Ας φανταστούμε έναν κόσμο πρόθυμων και πλούσιων μεγαλοεπενδυτών.
Στη διάθεσή τους έχουν σύγχρονες τεχνολογίες, ανοικτή πρόσβαση στις αγορές εργασίας ανά τον κόσμο και τη δυνατότητα να κινούν τα κεφάλαιά τους διεθνώς, χωρίς σύνορα.
Πού θα επενδύσουν;
Αν άλλοι παράγοντες δεν επηρεάζουν υπέρογκα είτε το κόστος (π.χ. κόστος μεταφοράς-γραφειοκρατία), είτε τον κίνδυνο... (π.χ. έλλειψη πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας), προφανώς θα επενδύσουν εκεί όπου οι μισθοί και οι φόροι είναι χαμηλότεροι.
Αυτή είναι η πεμπτουσία της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης που ζούμε σήμερα!
Θεωρητικά, το αποτέλεσμα είναι ευεργετικό για τον «τρίτο κόσμο», καθώς επενδύσεις και απασχόληση αυξάνουν το εισόδημα των μέχρι πρότινος πάμφτωχων πληθυσμών.
Στην πράξη, πολύ συχνά τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο ιδανικά. Ωστόσο, αυτό που πρωτίστως αφορά εμάς τους Έλληνες, και γενικότερα τον «δυτικό κόσμο», είναι η άλλη όψη του νομίσματος.
Η αρχή της διαδικασίας πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ήταν τότε που ορισμένα είδη άρχισαν να κατασκευάζονται σε βιομηχανικά «σκλαβοπάζαρα» της Ασίας. Η συνέχεια ήταν περισσότερο ανησυχητική, καθώς η παραγωγή ολοένα και περισσότερων ειδών μεταφερόταν σε χώρες αναπτυσσόμενων οικονομιών με χαμηλούς μισθούς και -τι σύμπτωση!- ελκυστικά «κίνητρα», φορολογικά και άλλα, για τους αλλοδαπούς επενδυτές.
Οι καιροί όμως ήταν ευνοϊκοί στη Δύση. Λίγο οι αγορές με τα κέρδη τους, λίγο οι τράπεζες με τα δάνειά τους, λίγο τα κράτη με την κοινωνική τους πολιτική, μείωσαν τους κραδασμούς, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, κι αυξάνοντας τεχνητά το διαθέσιμο εισόδημα.
Κάπως έτσι, φτάσαμε να αποκτήσουμε κομμωτήρια για σκύλους, καλλιτέχνες κήπων, διοργανωτές events, αλυσίδες για μανικιούρ-πεντικιούρ και μια ατελείωτη σειρά καθαρά καταναλωτικών υπηρεσιών.
Και ξεχάσαμε μία σημαντική λεπτομέρεια: ότι οι καταναλωτικές υπηρεσίες αποτελούν εποικοδόμημα σε μια «ανοικτή» οικονομία. Προϋποθέτουν τη δημιουργία πλούτου σε άλλους πραγματικά παραγωγικούς τομείς, με διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Αλλιώς δεν υπάρχουν λεφτά για ξόδεμα. Πώς μπορεί, όμως, μια χώρα να παραμείνει ανταγωνιστική απέναντι σε άλλες που έχουν χαμηλότερα μεροκάματα, ξεχειλωμένα ωράρια εργασίας και χαμηλότερους φόρους;
Θεωρητικά, για μια ανεπτυγμένη χώρα, η λύση βρίσκεται στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην καινοτομία. Στις καλύτερες διαδικασίες οργάνωσης της παραγωγής και στη χρήση ανώτερου τεχνολογικού εξοπλισμού.
Το μεγάλο ερώτημα σε αυτήν την περίπτωση είναι τι εμποδίζει τον μεγαλοπενδυτή να μεταφέρει τις διαδικασίες και τα μέσα που διαθέτει σε «φθηνότερες» αναπτυσσόμενες οικονομίες, εκμηδενίζοντας το πλεονέκτημα αυτό.
