πλέον στο γερμανικό άρμα, που ουσιαστικά έχει κόψει τις πραγματικές γέφυρες με τη Δύση στα μείζονα ζητήματα τα οποία θα όφειλε να χειρίζεται σε στενότατη συνεργασία μαζί τους. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τοποθετηθεί με σπουδή κάτω από τη γερμανική ομπρέλα. Εχει πάρει θέση – και αξίζει να απορεί κανείς αν έχει πλήρη συνείδηση της σημασίας αυτής της τοποθέτησης. Και ίσως, αν δεν έχει, τα αποτελέσματα της Λιβύης να είναι μια πολύ καλή αφορμή να σκεφτεί ξανά και γρήγορα...
Γ.Π.Μαλούχος
To Bήμα
Ορθώς αντέδρασε ο υπουργός Εξωτερικών. Όμως, η δήλωσή του, δεν φτάνει να μείνει στα λόγια. Σε λίγο καιρό προγραμματίζεται η σύγκληση του κοινού υπουργικού συμβουλίου Ελλάδας – Τουρκίας: μια... ακόμα σπουδαία κληρονομιά που άφησε στη χώρα ο Γιώργος Παπανδρέου, του οποίου, το πρώτο ταξίδι ως πρωθυπουργού το 2009, ήταν στην Κωνσταντινούπολη για να δει τον Ερντογάν. Λοιπόν: αυτό το συμβούλιο, δεν έχει κανένα λόγο να γίνει.
Η κυβέρνηση οφείλει να το ματαιώσει – ή, τουλάχιστον, προσχηματικά να το αναβάλει. Καλές είναι οι δηλώσεις και χρήσιμες. Χάνουν όμως εντελώς την αξία τους αν δεν φανεί και έμπρακτα η ελληνική δυσαρέσκεια. Γιατί αν ο Ερντογάν λέει αυτά που λέει και σε λίγες εβδομάδες γίνει ένα τέτοιο συμβούλιο, στην ουσία, η Ελλάδα έχει σωπάσει.
Δυστυχώς, όμως, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της Ελλάδας στις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών. Οχι τώρα, εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν την κρίση, που de facto δεν αποτελεί άλλοθι για την Ελλάδα: ο ελληνικός διαρκής «τρόμος» απέναντι στην Αγκυρα είναι πολύ πιο παλιά υπόθεση.
Και, επίσης, το πρόβλημα της ασύντακτης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν εμφανίζεται μόνον στα ελληνοτουρκικά. Πρέπει εδώ να δούμε ένα πολύ πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα που καθιστά εμφανή την απουσία ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε επίπεδο ενδημικό, δεν είναι κάτι που αφορά μία ή δύο κυβερνήσεις. Είναι σαφές δομικό πρόβλημα στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας, εθνικών επιδιώξεων και τακτικών μέσων για την επίτευξή τους. Δεν έχει σχέση με την κρίση που δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι και είναι πρόβλημα βαθύ στο χρόνο.
Πριν από πολύ λίγο καιρό, η Γαλλία, η Αγγλία και οι ΗΠΑ υπήρξαν οι κινητήριες δυνάμεις μιας πολύ σημαντικής, γεωπολιτικής τάξεως, μεταβολής στην ευρύτερη περιοχή μας: ήταν οι χώρες που πρωτοστάτησαν στην πτώση του καθεστώτος Καντάφι. Υπήρχε όμως μία αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία των επιχειρήσεων αυτών που χωρίς αυτή δεν θα μπορούσαν όχι να τελεσφορήσουν, αλλά ούτε καν να πραγματοποιηθούν: η συνεργασία της Ελλάδας. Το σύνολο σχεδόν των εξόδων των συμμαχικών αεροσκαφών επιχείρησαν από την Κρήτη, από τη Σούδα. Η Σούδα ήταν εκείνο το διάστημα ο πιο μεγάλης στρατηγικής σημασίας τόπος για τις τρεις αυτές χώρες – και όχι μόνον. Χωρίς της Σούδα, όλα αυτά απλώς δεν μπορούσαν να γίνουν.
