Έχουμε ήδη περάσει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα κι όμως οι κρατούσες ιδεολογίες, ιδίως στην Ελλάδα, παραμένουν κάπου προς το τέλος του προηγούμενου.
Πολλοί οπαδοί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας υπερασπίζονται με πάθος ιδέες που πλέον αμφισβητούνται έντονα στο εξωτερικό, ενώ ακριβώς το ίδιο, αλλά από την ακριβώς αντίθετη οπτική γωνία, κάνουν και οι φανατικοί οπαδοί της αριστεράς, λιγότερο ή... περισσότερο παραδοσιακής.
Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα μας δεν έζησε εμπειρίες και παραστάσεις αυτούσιων συστημάτων, αλλά μια επιμειξία των δύο, ένα ακραιφνώς ελληνικό «κακέκτυπο», που κατάφερε να συνδυάσει τα ελαττώματα αμφοτέρων, σχεδόν εκμηδενίζοντας τα προτερήματά τους.
Ο Έλληνας στην πραγματικότητα δεν απόλαυσε δωρεάν παιδεία, ούτε υγεία, γιατί τις πλήρωνε στα φροντιστήρια και στα πάσης φύσεως φακελάκια. Ομοίως, δεν έζησε την ουσία και τα προτερήματα της δημιουργικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καθότι τα παραδείγματά της ήταν σταγόνα στον ωκεανό της κρατικοδίαιτης διαπλοκής.
Κι όπως δεν γνώρισε «σοβιέτ», έτσι ακριβώς δεν γνώρισε και την πραγματική λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Το οργανωμένο κράτος, τη δομημένη λειτουργία της καθημερινότητας, την πιστή εφαρμογή των νόμων, τον αδιάκριτο σεβασμό στους θεσμούς και στα δικαιώματα του ατόμου.
Ίσως γι' αυτούς τους λόγους αδυνατούμε σήμερα να συλλάβουμε ότι η ελληνική κρίση δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα, μια εκδήλωση της διεθνούς κρίσης, που αμφισβητεί στην πράξη τις κυρίαρχες πεποιθήσεις του 20ού αιώνα, είτε «αριστερές», είτε «δεξιές». Η Ελλάδα ήταν απλώς ο πιο αδύναμος κρίκος, γι' αυτό κι έσπασε πρώτος.
Πελαγωμένοι από την ίδια μας τη δυστυχία, πασχίζουμε να βρούμε λύσεις με παλιά «ιδεολογικά» εργαλεία. Με εργαλεία που είτε έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή διεθνώς, είτε βρίσκονται σε διαδικασία αποκαθήλωσης από εκείνους που πράγματι τα χρησιμοποίησαν.
Τα «κομμούνια» απέτυχαν στην πράξη εδώ και δεκαετίες. Το ίδιο όμως συμβαίνει σήμερα και με τους «καπιτάλες» που κυριάρχησαν στο ίδιο διάστημα με βασικό «άρμα» την παγκοσμιοποιημένη κυκλοφορία του ηλεκτρονικού χρήματος.
Κι ενώ κυρίαρχη αίσθηση στο εξωτερικό είναι ότι επέρχονται τεκτονικές μεταβολές σε όσα θεωρούσαμε δεδομένα προς το τέλος του 20ού αιώνα, η ελληνική πολιτική πραγματικότητα συγκρούεται σε διαχωριστικές γραμμές παρωχημένες, σχεδόν απαξιωμένες από τη νέα διεθνή συγκυρία. Εγκλωβισμένη στον ιδιόμορφο επαρχιωτισμό της.
Επιφανείς Έλληνες «αριστεροί» πασχίζουν να αγνοήσουν τους περιορισμούς που έθεσε η παγκοσμιοποίηση στην άσκηση αριστερής πολιτικής -με κορυφαίο παράδειγμα τη φορολογία- και συνεχίζουν να ευαγγελίζονται «παραδείσους» που ούτε υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν.
Ομοίως, οι καθαρόαιμοι «δεξιοί» εθελοτυφλούν απέναντι στα κελεύσματα γνήσιων τέκνων του αμερικανικού καπιταλιστικού κεφαλαίου, που κραυγάζουν σήμερα υπέρ της δικαιότερης ανακατανομής του πλούτου.
Ακόμη και οι προσπάθειες που γίνονται για τον σχηματισμό νέων πολιτικών «κινήσεων» (με τελευταίο παράδειγμα αυτό του Γιάννη Λοβέρδου) έχουν περιορισμένη έως μηδενική εμβέλεια.
Γιατί δεν είναι μόνον τα πρόσωπα φθαρμένα. Είναι και τα ιδεολογικά «υλικά».
Κάποιοι ίσως βιαστούν να σχολιάσουν ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να παραγάγει επαρκή πλούτο οι παραπάνω απόψεις έχουν ελάχιστη πρακτική αξία. Πρόκειται για λανθασμένη αντίληψη.
Σε μια δημοκρατική χώρα, η αύξηση της παραγωγής του πλούτου στηρίζεται στην υπόσχεση έστω της διανομής του με τρόπο που να θεωρείται δίκαιος. Η υπόσχεση αυτή είναι απαραίτητη για τη συστράτευση της κοινωνίας στο κοινό όραμα της ανάπτυξης.
Προς το παρόν, όμως, στη χώρα μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πλούτος περιορίζεται, ενώ ταυτόχρονα ο τρόπος διανομής του γίνεται ολοένα και περισσότερο άδικος, όπως προκύπτει αβίαστα και από τις προβλέψεις των διαφόρων παραλλαγών του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.
Αυτό δυστυχώς σημαίνει ότι προς το παρόν δεν έχουμε ούτε την ιδεολογική «βάση», το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να στηρίξουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης, ένα ελληνικό «New Deal»...