Θεωρητικά και πάλι, η διαφορά στη μόρφωση, στις υποδομές και στην εκπαίδευση των εκεί εργαζομένων. Πρακτικά, όπως φαίνεται ήδη από τα αλματώδη βήματα της Ινδίας και της Κίνας σε θέματα software και σε άλλους τομείς υψηλής τεχνολογίας, τα εμπόδια αυτά διαρκούν ελάχιστες γενεές.
Εν ολίγοις, το «χάσμα» της υπεροχής διαρκώς γίνεται μικρότερο.
Με αυτό το δεδομένο, δεν είναι τυχαίο ότι στην πλάτη της Ελλάδας πρωτοδοκιμάστηκαν σε ανεπτυγμένη χώρα αρκετές συνταγές που θεωρούνται «θέσφατο» για την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας.
Μείωση του κοινωνικού κράτους, των μισθών κι αλλαγή των σχέσεων εργασίας. Μείωση των φόρων στις επενδύσεις και την πρόσοδό τους. Αύξηση των φόρων στο εισόδημα από εργασία και στην περιουσία. Με έμφαση βεβαίως στη μεσαία τάξη καθώς ο μεγάλος πλούτος εύκολα «ξεφεύγει» μέσω παγκοσμιοποίησης.
Το είδαμε στην Ελλάδα, το βλέπουμε στον ευρωπαϊκό Νότο, σύντομα θα το δούμε και στον πυρήνα της ευρωζώνης, καθώς ήδη το κόστος εργασίας στη Γαλλία φαίνεται να μπαίνει στο στόχαστρο.
Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά θα φέρουν αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα της προηγούμενης υπερβολής, της σχεδόν ανύπαρκτης παραγωγής, της εισαγωγικής μανίας, υπάρχει η αίσθηση της εκλογίκευσης κι ορισμένα ενθαρρυντικά στοιχεία, όπως η αύξηση των εξαγωγών, δυστυχώς δεν σημαίνει πολλά για τη «μεγάλη εικόνα».
Σε μια παγκοσμιοποιημένη διεθνή οικονομία, είναι πολύ πιθανό ότι η επίτευξη πλεονεκτήματος θα είναι προσωρινή. Ακριβώς όπως συμβαίνει συχνά με τα νομίσματα (ανταγωνιστικές υποτιμήσεις), έτσι θα έχουμε ανταγωνιστικές μειώσεις του κόστους εργασίας και των φόρων, καθώς οι διάφορες χώρες θα προσπαθούν να διατηρήσουν ή να αποκτήσουν πλεονέκτημα.
Το χειρότερο είναι ότι χώρες με κατ’ επίφαση δημοκρατικά καθεστώτα, χώρες που λειτουργούν σήμερα με αδυσώπητες μορφές καπιταλισμού, φαίνεται να έχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια «προσαρμοστικότητας».
Άρα οι πιθανότητες ενός εφιαλτικού σπιράλ προς τη «νέα φτώχεια» (διότι ακριβώς έτσι θα την αντιληφθεί ο μέσος πολίτης της Δύσης, ως μια μορφή σύγχρονης φτώχειας) είναι μεγάλες.
Προφανώς ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, ούτε δύναται να αποσοβηθεί με ελληνικές ενέργειες. Η αντιμετώπισή του δεν πρόκειται να έλθει μέσα από εθνικές αντιδράσεις ή πολιτικές.
Η παγκοσμιοποίηση έχει ήδη προχωρήσει τόσο που να καθιστά τις μεμονωμένες εθνικές αντιδράσεις πρακτικά ανώφελες, ιδίως όταν προέρχονται από μικρές χώρες.
Προκειμένου να δημιουργηθεί αυτό το ανεξέλεγκτο σήμερα φαινόμενο χρειάστηκαν πολύχρονες διακρατικές επαφές και συμφωνίες, οι οποίες στηρίχτηκαν σε πρωτοβουλίες ισχυρών κρατών.
Αντίστοιχες διαδικασίες θα χρειαστούν και για τη χαλιναγώγηση του φαινομένου. Με την προϋπόθεση ότι η πίεση της κοινής γνώμης προς τους πολιτικούς αυτών των κρατών θα καταφέρει να αντισταθμίσει τα μεγάλα συμφέροντα που ωφελούνται από τη σημερινή μορφή παγκοσμιοποίησης.
Γ.Παπανικολάου