Το εξώφυλλο μοιάζει με αφίσα ταινίας δράσης.
Τίτλος: «Ο ασύλληπτος» Πρωταγωνιστές: Βασίλης Παλαιοκώστας, Νίκος Παλαιοκώστας, Κώστας -«ο καλλιτέχνης»- Σαμαράς, Αλκέτ Ριζάι Σούλα Μητροπία. Με τον τρόπο αυτό επέλεξε το BBC Magazine να αφιερώσει εκτενές άρθρο του στον πιο καταζητούμενο Έλληνα, τον Βασίλη Παλαιοκώστα!
«Έχει περάσει δεκαετίες παραβιάζοντας το νόμο. Έχει αποδράσει από τη φυλακή δύο φορές με ελικόπτερο. Έχει δώσει εκατομμύρια στους... στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του πιο καταζητούμενου άνδρα στην Ελλάδα που έγινε λαϊκός ήρωας», σημειώνει στην εισαγωγή του το BBC.
Οι ληστείες ξανάρχισαν μία Τετάρτη
Ενας μασκοφόρος οδηγεί ένα κλεμμένο βαν μέσα στους ήσχυους δρόμους των Άσπρων Σπιτιών στην κεντρική Ελλάδα, μία σύγχυση λευκών κτιρίων με μαύρα τετράγωνα παράθυρα σαν παιχνίδι ντόμινο στον Κορινθιακό Κόλπο.
Παρκάρει έξω από υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και κατευθύνεται στο εσωτερικό της κουβαλώντας ένα Καλάσνικοφ. Δίνει εντολή στους υπαλλήλους να ανοίξουν το ΑΤΜ και αρπάζει 150.00 ευρώ. Στη συνέχεια αποσπά 100.000 ευρώ από τα χρηματοκιβώτια και σε λίγα λεπτά φεύγει.
Ήταν Φεβρουάριος του 2010 και η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε κρίση, όπως πολλοί πίστευαν, από τη διαφθροά στις τράπεζες. Ένας άνδρας τις έκαναν να πληρώσουν.
Τον Οκτώβριο φέρεται να λήστεψε δύο τράπεζες μέσα στην ίδια ημέρα. Στο Αιγίνιο, κοντά στη Θεσσαλονίκη, ένας ληστής εισβάλλει σπάζοντας τη τζαμαρία της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια έκανε το ίδιο στην Αγροτική, μόλις λίγα μέτρα παρακάτω, διαφεύγοντας με 240.000 ευρώ.
Και επειδή ουδείς τραυματίστηκε -πράγμα ασύνηθες στις ελληνικές ληστείες- οι τοπικές αρχές κατέληξαν σε ένα συμπέρασμα: Είναι πολύ πιθανό να είναι δουλειά του Βασίλη Παλαιοκώστα.
Σε μία «έκρηξη» εγκληματικότητας που μετρά τρεις δεκαετίες, ο άνδρας που είναι γνωστός ως ο Έλληνας «Ρομπέν των Δασών», έχει αρπάξει εκατομμύρια από κρατικές τράπεζας και απαγάγει βιομηχάνους, ενώ μοιράζει τα χρήματα σ' αυτούς που έχουν ανάγκη.
Αν και διαφέρει από άλλους διάσημους ληστές, όπως ο Νέντ Κέλλι ή Billy the Kid - μην έχοντας δηλαδή τραυματίσει κανέναν κατά τη διάρκεια της εγκληματικής του δράση, παραμένει ένας από τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους της Ευρώπης.
Ένας από τους πρώην συγκρατουμένους του, ο Πολύκαρπος Γεωργιάδης, θυμάται: «Οι εγκληματίες κλέβουν πορτοφόλια από ηλικιωμένες. Ο Βασίλης ήταν σε άλλο επίπεδο: είναι ένας κοινωνικά αποδεκτός ληστής και ένας ήρωας».