Γ.Παπανικολάου
Πολλοί οπαδοί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας υπερασπίζονται με πάθος ιδέες που πλέον αμφισβητούνται έντονα στο εξωτερικό, ενώ ακριβώς το ίδιο, αλλά από την ακριβώς αντίθετη οπτική γωνία, κάνουν και οι φανατικοί οπαδοί της αριστεράς, λιγότερο ή... περισσότερο παραδοσιακής.
Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα μας δεν έζησε εμπειρίες και παραστάσεις αυτούσιων συστημάτων, αλλά μια επιμειξία των δύο, ένα ακραιφνώς ελληνικό «κακέκτυπο», που κατάφερε να συνδυάσει τα ελαττώματα αμφοτέρων, σχεδόν εκμηδενίζοντας τα προτερήματά τους.
Ο Έλληνας στην πραγματικότητα δεν απόλαυσε δωρεάν παιδεία, ούτε υγεία, γιατί τις πλήρωνε στα φροντιστήρια και στα πάσης φύσεως φακελάκια. Ομοίως, δεν έζησε την ουσία και τα προτερήματα της δημιουργικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, καθότι τα παραδείγματά της ήταν σταγόνα στον ωκεανό της κρατικοδίαιτης διαπλοκής.
Κι όπως δεν γνώρισε «σοβιέτ», έτσι ακριβώς δεν γνώρισε και την πραγματική λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Το οργανωμένο κράτος, τη δομημένη λειτουργία της καθημερινότητας, την πιστή εφαρμογή των νόμων, τον αδιάκριτο σεβασμό στους θεσμούς και στα δικαιώματα του ατόμου.
Ίσως γι' αυτούς τους λόγους αδυνατούμε σήμερα να συλλάβουμε ότι η ελληνική κρίση δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα, μια εκδήλωση της διεθνούς κρίσης, που αμφισβητεί στην πράξη τις κυρίαρχες πεποιθήσεις του 20ού αιώνα, είτε «αριστερές», είτε «δεξιές». Η Ελλάδα ήταν απλώς ο πιο αδύναμος κρίκος, γι' αυτό κι έσπασε πρώτος.
Πελαγωμένοι από την ίδια μας τη δυστυχία, πασχίζουμε να βρούμε λύσεις με παλιά «ιδεολογικά» εργαλεία. Με εργαλεία που είτε έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή διεθνώς, είτε βρίσκονται σε διαδικασία αποκαθήλωσης από εκείνους που πράγματι τα χρησιμοποίησαν.
Τα «κομμούνια» απέτυχαν στην πράξη εδώ και δεκαετίες. Το ίδιο όμως συμβαίνει σήμερα και με τους «καπιτάλες» που κυριάρχησαν στο ίδιο διάστημα με βασικό «άρμα» την παγκοσμιοποιημένη κυκλοφορία του ηλεκτρονικού χρήματος.
Κι ενώ κυρίαρχη αίσθηση στο εξωτερικό είναι ότι επέρχονται τεκτονικές μεταβολές σε όσα θεωρούσαμε δεδομένα προς το τέλος του 20ού αιώνα, η ελληνική πολιτική πραγματικότητα συγκρούεται σε διαχωριστικές γραμμές παρωχημένες, σχεδόν απαξιωμένες από τη νέα διεθνή συγκυρία. Εγκλωβισμένη στον ιδιόμορφο επαρχιωτισμό της.
Επιφανείς Έλληνες «αριστεροί» πασχίζουν να αγνοήσουν τους περιορισμούς που έθεσε η παγκοσμιοποίηση στην άσκηση αριστερής πολιτικής -με κορυφαίο παράδειγμα τη φορολογία- και συνεχίζουν να ευαγγελίζονται «παραδείσους» που ούτε υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν.
Ομοίως, οι καθαρόαιμοι «δεξιοί» εθελοτυφλούν απέναντι στα κελεύσματα γνήσιων τέκνων του αμερικανικού καπιταλιστικού κεφαλαίου, που κραυγάζουν σήμερα υπέρ της δικαιότερης ανακατανομής του πλούτου.
Ακόμη και οι προσπάθειες που γίνονται για τον σχηματισμό νέων πολιτικών «κινήσεων» (με τελευταίο παράδειγμα αυτό του Γιάννη Λοβέρδου) έχουν περιορισμένη έως μηδενική εμβέλεια.
Γιατί δεν είναι μόνον τα πρόσωπα φθαρμένα. Είναι και τα ιδεολογικά «υλικά».
Κάποιοι ίσως βιαστούν να σχολιάσουν ότι σε μια χώρα που αδυνατεί να παραγάγει επαρκή πλούτο οι παραπάνω απόψεις έχουν ελάχιστη πρακτική αξία. Πρόκειται για λανθασμένη αντίληψη.
Σε μια δημοκρατική χώρα, η αύξηση της παραγωγής του πλούτου στηρίζεται στην υπόσχεση έστω της διανομής του με τρόπο που να θεωρείται δίκαιος. Η υπόσχεση αυτή είναι απαραίτητη για τη συστράτευση της κοινωνίας στο κοινό όραμα της ανάπτυξης.
Προς το παρόν, όμως, στη χώρα μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πλούτος περιορίζεται, ενώ ταυτόχρονα ο τρόπος διανομής του γίνεται ολοένα και περισσότερο άδικος, όπως προκύπτει αβίαστα και από τις προβλέψεις των διαφόρων παραλλαγών του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.
Αυτό δυστυχώς σημαίνει ότι προς το παρόν δεν έχουμε ούτε την ιδεολογική «βάση», το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να στηρίξουμε ένα αναπτυξιακό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης, ένα ελληνικό «New Deal»...
Γ.Παπανικολάου