Η διατάραξη της εμπιστοσύνης των καταθετών στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι η λύση, υποστήριξε χθες ο Π. Μπόφινγκερ.
Είναι κρίμα που δεν βρισκόταν στο πλευρό του Β. Σόιμπλε όταν αυτός εκβίαζε την Κύπρο…
Ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου πιθανότατα πρέπει να συρρικνωθεί.
Είναι υπερμεγέθης σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας, τουλάχιστον δύο μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν ασφυκτικά προβλήματα, οι αξιολογήσεις που διαθέτει τον κατατάσσουν στην κατηγορία «σκουπίδια» και οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής του.., που κυμαίνονται περί τα 10 δισ. ευρώ, αναλόγως της μελέτης που θα επιλέξετε, έφεραν την Κύπρο στο κατώφλι της χρεοκοπίας.
Όμως, η απόφαση συρρίκνωσής του και κυριότερα η υλοποίησή της οφείλει να αποτελεί μέρος ενός συντεταγμένου και ομαλά συμπεφωνημένου σχεδίου, το οποίο δεν θα διακυβεύει τη σταθερότητα είτε της χώρας είτε ολόκληρης της ευρωζώνης.
Ο εκβιαστικός τρόπος με τον οποίο η Γερμανία επέβαλε τις απόψεις της κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων συνεδριάσεων του Eurogroup, αναγκάζοντας μια χώρα μέλος να λάβει πρωτοφανή μέτρα έναντι των καταθετών της, συμπεριλαμβανομένων των μικροκαταθετών, πλήττει όχι μόνον την αξιοπιστία της ευρωζώνης ως νομισματικού χώρου, αλλά και τις θεμελιώδεις αρχές δημοκρατίας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης, επί των οποίων εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται για μια εκτίμηση η οποία κυριάρχησε στον απόηχο των εξελίξεων στην Κύπρο και εκφράστηκε ακόμη και από κορυφαίους Γερμανούς οικονομολόγους, όπως ο Πίτερ Μπόφινγκερ, μέλος του λεγόμενου «συμβουλίου των σοφών».
Όπως ανέφερε χθες σε συνέντευξή του στο Spiegel, «η διατάραξη της εμπιστοσύνης των καταθετών στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι η λύση. Αυτοί που προσπαθούν να σώσουν το ευρώ, πρέπει να δίνουν αληθινή βοήθεια κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης».
Είναι δε πραγματικά οξύμωρο το γεγονός ότι την ίδια ημέρα που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την παροχή αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την εποπτεία των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης, από τα μέσα του 2014, το κοινοβούλιο μιας χώρας-μέλους καταψήφιζε απόφαση του Eurogroup με την οποία ανατρέπονταν τα έως τώρα δεδομένα του εθνικού της τραπεζικού συστήματος.
Μόλις χθες, Τρίτη, το Ευρωκοινοβούλιο άναψε το πράσινο φως στην περίφημη διαδικασία της τραπεζικής ενοποίησης, παρέχοντας το δικαίωμα στην ΕΚΤ να ασκεί εποπτικό ρόλο σε τράπεζες με στοιχεία ενεργητικού άνω των 30 δισ. ευρώ ή αξίας άνω του ενός πέμπτου του ΑΕΠ της χώρας τους.
Μια απόφαση η οποία αναμφίβολα θα έβρισκε εφαρμογή στην περίπτωση της Κύπρου, ο τραπεζικός τομέας της οποίας αντιστοιχεί στο 896% του ΑΕΠ της, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι στο 334%.
Μολονότι τα βήματα με τα οποία η Ε.Ε. και η ευρωζώνη προχωρά προς το μέλλον είναι βαριά και αργόσυρτα, στην περίπτωση της Κύπρου η σπουδή που επεδείχθη για την καταβαράθρωση της εμπιστοσύνης του καταθετικού κοινού προς το πιστωτικό της σύστημα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των μικροκαταθετών όσο και των λεγόμενων Ρώσων «ολιγαρχών», υπήρξε πρόδηλη και οδηγεί ασφαλώς σε άλλα συμπεράσματα.
Ταυτόχρονα, υπονομεύει συνολικά όχι μόνον την εμπιστοσύνη του αποταμιευτικού ή καταθετικού κοινού προς τις τράπεζες της περιφέρειας ή και του πυρήνα της ευρωζώνης, καθώς προϊδεάζει για αντίστοιχες μελλοντικές συμπεριφορές προς αυτό, αλλά κυριότερα και τη διαδικασία συναίνεσης επί της οποίας λαμβάνονταν, έως τώρα, οι αποφάσεις στην ευρωζώνη.
Η έκβαση του κυπριακού δράματος δεν έχει ακόμη κριθεί.
Τουλάχιστον, όμως, με τη χθεσινοβραδινή απόφαση της Κυπριακής Βουλής, πρώτον, διεσώθη ό,τι έχει απομείνει από την τιμή και την αξιοπιστία της ευρωζώνης και, δεύτερον, ας ελπίσουμε ότι αντλήθηκαν κάποια μαθήματα…
Ν.Γ.Δρόσος