«Αλλά όπως και ο πραγματικός Ρομπέν των Δασών, ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιφρονείται από τις Αρχές που «βασανίζει». Τον παρουσιάζουν ως βίαιο τρομοκράτη και οι Έλληνες δημοσιογράφοι έχουν όλως περιέργως αποφεύγουν να μιλήσουν για την απίστευτη ιστορία του», επισημαίνουν οι συντάκτες του βρετανικού δικτύου.
Παιδί από το βουνό
Γεννημένος το 1966, ο Παλαιοκώστας μεγάλωσε στο χωριό Μοσχόφυτο, ένα απομακρυσμένο σύμπλεγμα παραγκών στα χιονισμένα βουνά της κεντρικής Ελλάδας.
Εκεί παρακολουθούσε τον πατέρα του να βόσκει τις κατσίκες και μεγάλωσε εξιδανικεύοντας τον αδελφό του, Νίκο. Οι χωρικοί ήταν γνωστοί στον τόπο ως «οι ήρωες» εξηγεί ο πατήρ Παναγιώτης, ο παπάς της περιοχής, όχι μόνο γιατί -όπως λέει- επιβίωσαν σε αντίξοες συνθήκες στο βουνό, αλλά και ότι «τα κατάφεραν χωρίς παπούτσια».
«Ο Βασίλης μπορεί να έχει γίνει κλέφτης, αλλά ποτέ εγκληματίας. Ληστές σαν το Βασίλη -που κλέβει για να ταΐσει τους αγαπημένους του- δεν παραβλέπονται εύκολα», σημειώνει ο πατήρ Παναγιώτης.
Όταν το χιόνι ήταν πολύ, ο Νίκος συνήθιζε να κουβαλά στους ώμους του τον Βασίλη τρία μίλια προς το πλησιέστερο σχολείο. Εκεί, ο παπάς ζέσταινε το παγωμένο παιδί μπροστά στη φωτιά πριν ξεκινήσει το μάθημα.
Το 1979, η οικογένεια μετακόμισε στα Τρίκαλα. Ο Νίκος, 19 ετών τότε, έφυγε από το σπίτι για να βρει δουλειά στα πλοία, και ο Βασίλης, 13 ετών, έδινε μάχει για να γεμίσει τα παπούτσια του αδελφού του. Ο πατέρας τους, Λεωνίδας Παλαιοκώστας, θυμάται:. «Δούλεψε στην παραγωγή σε εργοστάσιο τυριού για δύο χρόνια. Ήταν ήσυχος και πολύ εσωστρεφής».
Από το παράθυρο του εργοστασίου ο Βασίλης έβλεπε την ελληνική οικονομία να «φουσκώνει» και τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι, όταν η χώρα πλησίαζε στην ένταξη στην ΕΕ.
«Ένα απόγευμα, έφυγε από το τυροκομείο και δεν επέστρεψε ποτέ. «Ο Βασίλης υπέστη καπιταλιστική εκμετάλλευση από το αφεντικό του, δουλεύοντας ως σκλάβος στο εργοστάσιο. Και έτσι στράφηκε εναντίον αυτών των αφεντικών», λέει ο φίλος του, ο Γεωργιάδης.
«Ως παιδί του βουνού, δεν είχε άλλες ικανότητες, παρά μόνον να κλέβει για να ζήσει», λέει ο πατέρας Παναγιώτης με χαρακτηριστική γεναιοδωρία προς τον πρώην μαθητή του. Μεταξύ 1979 και 1986, ο Βασίλης και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Νίκος -ο οποίος δεν δούλεψε πολύ καιρό στη θάλασσα- θεωρήθηκαν υπαίτιοι για 27 κλοπές, κυρίως (μηχανημάτων) βίντεο.
Ο Βασίλης, νέος στην ηλεκτρολογία, εθίστικε στις ταινίες δράσης -συχνά έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα- ,τους αγώνες του «Ρόκι», τους μύες του Σβαρτσενέγκερ και την «Απόδραση από το Αλκατράζ» του Κλιντ Ίστγουντ.
