- Παράνομη είναι η προσπάθεια του εργοδότη να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, επιλεκτικά σε συγκεκριμένους μόνο υπαλλήλους, τη στιγμή που οι υπόλοιποι συνεχίζουν να εργάζονται με πλήρες ωράριο.
Ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι μια τέτοια ενέργεια είναι... ανεπίτρεπτη, αφού το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας μπορεί να εφαρμόζεται μονάχα συλλογικά (για ολόκληρη την επιχείρηση ή για συγκεκριμένη μονάδα της), αφού προηγηθεί διαβούλευση με τους εργαζόμενους και εφόσον υπάρχουν οικονομικοτεχνικοί λόγοι, εξαιτίας σοβαρού περιορισμού των δραστηριοτήτων του εργοδότη.
Με απόφαση-ασπίδα για τα εργασιακά δικαιώματα, ο ΑΠ βάζει στην πράξη «φρένο» σε μια συνηθισμένη εργοδοτική πρακτική των τελευταίων ιδίως ετών, κατά την οποία εργαζόμενοι ωθούνταν σε εκ περιτροπής εργασία, όχι επειδή η επιχείρηση αντιμετώπιζε στην πραγματικότητα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, αλλά με βασικό στόχο να μειωθούν οι αποδοχές τους ή να εξαναγκαστούν σταδιακά να αποχωρήσουν χωρίς να πάρουν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης.
Στην απόφαση-«μπούσουλα» για τη μερική απασχόληση και την εκ περιτροπής εργασία, ο ΑΠ δέχεται ότι η ανεπίτρεπτη επιβολή της ισοδυναμεί με παράνομη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, γεγονός που δίνει το δικαίωμα στον εργαζόμενο είτε να την αποκρούσει, είτε να αξιώσει μισθούς υπερημερίας ή την καταβολή πλήρους αποζημίωσης, όχι μόνο όπως θα δικαιούνταν σε περίπτωση απόλυσης, αλλά και για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Η υπόθεση
Στην υπόθεση, τεχνική εταιρεία κάλεσε το 2011 σε διαβούλευση τρεις εργαζόμενους (μία λογίστρια, έναν οδηγό, έναν χειριστή) ζητώντας τους να δουλεύουν στο εξής εκ περιτροπής. Οι δύο δέχθηκαν την εργασία 3 ημέρες με πλήρες ωράριο, αλλά η λογίστρια αρνήθηκε την αντίστοιχη πρόταση για 1 ημέρα (κάθε Τρίτη).
Η εταιρεία προχώρησε μονομερώς στην επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας με 300 ευρώ μηνιαίως (αντί των 1.923€) και η λογίστρια που δούλευε 24 χρόνια στην εταιρεία προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ συνέχισε να δουλεύει με το νέο σύστημα, επιφυλασσόμενη των νόμιμων δικαιωμάτων της.
Υστερα από λίγο καιρό, θεώρησε ότι η επιχείρηση είχε ουσιαστικά καταγγείλει την εργασιακή της σύμβαση και αξίωσε αποζημίωση πάνω από 55.000 ευρώ για απόλυση και για ηθική βλάβη, για το συναίσθημα κατάφωρης αδικίας που ένιωσε.
Ο ΑΠ τη δικαίωσε, κρίνοντας ότι της επιβλήθηκε παράνομα η εκ περιτροπής εργασία, αφού επρόκειτο ουσιαστικά για μερική απασχόληση στην οποία εξαναγκάστηκε μονομερώς, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασης από άλλον καθώς ήταν η μοναδική λογίστρια, ενώ η εταιρεία ήταν κερδοφόρα.
Στη βαρυσήμαντη αρεοπαγιτική απόφαση τονίζεται ότι:
• Ο ασήμαντος περιορισμός των εργοδοτικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να δικαιολογήσει επιβολή εκ περιτροπής εργασίας.
• Επειδή αποτελεί ηπιότερο μέτρο, πάντως, από την απόλυση, ο εργοδότης πρέπει να την επιλέγει προκειμένου να αποφύγει τυχόν απολύσεις, κατανέμοντας τη διαθέσιμη εργασία στους υπεράριθμους πλέον εργαζόμενους.
• Η εκ περιτροπής εργασία έχει συλλογικό πάντα χαρακτήρα, άρα εφαρμόζεται στο σύνολο μιας επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας.
• Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η επιβολή εκ περιτροπής εργασίας επιλεκτικά σε συγκεκριμένους μόνο εργαζόμενους, όταν οι υπόλοιποι εξακολουθούν να εργάζονται με πλήρες ωράριο. Εξίσου ανεπίτρεπτη είναι η επιβολή της και όταν το αντικείμενο εργασίας καλύπτεται από έναν εργαζόμενο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον κατά την υποχρεωτική απουσία του.
• Χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων (περιορισμός δραστηριοτήτων, προηγούμενη διαβούλευση κλπ.), η επιβολή της συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.
• Αποκρούοντας την παράνομη βλαπτική μεταβολή, ο εργαζόμενος μπορεί να εμμείνει στην τήρηση της αρχικής σύμβασης, συνεχίζοντας την εργασία και αξιώνοντας (σε περίπτωση μη αποδοχής) μισθούς υπερημερίας. Μπορεί επίσης να θεωρήσει ότι έχει καταγγελθεί η σύμβασή του και να αξιώσει αποζημίωση για απόλυση και για ηθική βλάβη.