Το ίδιο διάστημα, η Τουρκία, βρέθηκε αρχικά απέναντι στους συμμάχους: όχι μόνον ήταν αρνητική, αλλά έφτασε για πολλές εβδομάδες, μαζί με τη Γερμανία, να μπλοκάρει την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στις επιχειρήσεις, προκαλώντας μεγάλη νευρικότητα στις τρεις πρωτεύουσες. Όταν η Αγκυρα διαπίστωσε το βαθμό αποφασιστικότητας των τριών χωρών, σταδιακά μετέβαλε τη στάση της κατά 180 μοίρες: από εκεί που ήταν αρνητική, βρέθηκε ξαφνικά να συμμετέχει στην «ομάδα επαφής» και να καλείται σε συσκέψεις της από τις οποίες η Ελλάδα ήταν απούσα…
Τελικά, το καθεστώς Καντάφι έπεσε. Μια νέα πραγματικότητα επικράτησε στη χώρα, μία νέα εξουσία, αυτή των πρώην επαναστατών που βρέθηκαν να κυβερνούν τη Λιβύη χάρη σε εκείνες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των μεγάλων δυτικών κρατών και χάρη στην Ελλάδα που παρείχε την «πλατφόρμα» για όλες αυτές τις επιχειρήσεις. Ποιο ήταν όμως το αποτέλεσμα όλων αυτών για την ίδια την Ελλάδα;
Αυτό, φάνηκε ξεκάθαρα στο ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών προχθές στην Τρίπολη: αντί η χώρα μας να καταφέρει όλο αυτό τον καιρό που μεσολάβησε να κεφαλαιοποιήσει τον κρίσιμο ρόλο της στην επόμενη ημέρα σε συνεργασία με τους συμμάχους και με τη νέα κυβέρνηση της Λιβύης, τελικά, το νέο καθεστώς, «αδειάζει» τώρα την Ελλάδα σε ένα κορυφαίας σημασίας ζήτημα: στην ΑΟΖ, για την οποία η Τρίπολη υιοθετεί ουσιαστικά την τουρκική θέση ότι πρόκειται για πολυμερές ζήτημα το οποίο πρέπει να ρυθμιστεί από κοινού με πολλά κράτη!
Η Λιβύη πάγωσε την Αθήνα. Ο υπουργός Εξωτερικών ορθώς επισκέφθηκε την Τρίπολη. Ένα «ναι» της Τρίπολης στην υπόθεση της ΑΟΖ θα αποτελούσε πολύ μεγάλη διπλωματική επιτυχία της χώρας. Όμως, προφανώς, όταν πια η Ελλάδα έφτασε εκεί, ήταν πια ήδη πολύ αργά: άλλοι είχαν ήδη διαμορφώσει την επόμενη ημέρα. Κι έτσι, τελικά, το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο τελικά από το προσδοκώμενο: να διαπιστωθεί επισήμως ότι η Λιβύη μας έχει κλείσει την πόρτα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτό αντανακλά και έναν ακόμα ευρύτερο κίνδυνο: προσδεδεμένη πλήρως στο γερμανικό άρμα, η Ελλάδα έχει λησμονήσει ότι είναι μία χώρα που ότι πέτυχε στον προηγούμενο αιώνα το πέτυχε ακριβώς στη βάση του δόγματος της στρατηγικές συνεργασίας της με τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσης: ακριβώς την Αγγλία, τη Γαλλία και, στη συνέχεια, τις ΗΠΑ. Και πέτυχε πολλά.
Τώρα, που ήταν όλες αυτές οι χώρες, την ώρα που στην ουσία κινούν απολύτως τις εξελίξεις στη Λιβύη; Γιατί δεν ήταν εκεί να στηρίξουν το ελληνικό αίτημα σχετικά με την ΑΟΖ, την ώρα που η Ελλάδα υπήρξε τόσο καθοριστική στους σχεδιασμούς τους; Αφού μέσω Ελλάδας «πήγαν» εκεί, τώρα, που είναι η Ελλάδα στην επόμενη ημέρα; Η απάντηση είναι δυστυχώς: πουθενά. Κι αυτό, επειδή, για μία ακόμα φορά, ότι έκανε η Ελλάδα το έκανε χωρίς σχεδιασμό, αποκομμένα, αποσπασματικά, συγκυριακά. Για μία ακόμα φορά, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τη μεγάλη σημασία της.
Ακόμα περισσότερο, η Αθήνα έχει πλέον τόσο πολύ και με τέτοια πρωτοφανή προθυμία προσδεθεί πλέον στο γερμανικό άρμα, που ουσιαστικά έχει κόψει τις πραγματικές γέφυρες με τη Δύση στα μείζονα ζητήματα τα οποία θα όφειλε να χειρίζεται σε στενότατη συνεργασία μαζί τους. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τοποθετηθεί με σπουδή κάτω από τη γερμανική ομπρέλα. Εχει πάρει θέση – και αξίζει να απορεί κανείς αν έχει πλήρη συνείδηση της σημασίας αυτής της τοποθέτησης. Και ίσως, αν δεν έχει, τα αποτελέσματα της Λιβύης να είναι μια πολύ καλή αφορμή να σκεφτεί ξανά και γρήγορα...
Γ.Π.Μαλούχος
To Bήμα