Γύρω από εκείνη την εποχή, ο νεαρός ληστής συνάντησε μία αδελφή ψυχή, που έμελε να τον επηρεάσει πολύ. «Ο Βασίλης ήταν ένας ευγενικός κλέφτης, μέχρι που γνώρισε τον Κώστα Σαμαρά, τον «Καλλιτέχνη», λέει ο αστυνομικός Δημήτριος Γραβάνης.
Μεγαλύτερος και πιο έμπειρος από τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Σαμαράς ήταν ένας επίδοξος εγκληματικός εγκέφαλος, που σπούδαζε σχέδιο και ζωγράφιζε τις ληστείες σε σημειωματάριο. Μαζί με τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Καλλιτέχνης «πήρε πτυχίο» στις ληστείες κοσμηματοπωλείων και τραπεζών.
Ο Γραβάνης θυμάται την πρώτη τους ληστεία ως τρίο: «Ο Βασίλης σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός λόφου και άρχισε να ρίχνει με το όπλο για να τραβήξει την προσοχή των αστυνομικών (...) Πήρε κάποια λεπτά στους αστυνομικούς να ξεφύγουν από το αστυνομικό τμήμα και μέχρι να το κάνουν ο Καλλιτέχνης και ο Νίκος είχαν ήδη αδειάσει το κοσμηματοπωλείο. Όταν τελικά μπήκαμε στα περιπολικά είχαν αφήσει καρφιά στο δρόμο που έσκασαν τα λάστιχά μας. Από εκείνη τη στιγμή έγινε απώτερος στόχος μου να τους δω στη φυλακή».
Ο μυστακιοφόρος αστυνομικός ήταν ένας διανοούμενος που προτιμούσε να εξιχνιάζει τα εγκλήματα με το μυαλό του παρά να παίρνει ομολογίες ξυλοκοπώντας υπόπτους. «Έχασα τον ύπνο μου με τους αδελφούς Παλαιοκώστα. Ξενυχτούσα δουλεύοντας για αυτήν την υπόθεση και όταν πήγαινα στο σπίτι μου 07.30 το πρωί, τότε η σύζυγός μου ξεκινούσε για τη δουλειά της», θυμάται.
Αλλά ο Παλαιοκώστας ήταν αδύνατο να συλληφθεί για ένα λόγο: μοίραζε τα χρήματα που έκλεβε στους φτωχούς.
Στη δεκαετία του 1980 προχώρησε σε σειρά εισβολών σε τράπεζες με τον Παλαιοκώστα να δίνει χρήματα σε όσους του πρόσφεραν καταφύγιο.
Ο μαζικός πληθωρισμός στην Ελλάδα τετραπλασίασε την τιμή της μπύρας μεταξύ του 1985 και 1992. Ο λαός άρχισε να στρέφεται ενάντια στην κυβέρνηση και επέκρινε την διαφθορά στους κόλπους των κρατικών τραπεζών. Αυτό αύξησε τον αριθμό όσων ετοιμάζονταν να «πανηγυρίσουν» τη δράση των αδελφών Παλαιοκώστα...
Και άρχισε η εποχή του κυνηγιού της γάτας με το ποντίκι μεταξύ ληστών και αστυνομικών.
Τον Απρίλιο του 1990 ο Παλαιοκώστας συνελήφθη σε μία απόπειρα να βγάλει τον αδελφό του από τις φυλακές της Λάρισας, οδηγώντας ένα κλεμμένο βυτίο και σπάζοντας με αυτό τον τοίχο. Φυλακίστηκε, αλλά όχι για πολύ.
