Εισαγωγές κρεάτων ακόμη και από την... Μποτσουάνα - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Εισαγωγές κρεάτων ακόμη και από την... Μποτσουάνα

  • Βόειο κρέας ακόμη και από την... Μποτσουάνα τρώνε οι Ελληνες, που καταγράφουν την υψηλότερη μέση κατανάλωση βόειου κρέατος στην Ευρώπη, ωστόσο μόνο το 20% καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή!


Και από αυτό μόλις το 8% αφορά... μοσχάρια που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σφάχτηκαν εδώ, δηλ. καθαρά ντόπια, ενώ τα υπόλοιπα είναι ζώα που εισήχθησαν νεαρά από τη Γαλλία (κυρίως), την Πολωνία, την Τσεχία, την Ιρλανδία, μεγάλωσαν σε ελληνικές μονάδες και μετά από 5 μήνες πήραν «ελληνική ταυτότητα» και διατέθηκαν στην αγορά ως ελληνικής εκτροφής. Οσο για χοιρινό κρέας, η εγχώρια παραγωγή ανέρχεται στο 35%.
Εντελώς διαφορετική είναι η εικόνα στο αιγοπρόβειο κρέας, όπου το καταναλωτικό πρότυπο παραμένει διαχρονικά το ίδιο και η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το 88,5% των εγχώριων αναγκών.

Σύμφωνα με τα επίσημα διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (2014), η παραγωγή αιγοπρόβειου και βόειου κρέατος παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια και χαρακτηρίζεται από εποχικότητα. Περίπου 299.000 κρεοπαραγωγά βοοειδή, 11.707.561 πρόβατα και 4.807.588 γίδια παράγουν 58.956 τόνους βόειου κρέατος και 108.769 τόνους αιγοπρόβειου κρέατος, με τις ανάγκες να είναι πολύ μεγαλύτερες και να καλύπτονται από εισαγωγές. Εκτιμάται ότι οι εισαγωγές του αγροτοδιατροφικού τομέα επιβαρύνουν κάθε χρόνο συνολικά με 2 δισ. ευρώ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και σχεδόν το 50% αφορά την κτηνοτροφία (εισαγωγές ζώντων ζώων, κρέατος, αλλαντικών, γαλακτοκομικών).
Τη διαχρονική εξέλιξη της παραγωγής βόειου και αιγοπρόβειου κρέατος στην Ελλάδα παρουσιάζουν σήμερα οι καθηγητές της Κτηνιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ., Γιώργος Αρσένος και Πασχάλης Φορτομάρης, στο Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα «Το κρέας και τα προϊόντα του - από τον στάβλο στο πιάτο», που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθεσης Πτηνοτροφίας-Κτηνοτροφίας, Zootechnia.

«Η εποχικότητα στην κατανάλωση του αιγοπρόβειου κρέατος και η μειωμένη διαθεσιμότητα του εγχώρια παραγόμενου βόειου κρέατος, σε συνδυασμό με την υστέρηση της καινοτομίας στην παραγωγή, ταυτοποίηση, μεταποίηση, συσκευασία και εμπορία αποτελούν τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες για την εξέλιξη και ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Η κτηνοτροφία, μένοντας στο περιθώριο, ουσιαστικά αγνοήθηκε διαχρονικά από τις χρηματοδοτήσεις εθνικών ερευνητικών έργων, με εξαίρεση την προβατοτροφία όπου υπήρξαν μεμονωμένες προσπάθειες για βασική και εφαρμοσμένη έρευνα στο πλαίσιο ευρωπαϊκών ανταγωνιστικών προγραμμάτων, ήδη από το 1992», λέει στον «Αγρότη» ο κ. Αρσένος.

Ανύπαρκτο το γίδινο κρέας
Μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση των επιστημόνων είναι ότι το γίδινο κρέας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο ως αυτόνομο προϊόν και επισκιάζεται ανέκαθεν από το πρόβειο, στο πλαίσιο της «αιγοπροβατοτροφικής» μας νοοτροπίας και φιλοσοφίας.
Η παραγωγή του βόειου κρέατος γίνεται σε έναν μικρό αριθμό σύγχρονων, μεγάλου μεγέθους εκτροφών πάχυνσης εισαγόμενων μοσχαριών, καθώς και πολλών μικρότερων λιγότερο ή και καθόλου εκσυγχρονισμένων.
Σύμφωνα με τον κ. Αρσένο, η σχέση μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής, ως προς την αξία των παραγόμενων προϊόντων, παραμένει στο 70/30, στα ίδια ακριβώς επίπεδα με τη δεκαετία του 1980, σε αντίθεση με την αντίστοιχη μέση αξία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου η σχέση αυτή είναι αρκετά διαφορετική και ανέρχεται στο 45% της συνολικής αγροτικής παραγωγής. «Η αξία των παραγόμενων ζωικών προϊόντων στην Ελλάδα αποτελεί μόλις το 1,6% της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ενωση των “28” και η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μόνιμο έλλειμμα και αθρόες εισαγωγές», αναφέρει.
Η βοοτροφία αποτελεί τον πλέον ελλειμματικό κλάδο της ελληνικής ζωικής παραγωγής, καλύπτοντας σήμερα περίπου το 40% των αναγκών της χώρας σε αγελαδινό γάλα και μόλις το 15-20% των αναγκών σε βόειο κρέας, ενώ τα τελευταία χρόνια η εγχώρια παραγωγή μειώνεται συνεχώς, με συνέπεια να επιδεινώνεται το σχετικό ισοζύγιο. Ανάλογα πτωτική πορεία καταγράφει και η χοιροτροφία, καθώς τη δεκαετία του ’80 στις χοιροτροφικές μονάδες υπήρχαν περίπου 100.000 χοιρομητέρες και το ποσοστό αυτάρκειας ήταν στο 50%, σήμερα ο αριθμός τους δεν ξεπερνά τις 65.000 και το ποσοστό αυτάρκειας το 35%.

Πηγή εφημερίδα "Έθνος"
Bookmark and Share