Οι όροι της συμφωνίας για την πώληση των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα στην Τράπεζα Πειραιώς έγιναν από την ΕΕ, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου, στην Κύπρο, το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ομίλου, Κωνσταντίνος Λοϊζίδης.
Επίσης, τόνισε ότι η... πώληση των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα τέθηκε ως απαραίτητος όρος του μνημονίου για να «απομονωθούν τα ελληνικά τραπεζικά δίκτυα των κυπριακών τραπεζών, αλλά και για να μην παρασύρουν και τις μητρικές τους τράπεζες στην Κύπρο».
Οι όροι της συμφωνίας για την πώληση των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα, στην Τράπεζα Πειραιώς καταρτίσθηκαν βασικά από την ΕΕ και τη διαπραγμάτευση έκανε η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου (ΚΤΚ), δήλωσε ο κ. Λοϊζίδης.
Η τιμή πώλησης, που συμφωνήθηκε συνολικά και για τα τρία δίκτυα καταστημάτων των κυπριακών τραπεζών «ήταν πολύ υψηλότερη από τις αντίστοιχες συγκρίσιμες συναλλαγές στην Ελλάδα» ανέφερε ο ίδιος.
Σημειώνεται ότι η Η ΚΤΚ ανέφερε σε επιστολή της στη Βουλή ότι το δανειακό χαρτοφυλάκιο των τριών τραπεζών, ύψους 23,9 δισ. ευρώ πωλήθηκε με αποτίμηση 16,2 δισ. ευρώ, λόγω των συσσωρευμένων προβλέψεων επί των δανείων και της εκτίμησης της Pimco για μελλοντικές ζημιές.
Ο κ. Λοϊζίδης, απαντώντας σε ερώτηση σε ποιο βαθμό η τιμή πώλησης αντικατοπτρίζει τις συνθήκες της αγοράς και πώς συγκρίνεται με τις χρηματιστηριακές τιμές των τραπεζών, είπε ότι «έχουν γίνει πρόσφατα τρεις πωλήσεις ξένων τραπεζών στην Ελλάδα».
Και στις τρεις περιπτώσεις, είπε, οι ξένες μητρικές τράπεζες (Societe Generale και Credit Agricole Γαλλίας και η BCP Πορτογαλίας) δέχθηκαν ουσιαστικά μηδενικό τίμημα πώλησης (περίπου 2 εκ. ευρώ), να ανακεφαλαιοποιήσουν πλήρως τις τράπεζες (3,7 δισ. ευρώ) και επιπροσθέτως ανέλαβαν την υποχρέωση να επενδύσουν σημαντικά ποσά (πέραν των 550 εκ. ευρώ) στις αυξήσεις κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. «Ουσιαστικά πλήρωσαν για να φύγουν από την Ελλάδα» τόνισε.
Όπως επίσης είπε, αν η αρχική συμφωνημένη τιμή για τις κυπριακές τράπεζες ήταν 67% των κεφαλαιακών αναγκών, όπως διαμορφώθηκαν χρησιμοποιώντας το ακραίο σενάριο της Pimco, συμπεραίνεται ότι «η τιμή πώλησης που συμφωνήθηκε συνολικά και για τα τρία δίκτυα καταστημάτων των κυπριακών τραπεζών ήταν πολύ υψηλότερη από τις αντίστοιχες συγκρίσιμες συναλλαγές στην Ελλάδα».
Απαντώντας σε ερώτημα γιατί η Τράπεζα Πειραιώς παρουσίασε κέρδος δισεκατομμυρίων από τις τρεις αυτές συμφωνίες, απάντησε ότι «η περίμετρος της συναλλαγής ενσωμάτωνε και τις ζημιές που υπολόγισε η Pimco στο ακραίο σενάριο (3,1 δισ. ευρώ), σύμφωνα με το οποίο θα αύξανε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των κυπριακών τραπεζών».
Αναφορικά με κινδύνους για την Τράπεζα Πειραιώς από τη συμφωνία, απάντησε ότι «δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να ισχυριστεί ότι τα δάνεια αυτά δεν χρειάζονταν περαιτέρω μείωση της αξίας τους, γι αυτό και ο διορισμός της Pimco από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου για τη μελέτη και τους σχετικούς υπολογισμούς του σωστού επιπέδου απομείωσης σύμφωνα με το ακραίο σενάριο».
Η Τράπεζα Πειραιώς ουδέποτε είχε πρόσβαση στη μελέτη αυτή της Pimco, τόνισε, αναφέροντας ότι η απομείωση αυτών των δανείων, που υπολογίστηκε υπό πιο ευνοϊκές συνθήκες πολύ πριν τα γεγονότα της 16ης Μαρτίου 2013, «μπορεί και να αποδειχθεί μη επαρκής διαχρονικά».
«Εδώ έγκειται και ο κίνδυνος που η Τράπεζα Πειραιώς, ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση των Αρχών, ανέλαβε τρία χαρτοφυλάκια που έπρεπε να μεταφερθούν άμεσα σε άλλη τράπεζα» σημείωσε.
Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Λοϊζίδη, η Τράπεζα Πειραιώς δεν έχει καμία εγγύηση ή δικαίωμα προσφυγής οπουδήποτε για τυχόν επιπρόσθετες ζημιές των συγκεκριμένων χαρτοφυλακίων. «Πέραν των πιστωτικών κινδύνων, η Τράπεζα Πειραιώς» ανέφερε «αντιμετωπίζει την τεράστια λειτουργική πρόκληση αφομοίωσης και ενοποίησης 312 καταστημάτων και 5.268 νέων υπαλλήλων με διαφορετική εκπαίδευση και κουλτούρα, καθώς και πολλαπλών λογισμικών συστημάτων με δέσμευση ολοκλήρωσης τους επόμενους 12 περίπου μήνες».