Τον Ιανουάριο του 1991 δραπέτευσε από τις φυλακές της Χαλκίδας χρησιμοποιώντας σεντόνια για να σκαρφαλώσει πάνω από τον τοίχο. Αλλά παρά τα πλούτη που είχε μαζέψει από τις ληστείες, προτιμούσε να ξοδεύει μόνο σε όσα χρειαζόταν.
Περιφρονούσε τα φανταχτερά αυτοκίνητα και ένα από τα λίγα ακριβά υπάρχοντά του ήταν ένας μυστηριώδης χρυσός σταυρός που κρεμόταν από το λαιμό του. Αργότερα έγινε το κλειδί για τουλάχιστον μία από τις επιτυχημένες του αποδράσεις.
Αλλαξε το «παιχνίδι»
Τον Ιούνιο του 1992, σημειώνει το BBC, οι ληστές σχεδίασαν μία ληστεία την πιο τολμηρή που είχαν κάνει ποτέ, στα Μετέωρα, στην Καλαμπάκα. Η περιοχή ήταν ανέκαθεν ιερό για ερημίτες, αλλά και δραπέτες σαν τον Παλαιοκώστα και την παρέα του.
Είναι μία μικρή πόλη και η τράπεζα απέχει πολύ μικρή απόσταση από το τοπικό αστυνομικό τμήμα, κάτι που φαίνεται να διασκέδαζε τους ληστές στην ιδέα ότι «οι αστυνομικοί θα κοιτούσαν σαν βλάκες». Καθώς ο Νίκος κοιτούσε με τα κυάλια, ο Καλλιτέχνης σχεδίζαε την πλατεία σε ένα χαρτί. Ο Βασίλης φώναξε «ληστεία» και οι τρεις άνδρες εισέβαλαν στην τράπεζα ντυμένοι με στολές και γυαλιά και κρατώντας αυτόματα όπλα. Μέσα σε λίγα λεπτά άρπαξαν 125 εκατομμύρια δραχμές κάτω από τη μύτη των αστυνομικών.
Παραμένει η μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα και μία από τις μοναδικές που τα χρήματα μοιράστηκαν...
Τίτλος: «Ο ασύλληπτος» Πρωταγωνιστές: Βασίλης Παλαιοκώστας, Νίκος Παλαιοκώστας, Κώστας -«ο καλλιτέχνης»- Σαμαράς, Αλκέτ Ριζάι Σούλα Μητροπία. Με τον τρόπο αυτό επέλεξε το BBC Magazine να αφιερώσει εκτενές άρθρο του στον πιο καταζητούμενο Έλληνα, τον Βασίλη Παλαιοκώστα!
«Έχει περάσει δεκαετίες παραβιάζοντας το νόμο. Έχει αποδράσει από τη φυλακή δύο φορές με ελικόπτερο. Έχει δώσει εκατομμύρια στους... στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του πιο καταζητούμενου άνδρα στην Ελλάδα που έγινε λαϊκός ήρωας», σημειώνει στην εισαγωγή του το BBC.
Οι ληστείες ξανάρχισαν μία Τετάρτη
Ενας μασκοφόρος οδηγεί ένα κλεμμένο βαν μέσα στους ήσχυους δρόμους των Άσπρων Σπιτιών στην κεντρική Ελλάδα, μία σύγχυση λευκών κτιρίων με μαύρα τετράγωνα παράθυρα σαν παιχνίδι ντόμινο στον Κορινθιακό Κόλπο.
Παρκάρει έξω από υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και κατευθύνεται στο εσωτερικό της κουβαλώντας ένα Καλάσνικοφ. Δίνει εντολή στους υπαλλήλους να ανοίξουν το ΑΤΜ και αρπάζει 150.00 ευρώ. Στη συνέχεια αποσπά 100.000 ευρώ από τα χρηματοκιβώτια και σε λίγα λεπτά φεύγει.
Ήταν Φεβρουάριος του 2010 και η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε κρίση, όπως πολλοί πίστευαν, από τη διαφθροά στις τράπεζες. Ένας άνδρας τις έκαναν να πληρώσουν.
