Ό,τι και να λέμε, ό,τι και να κάνουμε, οι δύο βαριές βιομηχανίες στην Ελλάδα ήταν και είναι οι εξής, δύο, το ένδοξο αρχαίο (άντε και λίγο το βυζαντινό) παρελθόν της και η γεωγραφική της θέση σε συνδυασμό με το θαυμάσιο κλίμα της.
Ομού και οι δύο αυτές οι βαριές βιομηχανίες συμπράττουν στη δημιουργία και λειτουργία της μοναδικής και εξαιρετικά υπερβαριάς βιομηχανίας μας που λέγεται τουρισμός. Από τον... τουρισμό τρώει, άμεσα ή έμμεσα, ψωμί ως και παντεσπάνι ένα πολύ μεγάλο μέρος των ελλήνων και στον τουρισμό στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό οι ελπίδες για ανάκαμψη. Γι' αυτό άλλωστε έχουμε υπουργείο Τουρισμού, που μεταξύ μας, λίγοι αντιλαμβάνονται τη χρησιμότητα και τις αρμοδιότητές του. Ευτυχώς, επειδή το Αιγαίο και οι άλλες θάλασσες που περιβρέχουν την Ελλάδα είναι απαράμιλλες, αλλά και επειδή επικρατεί ένα μπάχαλο σε ολόκληρη την υπόλοιπη ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, ξαναγίναμε τουριστικός προορισμός πολύ μεγάλης ζήτησης και οι προβλέψεις είναι ότι φέτος οι επισκέπτες της χώρας αναμένεται να φτάσουν τα 20 εκατομμύρια.
Κάποιοι ειδικοί λένε ότι τα 20 εκατομμύρια τουριστών είναι το ταβάνι της χώρας. Τόσους μπορεί να φιλοξενήσει και όχι περισσότερους, γιατί προφανώς ανάλογης χωρητικότητας είναι οι υποδομές της. Σημαντικότερο όμως από την έλλειψη περισσότερων κατάλληλων και ελκυστικών υποδομών είναι η έλλειψη τουριστικής συνείδησης. Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα μπήκε στον χάρτη των τουριστικών προορισμών περί το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, με αφετηρία την ταινία "Το παιδί και το δελφίνι" που γυρίστηκε στην Ύδρα το 1957 με πρωταγωνιστές τη Σοφία Λόρεν και τον Άλαν Λαντ. Από τότε πέρασαν σχεδόν 60 χρόνια, αλλά είναι φανερό ότι τουριστική συνείδηση δεν αποκτήσαμε, ούτε σαν κράτος, ούτε σαν ιδιώτες. Αρχικά οι τουριστικές επιχειρήσεις (μεγάλα ξενοδοχεία, τουριστικά γραφεία κλπ.) απέκτησαν ένα λούστρο γιατί στελεχώθηκαν από έλληνες αιγυπτιώτες που ήξεραν ξένες γλώσσες και διέθεταν αύρα κοσμοπολιτισμού, αλλά όταν έφυγε αυτή η γενιά δεν έγινε δυνατόν να αναπληρωθεί από γηγενείς ανάλογης ποιότητας και σε επαρκείς αριθμούς. Το γιατί είναι μία θλιβερή ιστορία, αλλά η έλλειψη τουριστικής συνείδησης είναι ορατή ακόμη και σήμερα από τη συμπεριφορά ξενοδόχων, ρουμλετάδων, ταξιτζήδων εστιατόρων και πολλών άλλων "τουριστικών" επαγγελμάτων.
Το κράτος από την πλευρά του αποδείχθηκε επίσης ανίκανο να οργανώσει σχολές τουριστικών επαγγελμάτων κάποιου επιπέδου, δεν έφτιαξε τις υποδομές που έπρεπε, όπου έπρεπε, και κυρίως δεν επέβαλε την εφαρμογή των νόμων, από τον θόρυβο μέχρι την καθαριότητα και τον σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος. Οι ιδιώτες έπεσαν πάνω στην αγελάδα του τουρισμού για να τη σφάξουν με όλους τους τρόπους και όχι για να τη διατηρήσουν για να την αρμέγουν και επέβαλαν την άποψή τους και στο κράτος. Ακόμη χειρότερα, ποτέ δεν υπήρξε συνεργασία των ιδιωτικών (ξενοδοχειακά επιμελητήρια π.χ) και των κρατικών φορέων (αστυνομία π.χ.) σε μεγάλες ή μικρές πόλεις και χωριά που ζουν από το τουριστικό εισόδημα, προκειμένου να διατηρηθεί το ελκυστικό τουριστικό περιβάλλον. Πράγματα δηλαδή που συμβαίνουν παντού αλλού, σε χώρες και περιοχές που βασίζονται στον τουρισμό. Ετσι, η Ελλάδα έπαψε να αποτελεί έναν "εξωτικό" προορισμό που οι ιδιαιτερότητες και οι γραφικότητες μπορούσαν κάποτε να συγχωρηθούν από τους τουρίστες, χωρίς να καταφέρει να μπει στους οργανωμένους και πολιτισμένους προορισμούς, οπότε επήλθε η κάμψη.
Τώρα υποτίθεται ότι η κότα που κάνει χρυσά αυγά αναστήθηκε και εμείς γίναμε σοφότεροι. Αυτό θα το δούμε γιατί ούτε στο οργανωτικό πνεύμα και στον ορθολογισμό διακρινόμαστε, ούτε για το πνεύμα συνεργασίας είμαστε διάσημοι, ούτε η διοικητική μηχανή του κράτους βελτιώθηκε και ούτε οι νοοτροπίες και τα χαρακτηριστικά ενός λαού αλλάζουν εύκολα, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί περίτρανα στη δική μας περίπτωση. Ο φόβος τώρα είναι μήπως, μεταξύ άλλων, θεωρήσουμε ότι οι τουριστικές υποδομές πρέπει να ενισχυθούν με τεράστια τερατουργήματα, σαν αυτά που κατέστρεψαν ακτές της Ισπανίας (Κόστα ντελ Σολ π.χ.) για να προσελκύσουμε μικρομεσαίους άγγλους, ας πούμε. Αντίθετα, το βάρος πρέπει να πέσει στη βελτίωση των περιφερειακών αεροδρομίων και των λιμανιών, στην κατασκευή και άλλων μαρίνων με τον κατάλληλο εξοπλισμό, στον ιατρικό τουρισμό, στον τουρισμό συνταξιούχων, στη δημιουργία πάρκινγκ για πούλμαν (απαραίτητο στην Αθήνα, όπου πολλές φορές δημιουργείται αδιαχώρητο στη Λεωφόρο Αμαλίας), στον φυσικό και ιστορικό τουρισμό. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Αϊνστάϊν για να τα σκεφτεί αυτά και άλλα. Να απομακρυνθεί από τη λογική της πειρατείας χρειάζεται. Άλλωστε, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, η γεωγραφική θέση και το κλίμα ό,τι μπορούσαν να δώσουν το έδωσαν. Σειρά των νεοελλήνων να κάνουν κάτι σωστό...
Του κ.Άγγ.Στάγκου