Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έχει αποδείξει πως όταν θέτει στόχους καταφέρνει, έστω και με μερικές αλχημείες, να τους επιτυγχάνει.
...Το μεγάλο της, όμως, πρόβλημα είναι τι γίνεται μετά.
Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, ο Κ. Καραμανλής έθεσε ως στόχο την ανάπτυξη της οικονομίας και την ένταξή της στην ΕΟΚ, πράγμα που επετεύχθη. Αμέσως μετά ο Αν. Παπανδρέου προέταξε... ως εθνική ανάγκη όλοι οι Έλληνες να είναι ίσοι και να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και να μην διαχωρίζονται σε εθνικόφρονες και μιάσματα. Και αυτός τα κατάφερε. Ακολούθησαν, με αρκετά χρόνια καθυστέρηση, οι κυβερνήσεις Σημίτη, που έθεσαν δύο στόχους. Ο πρώτος είναι η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη και ο άλλος η πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Και τα δύο έγιναν πράξη. Η Ελλάδα απέκτησε ευρώ, έστω και αν τα στοιχεία δεν ήταν απολύτως ειλικρινή, ενώ στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν καλοί -αν όχι οι καλύτεροι- Ολυμπιακοί Αγώνες.
Η κοινωνία στην πλειονότητά της, σε όλες αυτές τις διαφορετικές περιόδους, στάθηκε στο πλευρό της πολιτείας και στήριξε το εγχείρημα. Στην παρούσα περίοδο, η Ελλάδα είχε να κερδίσει το πιο δύσκολο από όλα τα στοιχήματα που είχαν προηγηθεί και δεν ήταν άλλο από τη δημοσιονομική προσαρμογή και την επιστροφή στην ανάπτυξη. Με «αίμα» της κοινωνίας οι στόχοι δείχνουν να επιτυγχάνονται.
Και το μέγα ερώτημα που τίθεται είναι: Και τώρα τι κάνουμε; Πώς σχεδιάζουμε την επόμενη ημέρα; Και δυστυχώς η απάντηση είναι απογοητευτική... δεν ξέρουμε, δεν έχουμε σχέδιο.
Μπορεί το 2014 να επιστρέψουμε ως οικονομία στην ανάπτυξη, αλλά αυτό μπορεί να είναι και απόρροια της θεωρίας του ελατηρίου. Όταν ένα ελατήριο το πιέζεις συνέχεια, αυτό συρρικνώνεται και όταν το απελευθερώσεις, έστω και μερικά, αυτό θα εκτιναχθεί. Ισως η αναμενόμενη ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα αυτής της θεωρίας και όχι της γενικότερης αναστροφής της εικόνας της ελληνικής οικονομίας.
Αν αυτό συμβαίνει, πράγμα πολύ πιθανό, τότε η επιδίωξη για σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη προφανώς και είναι στον αέρα. Δυστυχώς, η ελληνική πολιτεία αλλά και οι παραγωγικοί φορείς της χώρας δεν έχουν εκπονήσει ένα σχέδιο, ούτε και έχουν πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Η ανάπτυξη τη δεκαετία του 2000 στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση, την οικοδομή και τις αντιπαραγωγικές επενδύσεις. Αν ακολουθηθεί και τώρα το ίδιο μοντέλο, τότε είναι σίγουρο πως μετά από λίγο θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και πάλι τα ίδια προβλήματα.
Ο πρωτογενής τομέας είναι σίγουρα ένα παραγωγικό πρότυπο που μπορεί να δώσει ανάσα στην πραγματική οικονομία και να στηρίξει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την ανάπτυξη. Δυστυχώς, όμως, ουδείς έχει αντιληφθεί τις αλλαγές που απαιτούνται και ουδείς κινείται με βάση κάποιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Κάποια φωτεινά παραδείγματα δυστυχώς παραμένουν... παραδείγματα. Χθες οι αγρότες κατέβηκαν στην Αθήνα με αιτήματα μίας άλλης εποχής, αλλά και η κυβέρνηση προσεγγίζει ακόμη και σήμερα τον πρωτογενή τομέα με «εκλογικά μικροκομματικά επιχειρήματα». Η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα χρειάζεται να στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων που θα στηρίζονται στην ποιότητα, την χαμηλή τιμή και τα δίκτυα διανομής. Για όλα τα παραπάνω κανείς δεν έχει ανοίξει καν τη συζήτηση.
Όμως και στους τομείς των υπηρεσιών, που η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως ο τουρισμός, λείπει το σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Επειδή η συγκυρία για την Ελλάδα είναι θετική, αρκούμαστε στις δάφνες μας και δεν σχεδιάζουμε το μέλλον. Δεν ξέρουμε ούτε τι τουρίστες θέλουμε και το κυριότερο πώς θα τους πείσουμε όχι μόνο να έρθουν, αλλά το κυριότερο να ξαναέρθουν.
Η ανάπτυξη έρχεται, αλλά δυστυχώς μάλλον δεν ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε. Απαιτείται τώρα ένας εθνικός σχεδιασμός με τη συμμετοχή όλων, προκειμένου να κερδίσουμε τη «μάχη» της επόμενης ημέρας ή μάλλον της επόμενης δεκαετίας.
Του κ.Θ.Παπαδή