Τον Οκτώβριο φέρεται να λήστεψε δύο τράπεζες μέσα στην ίδια ημέρα. Στο Αιγίνιο, κοντά στη Θεσσαλονίκη, ένας ληστής εισβάλλει σπάζοντας τη τζαμαρία της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια έκανε το ίδιο στην Αγροτική, μόλις λίγα μέτρα παρακάτω, διαφεύγοντας με 240.000 ευρώ.
Και επειδή ουδείς τραυματίστηκε -πράγμα ασύνηθες στις ελληνικές ληστείες- οι τοπικές αρχές κατέληξαν σε ένα συμπέρασμα: Είναι πολύ πιθανό να είναι δουλειά του Βασίλη Παλαιοκώστα.
Σε μία «έκρηξη» εγκληματικότητας που μετρά τρεις δεκαετίες, ο άνδρας που είναι γνωστός ως ο Έλληνας «Ρομπέν των Δασών», έχει αρπάξει εκατομμύρια από κρατικές τράπεζας και απαγάγει βιομηχάνους, ενώ μοιράζει τα χρήματα σ' αυτούς που έχουν ανάγκη.
Αν και διαφέρει από άλλους διάσημους ληστές, όπως ο Νέντ Κέλλι ή Billy the Kid - μην έχοντας δηλαδή τραυματίσει κανέναν κατά τη διάρκεια της εγκληματικής του δράση, παραμένει ένας από τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους της Ευρώπης.
Ένας από τους πρώην συγκρατουμένους του, ο Πολύκαρπος Γεωργιάδης, θυμάται: «Οι εγκληματίες κλέβουν πορτοφόλια από ηλικιωμένες. Ο Βασίλης ήταν σε άλλο επίπεδο: είναι ένας κοινωνικά αποδεκτός ληστής και ένας ήρωας».
«Αλλά όπως και ο πραγματικός Ρομπέν των Δασών, ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιφρονείται από τις Αρχές που «βασανίζει». Τον παρουσιάζουν ως βίαιο τρομοκράτη και οι Έλληνες δημοσιογράφοι έχουν όλως περιέργως αποφεύγουν να μιλήσουν για την απίστευτη ιστορία του», επισημαίνουν οι συντάκτες του βρετανικού δικτύου.
Παιδί από το βουνό
Γεννημένος το 1966, ο Παλαιοκώστας μεγάλωσε στο χωριό Μοσχόφυτο, ένα απομακρυσμένο σύμπλεγμα παραγκών στα χιονισμένα βουνά της κεντρικής Ελλάδας.
Εκεί παρακολουθούσε τον πατέρα του να βόσκει τις κατσίκες και μεγάλωσε εξιδανικεύοντας τον αδελφό του, Νίκο. Οι χωρικοί ήταν γνωστοί στον τόπο ως «οι ήρωες» εξηγεί ο πατήρ Παναγιώτης, ο παπάς της περιοχής, όχι μόνο γιατί -όπως λέει- επιβίωσαν σε αντίξοες συνθήκες στο βουνό, αλλά και ότι «τα κατάφεραν χωρίς παπούτσια».
«Ο Βασίλης μπορεί να έχει γίνει κλέφτης, αλλά ποτέ εγκληματίας. Ληστές σαν το Βασίλη -που κλέβει για να ταΐσει τους αγαπημένους του- δεν παραβλέπονται εύκολα», σημειώνει ο πατήρ Παναγιώτης.
Όταν το χιόνι ήταν πολύ, ο Νίκος συνήθιζε να κουβαλά στους ώμους του τον Βασίλη τρία μίλια προς το πλησιέστερο σχολείο. Εκεί, ο παπάς ζέσταινε το παγωμένο παιδί μπροστά στη φωτιά πριν ξεκινήσει το μάθημα.
Το 1979, η οικογένεια μετακόμισε στα Τρίκαλα. Ο Νίκος, 19 ετών τότε, έφυγε από το σπίτι για να βρει δουλειά στα πλοία, και ο Βασίλης, 13 ετών, έδινε μάχει για να γεμίσει τα παπούτσια του αδελφού του. Ο πατέρας τους, Λεωνίδας Παλαιοκώστας, θυμάται:. «Δούλεψε στην παραγωγή σε εργοστάσιο τυριού για δύο χρόνια. Ήταν ήσυχος και πολύ εσωστρεφής».
Από το παράθυρο του εργοστασίου ο Βασίλης έβλεπε την ελληνική οικονομία να «φουσκώνει» και τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι, όταν η χώρα πλησίαζε στην ένταξη στην ΕΕ.
«Ένα απόγευμα, έφυγε από το τυροκομείο και δεν επέστρεψε ποτέ. «Ο Βασίλης υπέστη καπιταλιστική εκμετάλλευση από το αφεντικό του, δουλεύοντας ως σκλάβος στο εργοστάσιο. Και έτσι στράφηκε εναντίον αυτών των αφεντικών», λέει ο φίλος του, ο Γεωργιάδης.
«Ως παιδί του βουνού, δεν είχε άλλες ικανότητες, παρά μόνον να κλέβει για να ζήσει», λέει ο πατέρας Παναγιώτης με χαρακτηριστική γεναιοδωρία προς τον πρώην μαθητή του. Μεταξύ 1979 και 1986, ο Βασίλης και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Νίκος -ο οποίος δεν δούλεψε πολύ καιρό στη θάλασσα- θεωρήθηκαν υπαίτιοι για 27 κλοπές, κυρίως (μηχανημάτων) βίντεο.
Ο Βασίλης, νέος στην ηλεκτρολογία, εθίστικε στις ταινίες δράσης -συχνά έμενε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα- ,τους αγώνες του «Ρόκι», τους μύες του Σβαρτσενέγκερ και την «Απόδραση από το Αλκατράζ» του Κλιντ Ίστγουντ.
Γύρω από εκείνη την εποχή, ο νεαρός ληστής συνάντησε μία αδελφή ψυχή, που έμελε να τον επηρεάσει πολύ. «Ο Βασίλης ήταν ένας ευγενικός κλέφτης, μέχρι που γνώρισε τον Κώστα Σαμαρά, τον «Καλλιτέχνη», λέει ο αστυνομικός Δημήτριος Γραβάνης.
Μεγαλύτερος και πιο έμπειρος από τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Σαμαράς ήταν ένας επίδοξος εγκληματικός εγκέφαλος, που σπούδαζε σχέδιο και ζωγράφιζε τις ληστείες σε σημειωματάριο. Μαζί με τους αδελφούς Παλαιοκώστα, ο Καλλιτέχνης «πήρε πτυχίο» στις ληστείες κοσμηματοπωλείων και τραπεζών.
Ο Γραβάνης θυμάται την πρώτη τους ληστεία ως τρίο: «Ο Βασίλης σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός λόφου και άρχισε να ρίχνει με το όπλο για να τραβήξει την προσοχή των αστυνομικών (...) Πήρε κάποια λεπτά στους αστυνομικούς να ξεφύγουν από το αστυνομικό τμήμα και μέχρι να το κάνουν ο Καλλιτέχνης και ο Νίκος είχαν ήδη αδειάσει το κοσμηματοπωλείο. Όταν τελικά μπήκαμε στα περιπολικά είχαν αφήσει καρφιά στο δρόμο που έσκασαν τα λάστιχά μας. Από εκείνη τη στιγμή έγινε απώτερος στόχος μου να τους δω στη φυλακή».
Ο μυστακιοφόρος αστυνομικός ήταν ένας διανοούμενος που προτιμούσε να εξιχνιάζει τα εγκλήματα με το μυαλό του παρά να παίρνει ομολογίες ξυλοκοπώντας υπόπτους. «Έχασα τον ύπνο μου με τους αδελφούς Παλαιοκώστα. Ξενυχτούσα δουλεύοντας για αυτήν την υπόθεση και όταν πήγαινα στο σπίτι μου 07.30 το πρωί, τότε η σύζυγός μου ξεκινούσε για τη δουλειά της», θυμάται.
Αλλά ο Παλαιοκώστας ήταν αδύνατο να συλληφθεί για ένα λόγο: μοίραζε τα χρήματα που έκλεβε στους φτωχούς.
Στη δεκαετία του 1980 προχώρησε σε σειρά εισβολών σε τράπεζες με τον Παλαιοκώστα να δίνει χρήματα σε όσους του πρόσφεραν καταφύγιο.
Ο μαζικός πληθωρισμός στην Ελλάδα τετραπλασίασε την τιμή της μπύρας μεταξύ του 1985 και 1992. Ο λαός άρχισε να στρέφεται ενάντια στην κυβέρνηση και επέκρινε την διαφθορά στους κόλπους των κρατικών τραπεζών. Αυτό αύξησε τον αριθμό όσων ετοιμάζονταν να «πανηγυρίσουν» τη δράση των αδελφών Παλαιοκώστα...
Και άρχισε η εποχή του κυνηγιού της γάτας με το ποντίκι μεταξύ ληστών και αστυνομικών.
Τον Απρίλιο του 1990 ο Παλαιοκώστας συνελήφθη σε μία απόπειρα να βγάλει τον αδελφό του από τις φυλακές της Λάρισας, οδηγώντας ένα κλεμμένο βυτίο και σπάζοντας με αυτό τον τοίχο. Φυλακίστηκε, αλλά όχι για πολύ.
Τον Ιανουάριο του 1991 δραπέτευσε από τις φυλακές της Χαλκίδας χρησιμοποιώντας σεντόνια για να σκαρφαλώσει πάνω από τον τοίχο. Αλλά παρά τα πλούτη που είχε μαζέψει από τις ληστείες, προτιμούσε να ξοδεύει μόνο σε όσα χρειαζόταν.
Περιφρονούσε τα φανταχτερά αυτοκίνητα και ένα από τα λίγα ακριβά υπάρχοντά του ήταν ένας μυστηριώδης χρυσός σταυρός που κρεμόταν από το λαιμό του. Αργότερα έγινε το κλειδί για τουλάχιστον μία από τις επιτυχημένες του αποδράσεις.
Αλλαξε το «παιχνίδι»
Τον Ιούνιο του 1992, σημειώνει το BBC, οι ληστές σχεδίασαν μία ληστεία την πιο τολμηρή που είχαν κάνει ποτέ, στα Μετέωρα, στην Καλαμπάκα. Η περιοχή ήταν ανέκαθεν ιερό για ερημίτες, αλλά και δραπέτες σαν τον Παλαιοκώστα και την παρέα του.
Είναι μία μικρή πόλη και η τράπεζα απέχει πολύ μικρή απόσταση από το τοπικό αστυνομικό τμήμα, κάτι που φαίνεται να διασκέδαζε τους ληστές στην ιδέα ότι «οι αστυνομικοί θα κοιτούσαν σαν βλάκες». Καθώς ο Νίκος κοιτούσε με τα κυάλια, ο Καλλιτέχνης σχεδίζαε την πλατεία σε ένα χαρτί. Ο Βασίλης φώναξε «ληστεία» και οι τρεις άνδρες εισέβαλαν στην τράπεζα ντυμένοι με στολές και γυαλιά και κρατώντας αυτόματα όπλα. Μέσα σε λίγα λεπτά άρπαξαν 125 εκατομμύρια δραχμές κάτω από τη μύτη των αστυνομικών.
Παραμένει η μεγαλύτερη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα και μία από τις μοναδικές που τα χρήματα μοιράστηκαν...